Απώλειες άνω του 1 τρισ. δολαρίων σημειώνουν τις τελευταίες εβδομάδες οι τεχνολογικοί κολοσσοί της Wall Street που ανήκουν στη λεγόμενη ομάδα FAANG (Facebook: -253 δισ. δολ., Apple: -260 δισ. δολ., Amazon: -280 δισ. δολ., Netflix: -67 δισ. δολ. και Google/Alphabet: -164 δισ. δολ.). Ο φόβος των επενδυτών για κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, η ανησυχία για επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας – και ειδικότερα της κινεζικής – και η υποψία πως αργά ή γρήγορα οι πολιτικοί θα εντείνουν την εποπτεία του τεχνολογικού τομέα πίεσαν τις μετοχές. Υπάρχουν και οι επιμέρους ιδιαιτερότητες, καθώς οι επενδυτές ανησυχούν ότι οι πωλήσεις των νέων iPhone θα επιβραδυνθούν, η Facebook έχει δεχθεί πλήγμα καθώς εμπλέκεται όλο και βαθύτερα στην υπόθεση ρωσικής παρεμβολής στις αμερικανικές εκλογές του 2016, ενώ η Amazon ανέφερε μειωμένα έσοδα λιανικής τον Οκτώβριο και η προοπτική για τα έσοδα του τέταρτου τριμήνου είναι πολύ χαμηλότερη από το αναμενόμενο.
Το στοίχημα
Η γενικότερη υποχώρηση των μετοχών, η αναπροσαρμογή του ρίσκου καθώς αυξάνονται τα αμερικανικά επιτόκια δανεισμού, οι φόβοι για επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και η ανησυχία πως η αποτίμηση των τεχνολογικών μετοχών είχε φτάσει σε αδικαιολόγητα υψηλό επίπεδο οδήγησαν τις μετοχές των τεχνολογικών εταιρειών σε μεγάλες απώλειες, ενώ το στοίχημα για τη μελλοντική πορεία τους θα είναι το κατά πόσο θα μπορέσουν να εμφανίζουν ισχυρά εταιρικά αποτελέσματα.
Το κενό που προκάλεσε η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού τομέα μετά τη χρεοκοπία της Lehman Βrothers ήρθαν να καλύψουν οι εταιρείες τεχνολογίας, οι οποίες μετατράπηκαν σε μονοπώλια μεγέθους αντίστοιχου με αυτών που υπήρχαν τον 19ο αιώνα. Η Apple με το iPhone, η επέκταση της Amazon στις online πωλήσεις, η κυριαρχία της Google στις μηχανές αναζήτησης και του Facebook στα social media αλλά και η αναγέννηση της Microsoft βρέθηκαν να αποτιμώνται πάνω από 4 τρισ. δολάρια, όταν η αποτίμηση των 18 μεγαλύτερων τραπεζών του δείκτη Standard & Poor’s 500 των ΗΠΑ είχε περιοριστεί στο 1,5 τρισ. δολάρια. Η άνοδος των μετοχών τους μάλιστα συνέβαλε καθοριστικά στην άνοδο των αμερικανικών χρηματιστηρίων.