Το είπε η Ευρωπαία Εισαγγελέας Λάουρα Κοβέσι και έχει δίκιο. Η διαφθορά σκοτώνει, σκοτώνει θεσμούς, αξίες και ενίοτε ανθρώπους. Επίσης, ρίχνει κυβερνήσεις. Και αυτό συμβαίνει επειδή διαρρηγνύει τη σχέση της πολιτικής με την ηθική. Αλλοιώνει τη λαϊκή εντολή και τη σχέση που θέλει ή που φαντάζεται ότι θέλει να έχει ο πολίτης με τους αντιπροσώπους του. Γιατί ο πολίτης επιζητεί το ρουσφέτι αλλά μόνο σε ατομικό επίπεδο, σε συλλογικό επίπεδο απαιτεί από αυτούς που τον κυβερνούν να σέβονται το δημόσιο χρήμα και να μην προδίδουν την εντολή που τους έδωσε.
Το αίτημα είναι άρρητο και γι’ αυτό οι κυβερνήσεις συχνά θεωρούν ότι μπορούν να το αγνοήσουν, εν μέρει επειδή οι κοινωνίες στρέφονται προς διαφορετικές ηθικές προσεγγίσεις και ανάλογα με τα γεγονότα αποκτούν αιφνίδιες ευαισθησίες, τις οποίες δεν καταφέρνει πάντα να ακολουθήσει η πολιτική. Για παράδειγμα, η φράση «μαζί τα φάγαμε», όση αλήθεια και αν έκρυβε, την εποχή που ειπώθηκε μετατράπηκε σε συλλογική ψύχωση.
Είχε προηγηθεί η εντύπωση μιας εκτεταμένης διαφθοράς, η οποία υπονόμευσε την εμπιστοσύνη των πολιτών σε εκείνη την κυβέρνηση, για να ακολουθήσει μια άλλη που θα έδιωχνε τους «νταβατζήδες» και που επίσης πνίγηκε στα σκάνδαλα. Και άλλη μία που θα ξήλωνε το παλαιό ανυπόληπτο πολιτικό σύστημα και κατέληξε να αντιγράψει τα χειρότερα χαρακτηριστικά του. Επιμύθιο, όταν χάνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών, τίποτα δεν τη φέρνει πίσω.
Η σημερινή κυβέρνηση με τους χειρισμούς που επέλεξε στο σκάνδαλο των υποκλοπών, στα Τέμπη, στον ΟΠΕΚΕΠΕ βαδίζει στον ίδιο δρόμο με τις προηγούμενες. «Η Ιστορία διδάσκει, αλλά δεν έχει κανέναν μαθητή» συνόψισε χειρουργικά ο Γκράμσι μια διαχρονική αλήθεια. Η ακτινογραφία της σχέσης κυβέρνησης – πολιτών, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της Alco, έχει ως εξής: Το 70% θεωρεί ότι την κυβέρνηση χαρακτηρίζει η διαφθορά, το 74% ότι επιχειρεί να συγκαλύψει τις ευθύνες της και το 69% ότι είναι αναποτελεσματική. Δεν είναι καλά αποτελέσματα αυτά όταν η κυβέρνηση αυτοδιαφημίζεται ως μεταρρυθμιστική και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ετοιμάζεται να ζητήσει εντολή για τρίτη θητεία με την αιτιολογία ότι θέλει να ολοκληρώσει το έργο του.
Μπορεί, βεβαίως, να θεωρηθεί οξύμωρο ότι ταυτόχρονα οι πολίτες εξακολουθούν να της δίνουν 15 μονάδες διαφορά από το δεύτερο κόμμα και, ναι, η αντιπολίτευση δεν διάγει τις καλύτερες ημέρες της ούτε κουβαλά καμιά νέα ελπίδα. Αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο της αντιπολίτευσης, είναι και της κυβέρνησης. Και αυτή παραμένει καθηλωμένη σε ποσοστά που αποτρέπουν σχεδιασμούς αυτοδυναμίας, και μεγάλες κινήσεις, όπως τα μέτρα της ΔΕΘ, δεν φέρνουν την ποθητή εκτίναξη στα ποσοστά της. Και ούτε θα φέρουν, γιατί τα μέτρα δεν συνοδεύονται από πολιτικό διακύβευμα, δύσκολο και αυτό χωρίς ισχυρό αντίπαλο. Είναι απλά μια στερεοτυπική συναλλαγή «πάρε λεφτά, δώσε ψήφο».
Ετσι αντιλήφθηκε τα μέτρα η πλειονότητα των πολιτών, όπως δείχνει το πρόσφατο κύμα δημοσκοπήσεων, σαν μια συναλλαγή και όχι ως τη μεγαλύτερη φορολογική μεταρρύθμιση της μεταπολίτευσης. Αυτά είναι και τα νέα όρια της κυβέρνησης. Χωρίς να μπορεί να μετατρέψει τη διαχείριση σε πολιτική, η οποία να συμβαδίζει με τα κοινωνικά προτάγματα, θα κανακεύει τα «ειδικά κοινά» και θα ερωτοτροπεί με την «περίμετρο» της επιρροής της μέχρι τελικής πτώσεως, ενώ οι πολίτες θα την αφήνουν μετεξεταστέα στα θέματα στα οποία είχε διαβεβαιώσει ότι θα αρίστευε. Πολιτική χωρίς αποτέλεσμα και με διαγωγή κοσμία το πιθανότερο είναι να πάρει την άγουσα προς τον χλοερό τόπο των αναντικατάστατων, με κίνδυνο να διαψευστεί ο Αδωνις Γεωργιάδης ότι αν φύγει ο Μητσοτάκης θα πεινάσουμε.





