Εντεκα δισεκατομμύρια δόσεις εμβολίων είχαν χορηγηθεί παγκοσμίως μέχρι τις αρχές της εβδομάδας που πέρασε. Ο αριθμός προκαλεί δέος. Είναι ενδιαφέρον όμως να δει κανείς πώς κατανέμονται αυτές οι δόσεις: σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), 4,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι πλήρως εμβολιασμένοι (έχουν δηλαδή λάβει δύο δόσεις εμβολίου), ενώ σε 500 εκατομμύρια ανέρχονται οι άνθρωποι που έχουν λάβει μία δόση και σε 2,8 δισεκατομμύρια εκείνοι που δεν έχουν εμβολιαστεί ποτέ. Και φυσικά δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το 91% των ανεμβολίαστων ατόμων εντοπίζεται σε χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, κυρίως στην Υποσαχάρια Αφρική και στη Νότια Ασία.
Η εμβολιαστική ανισοκατανομή γίνεται ακόμη εντονότερη αν προσθέσει κανείς την αναμνηστική τρίτη δόση: σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ, σε χώρες με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα έχουν χορηγηθεί κατά μέσο όρο 153 αρχικές δόσεις και 43 αναμνηστικές ανά εκατό ανθρώπους. Τα ποσοστά για τις χώρες με χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 24 αρχικές και 0,4 αναμνηστικές δόσεις ανά εκατό άτομα.
Το τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την κάθε χώρα συμπεραίνεται εύκολα από τη σύγκριση δύο ασιατικών χωρών, οι οποίες, αν και στην αρχή της πανδημίας είχαν εξαιρετικές επιδόσεις, προσφάτως είδαν τεράστιες αυξήσεις κρουσμάτων εξαιτίας της επέλασης της παραλλαγής Ομικρον: στην ίδια χρονική περίοδο (Μάρτιος 2022) και με συγκρίσιμες αυξήσεις κρουσμάτων, η θνητότητα στη Νότια Κορέα (όπου το 88% του πληθυσμού είναι πλήρως εμβολιασμένο και το 63% έχει λάβει αναμνηστική δόση) ανήλθε μόλις στο 0,14%. Αντιθέτως, η χαμηλή σχετικά εμβολιαστική κάλυψη στο Χονγκ Κογκ και ειδικότερα μεταξύ των ηλικιωμένων ατόμων είχε σαν αποτέλεσμα στη χώρα αυτή η θνητότητα να είναι δεκαπλάσια.
Οι εμβολιαστικές ανισότητες εγκυμονούν έναν ακόμη τεράστιο κίνδυνο: αυτόν της ανάδυσης νέων στελεχών. Οσο περισσότερο ο ιός βρίσκει ευκαιρίες να κυκλοφορεί και να πολλαπλασιάζεται τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να δημιουργηθούν στελέχη και παραλλαγές με ενισχυμένες ικανότητες μετάδοσης ή/και μολυσματικότητας, επισημαίνουν οι αρμόδιοι φορείς (όπως ο ΠΟΥ και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης Νοσημάτων, ΕCDC) τονίζοντας ότι πρόκειται για κίνδυνο που αφορά τους πάντες.