Οταν στις 16 Ιουνίου 2011 ανέλαβα τα καθήκοντα του αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και υπουργού Οικονομικών, το πρώτο πρόγραμμα στήριξης είχε αποδειχθεί ανεπαρκές και το επειγόντως ζητούμενο ήταν ένα δεύτερο πρόγραμμα με πολύ μεγαλύτερο δάνειο, συνοδευόμενο από γενναία μείωση και ριζική αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους που θα το καθιστούσε μακροπρόθεσμα βιώσιμο.

Γνώρισα τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δυο μόλις ημέρες μετά, στη συνεδρίαση του Eurogroup. Αρχές Ιουλίου (6.7.2011) πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο η πρώτη και καθοριστική διμερής συνάντησή μας παρουσία ενός μόνο συνεργάτη κάθε πλευράς, του Γκεργκ Ασμουσεν και του Γιώργου Ζανιά. Εκεί συμφωνήθηκε το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούμε ώστε να αποφασιστεί από το Eurogroup και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το δεύτερο πρόγραμμα και κυρίως η προσχώρηση της ευρωζώνης στη λογική του κουρέματος και της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους κράτους-μέλους της, σε αντίθεση με τις έως τότε προβλέψεις του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου (ΣΛΕΕ ) και τις θεμελιώδεις παραδοχές των θεσμικών μας εταίρων.

Η Συμφωνία του Βερολίνου, όπως περιγράφω αναλυτικά στο βιβλίο μου «Εκδοχές πολέμου» (εκδόσεις Πατάκη, 2022), τηρήθηκε πλήρως παρά τις δυσκολίες και τις παλινδρομήσεις. Μεσολάβησε η ένταση του Σεπτεμβρίου 2011, όταν η τρόικα επέμενε να ληφθούν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα εντός της λογικής του πρώτου προγράμματος, χωρίς αυτά να συσχετίζονται με το δεύτερο πρόγραμμα και το κούρεμα του χρέους. Μεσολάβησε η δραματική συνάντησή μας στο Βρότσλαβ της Πολωνίας (16.9.2011), όταν έθεσε ευθέως το ζήτημα του (προσωρινού υποτίθεται) Grexit, αλλά αποδέχθηκε την άμεση αρνητική απάντησή μου. Μεσολάβησε η ανάληψη της προεδρίας της ΕΚΤ από τον Μάριο Ντράγκι, με τον οποίο είχα εκ προοιμίου συναντηθεί και συνεννοηθεί στην Ουάσιγκτον στο περιθώριο της συνόδου του ΔΝΤ (24.9.2011). Μεσολάβησε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (27.10.2011) για το δεύτερο πρόγραμμα και το PSI και αμέσως μετά η εξαγγελία του δημοψηφίσματος από τον Γ. Παπανδρέου και η καταλυτική συνάντηση των Καννών (2.11.2011). Μεσολάβησε ο σχηματισμός της κυβέρνησης Λ. Παπαδήμου με τη συμμετοχή του ΠαΣοΚ, της ΝΔ και αρχικά του ΛΑΟΣ. Κυρίως μεσολάβησαν άπειρες συναντήσεις, συνεννοήσεις, διαπραγματεύσεις. Φτάσαμε όμως στο δεύτερο πρόγραμμα και στην πλήρη συμφωνία για την αναδιάρθρωση του Ελληνικού Δημοσίου (12.2.2012 ) που συντελέστηκε (8.3.2012) με ακρίβεια σύμφωνα με τον σχεδιασμό.

Ακολούθησαν οι εκλογές του 2012 που κατέγραψαν ένα ριζικά διαφορετικό πολιτικό σκηνικό, η κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠαΣοΚ – ΔΗΜΑΡ, η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, η μεγάλη περιπέτεια του πρώτου εξαμήνου του 2015 και του δημοψηφίσματος και εν τέλει η προσχώρηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στην πολιτική της περιόδου 2010-2015 με κορμό το PSI/OSI και την αναδιάρθρωση του χρέους με τους πρόσθετους όρους του τρίτου προγράμματος, περιλαμβανομένου του λεγόμενου υπερπλεονάσματος.

Πίσω από όλη αυτή την καμπύλη υπάρχει η φιγούρα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Προφανώς και του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Προφανώς η στάση των ευρωπαίων ηγετών και ιδίως της Ανγκελα Μέρκελ ήταν αποφασιστικής σημασίας. Ομως ο Σόιμπλε κρατούσε στην πραγματικότητα στα χέρια του το κλειδί των τελικών αποφάσεων καθώς επηρέαζε το «κεντρικό ρεύμα» του Eurogroup. Από ένα σημείο και μετά τον ενδιέφεραν δυο κυρίως πράγματα, πρώτον, η δέσμευση των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων και πρωτίστως των εκάστοτε κυβερνήσεων ότι θα μείνουν σταθερές στα συμφωνηθέντα παρά το τεράστιο πολιτικό κόστος. Και, δεύτερον, ότι θα εισαχθούν στην ελληνική νομοθεσία οι αναγκαίες για την αναδιάρθρωση του χρέους ρυθμίσεις και ιδίως η ρήτρα συλλογικής δράσης (CAC) με αναδρομική ισχύ.

