Χρέος της επιστημονικής κοινότητας που ασχολείται με τα θέματα της κλιματικής κρίσης και των συνεπακόλουθων φυσικών καταστροφών είναι η συλλογή, η μελέτη και ανάλυση όλων των διαθέσιμων κλιματικών, περιβαλλοντικών, μετεωρολογικών, κοινωνικών δεδομένων, όπως και δεδομένων που αφορούν την εφαρμογή πολιτικών αντιμετώπισης των σχετικών κρίσεων, αλλά και η πρόνοια για τη συλλογή νέων πολυπαραμετρικών δεδομένων, συστήνοντας και λειτουργώντας στοχευμένες ερευνητικές υποδομές, όπως το νέο Παρατηρητήριο Γεωεπιστημών και Κλιματικής Αλλαγής PANGEA του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ) στα Αντικύθηρα.
Κάθε φυσική καταστροφή που συντελείται πρέπει κατόπιν να μελετάται με εξαντλητική λεπτομέρεια και προς τούτο πρέπει να γίνονται διαθέσιμα όλα τα σχετικά δεδομένα που την αφορούν, τόσο από την επιστημονική κοινότητα όσο και από τους επιχειρησιακούς φορείς που ενεργούν για να τη διαχειριστούν.
Η διαδικασία αυτή είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την κατανόηση των συνθηκών που προκαλούν τις διαφορετικές εκφάνσεις έντονων φαινομένων και φυσικών καταστροφών σε περιόδους κλιματικής απορρύθμισης.
Και αυτό γιατί η πρόληψη και η προετοιμασία της πολιτείας και της κοινωνίας για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών – που βιώνουμε πλέον με αυξανόμενο ρυθμό – πρέπει να βασίζονται στην κατανόηση των γενικών αλλά και των ειδικών συνθηκών που τις προκαλούν, ώστε προληπτικά να εκπονούνται σχέδια αντιμετώπισης στη βάση σεναρίων που ανταποκρίνονται σε αυτές τις διαφορετικές συνθήκες, κάτι παρόμοιο δηλαδή με αυτό που κάνουν οι ένοπλες δυνάμεις με τις ασκήσεις επί χάρτου που βασίζονται σε διαφορετικά σενάρια επίθεσης του όποιου εχθρού.
Προς τούτο το ΕΑΑ αλλά και άλλοι επιστημονικοί φορείς αναπτύσσουν εκτεταμένα δίκτυα μετρητικών σταθμών και υποδομές λήψης δορυφορικών δεδομένων αλλά και καινοτόμα επιστημονικά εργαλεία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αυτό τον σκοπό (π.χ., εξελιγμένα μοντέλα επέκτασης μετώπου πυρκαγιάς, εξελιγμένους χάρτες επικινδυνότητας πυρκαγιάς, εφαρμογή μεθόδων μηχανικής μάθησης για την πολυπαραμετρική εξαγωγή συμπερασμάτων και για την ενίσχυση της λήψης αποφάσεων κ.ά.).
Τόσο τα δεδομένα όσο και η ανάλυσή τους – όταν στηρίζεται αυστηρά στην επιστημονική μεθοδολογία και σε διαφάνεια (ώστε η όποια ανάλυση να μπορεί να είναι επαναλήψιμη και ελέγξιμη) – πρέπει να είναι οδηγός και κριτής τόσο της αποτελεσματικότητας της αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών όσο και της στρατηγικής προετοιμασίας μας για μελλοντικές εκφάνσεις τους.
Παραδείγματος χάριν, σε αντίθεση με το 2023 που ήταν μια από τις χειρότερες χρονιές στο θέμα της αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών – όπως εξάγεται από την ανάλυση των δεδομένων του Ευρωπαϊκού Συστήματος Παρακολούθησης Δασικών Πυρκαγιών (EFFIS), σύμφωνα με την οποία αν και είχαμε αριθμό πυρκαγιών στο μέσο όρο των τελευταίων 20 περίπου ετών, η συνολική έκταση καμένων εκτάσεων και άρα και ο μέσος όρος καμένης έκτασης ανά πυρκαγιά ήταν πολύ υψηλότερος από τον μέσο όρο 20ετίας – μέχρι στιγμής (26/8/2024) έχουμε φέτος αντιστροφή αυτής της αρνητικής συνθήκης.
Συγκεκριμένα, αν και οι πυρομετεωρολογικές συνθήκες φέτος είναι οι χειρότερες των τελευταίων 40 και πλέον ετών, όπως προκύπτει από μελέτη των πυρομετεωρολόγων του ΕΑΑ, και ο αριθμός πυρκαγιών – όπως αναμένεται λόγω της παραπάνω συνθήκης – είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο 20ετίας, οι καμένες εκτάσεις είναι μέχρι στιγμής στον μέσο όρο – δηλαδή έχουμε χαμηλότερη καμένη έκταση ανά πυρκαγιά από τον μέσο όρο 20ετίας, παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς πυρομετεωρολογικές συνθήκες –, που σημαίνει ότι η φετινή αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών είναι πιο αποτελεσματική, παρά τη δραματική εξέλιξη της τελευταίας πυρκαγιάς στη ΒΑ Αττική που εισχώρησε στον αστικό ιστό με σημαντικά αρνητικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις και δυστυχώς και με ανθρώπινη απώλεια.
Εν κατακλείδι, οι στρατηγικές αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης και των φυσικών καταστροφών πρέπει να βασίζονται στα δεδομένα και στην επιστημονική ανάλυσή τους και όχι τα δεδομένα και οι αναλύσεις τους να προσαρμόζονται σε αυτές.
Ο κ. Μανώλης Πλειώνης είναι διευθυντής και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και καθηγητής Τμήματος Φυσικής στο ΑΠΘ.