Η ιστορικότερη συνοικία των Τρικάλων είναι χτισμένη στις παρυφές του βυζαντινού κάστρου. Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι του Βαρουσίου ήταν χριστιανοί. Το Βαρούσι περιλαμβάνει κυρίως κατοικίες, τις πιο πολλές εκκλησίες της πόλης, αρκετές πλατείες και πολλούς στενούς δρόμους που κάποτε ήταν καλντερίμια. Στο Βαρούσι έμεναν οι έλληνες προύχοντες, διανοούμενοι, δάσκαλοι, εργατοτεχνίτες, και οι έμποροι με τις συντεχνίες τους. Ολοι αυτοί διάλεγαν το Βαρούσι για τόπο κατοικίας τους λόγω του κλίματος, της σύστασης του εδάφους και της γεωγραφικής του θέσης.

Το Βαρούσι καταστράφηκε πολλές φορές από Αρβανίτες, Τούρκους και Τουρκαλβανούς (1835) και ξαναχτίστηκε πάλι από έλληνες τεχνίτες. Τα σπίτια του, αρχοντικά τα περισσότερα, περιβάλλονται από ψηλούς μαντρότοιχους, έχουν εσωτερικές αυλές στρωμένες με πλάκες και ωραίους ανθόκηπους και είναι βαμμένα με ζωντανά χρώματα όπως λουλακί, ώχρα, βεραμάν και ροζ. Χαγιάτια, μακρινές μαρκίζες, πλίνθοι, σοβάδες, πέτρες, όλα αντικατοπτρίζουν την πολιτική και οικονομική άνθηση εκείνης της περιόδου.Τη μεγαλύτερη πνευματική και κοινωνικοοικονομική του ανάπτυξη γνώρισε τον 18ο και 19ο αιώνα. Εδώ λειτούργησε το 1830 το πρώτο σχολείο της πόλης και το 1876 η Δωροθέα Σχολή. Την εποχή αυτή λειτουργούσαν σε ορισμένα σπίτια εργαστήρια, μεταξάδων, ζωναράδων, εσωρουχάδων, σαπουνάδων, δερμάτων, κηροπλαστικής, οινοποιίας και τυροκομικών προϊόντων. Ετσι αναπτύχθηκε πάρα πολύ το εμπόριο και γίνονταν εξαγωγές στη Βιέννη, στη Βενετία, στην Τεργέστη και στην Πόλη. Το εμπόριο έφερε πολύ χρήμα, με αποτέλεσμα οι Βαρουσιώτες να στολίζουν τα σπίτια τους με πανάκριβα έπιπλα, πίνακες ζωγραφικής και κρύσταλλα.

Η παρακμή του Βαρουσίου άρχισε το 1935. Οι παλιοί κάτοικοι άρχισαν να κτίζουν καινούργια σπίτια νεοκλασικά στο άλλο άκρο της πόλης ή να φεύγουν σε άλλες πόλεις. Τα παλιά αρχοντικά εγκαταλείφθηκαν ή πουλήθηκαν ή νοικιάστηκαν. Από το 1976 και μετά κάποιοι κάτοικοι άρχισαν να ενδιαφέρονται ξανά για τη διάσωσή του. Το 1979 το Βαρούσι χαρακτηρίστηκε διατηρητέος οικισμός.

Των Χαράλαμπου Γούργου, Αργυρώς Μαντζάνα, Δανάης-Στεφανίας Χλωρού