Αυτή είναι πολύ συνοπτικά η αλληλουχία των γεγονότων. Υπάρχουν όμως και οι προθέσεις που δικάζονται διαρκώς χωρίς τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης. Η πρώτη προτίμηση του Σόιμπλε ήταν άραγε μια Ελλάδα που θα πετύχει τη δημοσιονομική και διαρθρωτική της προσαρμογή με ισχυρή οικονομική βοήθεια των θεσμικών της εταίρων και θα παραμείνει μέλος της ευρωζώνης έχοντας καταβάλει τεράστιο δημοκρατικό και κοινωνικό κόστος ή μια Ελλάδα που θα αποχωρούσε από το ευρώ και θα πετύχαινε τη δημοσιονομική προσαρμογή και την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς της μέσω αλλεπάλληλων υποτιμήσεων της δραχμής, έχοντας την ευχέρεια της νομισματικής χρηματοδότησης των κρατικών δαπανών της με το κόστος που θα συνεπαγόταν η ασύντακτη χρεοκοπία και η δραστική μείωση του επιπέδου ζωής;

Στη μεταξύ μας περιβόητη συζήτηση στο Βρότσλαβ έθεσε ωμά την πρόταση για «προσωρινό» Grexit.

Υπήρξα ο ομόλογός του στην πιο σκοτεινή και δύσκολη φάση της κρίσης. Οι δυο μας κάναμε τη Συμφωνία του Βερολίνου που εν τέλει εφαρμόστηκε, ακριβέστερα εφαρμόζεται μέχρι σήμερα και οδηγεί στο 2032, οπότε και λήγει η περίοδος χάριτος ως προς τα χρεολύσια που είναι βασική συνιστώσα της αναδιάρθρωσης και της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους μέσω της δραστικής μείωσης του ετήσιου κόστους εξυπηρέτησης και της διαρκούς και γενναιόδωρης εμπλοκής των θεσμικών μας εταίρων (μέσω δηλαδή της δυναμικής του Official Sector Involvement / OSI που είναι διαρκής και πολύ πιο μεγάλη από το Private Sector Involvement / PSI). Στη μεταξύ μας περιβόητη συζήτηση στο Βρότσλαβ έθεσε ωμά την πρόταση για «προσωρινό» Grexit. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που το περιέγραψε ο ίδιος σε συνέντευξη του στα «ΝΕΑ» ( 22-24.7.2022) μιλώντας στον δημοσιογράφο Γ. Παππά: «Θυμάμαι πολύ καλά τον Βενιζέλο, κατέβαλε κάθε προσπάθεια για την Ελλάδα. Του είπα όμως πολύ νωρίς: Κατά βάση έχετε δύο επιλογές, είτε θα εκχωρήσετε την ευθύνη των αποφάσεων καταπιστευτικά σε άλλους είτε θα αποχωρήσετε για ένα διάστημα από το ευρώ και εμείς θα σας βοηθήσουμε. Ο Βενιζέλος τις απέρριψε και τις δύο για σεβαστούς λόγους. Αλλά το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει η Ελλάδα ήταν υψηλό».

Χωρίς τη δική του, όχι φιλική αλλά σαφή, στάση δεν θα είχαμε πετύχει το μείζον που είναι η αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους.

Η επιλογή του Grexit θα προκαλούσε μια αλυσίδα επιπτώσεων που δύσκολα μπορούσε να αντιμετωπίσει η ευρωζώνη και σίγουρα μια παρόμοια δραστική και ακραία επιλογή δεν ανήκε στον κύκλο των εξουσιών του γερμανού υπουργού Οικονομικών, ακόμη και αν αυτός ήταν ο Σόιμπλε. Η συζήτηση όμως και η φημολογία θα μπορούσαν να υπονομεύσουν όλον τον σχεδιασμό της αναδιάρθρωσης του χρέους και της σταδιακής επανόδου στις αγορές και την περιβόητη κανονικότητα. Η άμεση απορριπτική αντίδρασή μου ήταν αναγκαία. Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα θα ήταν δραματικές αλλά και για την ίδια την ευρωζώνη απρόβλεπτες. Προφανώς ο Σόιμπλε ήθελε να αποκομίσει τη δέσμευση της Ελλάδας στην τήρηση του προγράμματος. Αυτό διά της τεθλασμένης οδού και της στενής πύλης του πρώτου εξαμήνου του 2015 επιτεύχθηκε εν τέλει και συνολικά με τον πιο σκληρό τρόπο και με αυξημένο κοινωνικό και δημοκρατικό κόστος.

Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν αιχμάλωτος πολλών αρνητικών στερεοτύπων για την Ελλάδα και τους Ελληνες και εξέφραζε αναμφίβολα την παιδαγωγική / τιμωρητική αντίληψη ως προς τα προγράμματα προσαρμογής και τα δάνεια προς την Ελλάδα. Υπερασπίστηκε όμως όλες τις σχετικές συμφωνίες ενώπιον του δύσκολου και πολιτικά παρεμβατικού Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου και εν τέλει έμεινε σταθερός στο πλαίσιο που συμφωνήσαμε. Χωρίς τη δική του, όχι φιλική αλλά σαφή, στάση δεν θα είχαμε πετύχει το μείζον που είναι η αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Η αντίληψή του υπερτιμούσε τη δημοσιονομική πειθαρχία και υποτιμούσε τους κινδύνους που διατρέχει η ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία. Ομως η Ιστορία δεν γράφεται τελικά όπως θέλησε κάποιος εξαρχής, αλλά με πολύ πιο περίπλοκο και αντιφατικό τρόπο.

Ας σκεφτούμε λοιπόν τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ως έναν «καθρέπτη» στον οποίο φάνηκε μια κρίσιμη περίοδο το δικό μας συλλογικό πρόσωπο και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη δική μας Ιστορία.

Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών.