«Καλλιτέχνης είναι εκείνος που μπορεί να κάνει σερφ στα παράσιτα της ψυχής, να ισορροπεί πάνω στη σανίδα την ίδια ώρα που ακούει το βασανιστικό εσωτερικό βουητό» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του. Ο Γιώργος Λάππας, ο σημαντικός έλληνας γλύπτης που έφυγε αιφνίδια από τη ζωή το 2016 σε ηλικία 66 ετών, αποτελεί ένα σημείο αιχμής στην εν εξελίξει τοπολογία της νεότερης ελληνικής γλυπτικής από τις πρώτες ήδη εγκαταστάσεις του, τις τρισδιάστατες κατασκευές που διατάσσονται στον χώρο με διαφορετικούς τρόπους, ως την αμιγώς ανθρωποκεντρική στροφή του τη δεκαετία του ’90 με τις χαρακτηριστικότατες κόκκινες φιγούρες. Ο Λάππας μοιάζει να παραμέρισε τη στατικότητα της γλυπτικής, να της πρόσφερε χρώμα και να πειραματίστηκε μέσα από τη μεταμόρφωση της προσωπικής εμπειρίας σε τέχνη.

Ο γλύπτης Γιώργος Λάππας

Βαθιά στοχαστικός, πολίτης του κόσμου, γεννημένος στο Κάιρο, το παιδί στη μνήμη του οποίου χαράχθηκε για πάντα η «φωτεινή πίεση πίσω από ένα χρώμα» που έβλεπε πίσω από τις μπλε κόλλες που κολλούσαν στα παράθυρα για συσκότιση κατά τους βομβαρδισμούς της πόλης από τους Αγγλους στη διάρκεια του πολέμου του Σουέζ το ’56, υπήρξε πολυταξιδεμένος με σπουδές στην κλινική ψυχολογία, στην αρχιτεκτονική και τέλος στην τέχνη. Τη δεκαετία του ’80 ήταν το enfante terrible της εικαστικής πρωτοπορίας και υπήρξε πρεσβευτής της Ελλάδας στο εξωτερικό, όπως στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1990 (μαζί με τον Γιάννη Μπουτέα), παρουσιάζοντας ακόμη το έργο του σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις και διοργανώσεις, όπως η έκθεση «Μetropolis» στο Μartin Gropius Bau το 1991.

Ταυτόχρονα δίδαξε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1992. «Πιστεύω ότι υπήρξα καλός δάσκαλος γιατί έχω ένα πηγαίο χάρισμα κωμικού ηθοποιού. Μέσα από αυτό μπορώ να σπάω τον τρόμο του ιλίγγου και να βοηθώ τους φοιτητές να μανουβράρουν την έλξη του και να εποπτεύουν την έννοια του βάθους» είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του. Στην Γκαλερί Citronne παρουσιάστηκε στις 24 Οκτωβρίου η ατομική έκθεσή του με τίτλο «Eerie Walk» σε επιμέλεια της συζύγου του και γνωστής γλύπτριας Aφροδίτης Λίτη, της ιστορικού τέχνης και διευθύντριας της γκαλερί Τατιάνας Σπινάρη και του καθηγητή της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Γιώργου Τζιρτζιλάκη, οποίος υπήρξε προσωπικός φίλος του αλλά και βαθύς γνώστης του έργου του.

Κυρία Σπινάρη, διοργανώνετε την τέταρτη ατομική έκθεση του Γιώργου Λάππα. Αλήθεια, θυμάστε την πρώτη γνωριμία μαζί του;

«Γνώρισα τον Γιώργο Λάππα το καλοκαίρι του 2012, όταν οργανώναμε την έκθεση της Αφροδίτης Λίτη στην γκαλερί Citronne στον Πόρο. Αργότερα, τον συνάντησα στο εργαστήριό του στη Νέα Ιωνία. Κρατώ αναλλοίωτη στη μνήμη μου την εντύπωση από αυτό το εργαστήριο, ένα παλαιό εργοστάσιο υφαντουργίας στην προσφυγική συνοικία της Νέας Ιωνίας, κοντά στην κοίτη του αρχαίου χειμάρρου Ποδονίφτη. Η προσωπικότητα, το ύφος και τα έργα του καλλιτέχνη συνταυτίζονταν με τον χώρο αυτόν ο οποίος έμοιαζε να λειτουργεί διαχρονικά, μεταφυσικά σχεδόν, απαλείφοντας τις αποστάσεις. Ο Λάππας είχε φτιάξει εκεί μια εικαστική «κατοικία» η οποία στέγαζε βιώματα, ταξίδια, περιοδείες, εντυπώσεις, εμπειρίες. Η Αφροδίτη Λίτη συχνά αναφέρει τον ενθουσιασμό του όταν ανακάλυψε αυτόν τον «μαγικό» χώρο και τον οργάνωσε ως κοινό τους εργαστήριο. Τότε είχαμε συζητήσει μια πιθανή συνεργασία, τη διοργάνωση μιας έκθεσης. Ο πρόωρος θάνατός του ανέκοψε τα άμεσα σχέδια. Η έκθεση όμως, χάρη στην Αφροδίτη Λίτη, πραγματοποιήθηκε post mortem τον Μάιο του 2017 στον Πόρο. Aκολούθησαν δύο ακόμη εκθέσεις στον χώρο της γκαλερί στην Αθήνα».

Πώς αποφασίστηκε η οργάνωση της έκθεσης «Eerie Walk»;

«Στην Γκαλερί Citronne επιδιώκουμε η κάθε έκθεση να εκτυλίσσεται μέσα σε μια θεματική την οποία φέρνει στην επιφάνεια και καθορίζει η εναλλασσόμενη παγκόσμια προβληματική. Στο πνεύμα αυτό παρουσιάζονται συχνά οι ίδιοι καλλιτέχνες, αλλά η εκάστοτε έκθεσή τους διαφέρει καθώς αποκαλύπτει νέες πλευρές ή εκφράσεις τους. Ανοίγονται έτσι διαφορετικές προσεγγίσεις των έργων ή της εκθεσιακής θεματικής. Σκοπός αυτής της έκθεσης είναι να φωτίσει τις «αόρατες» διαδρομές της σκέψης του Γιώργου Λάππα, τον ιδιαίτερο τρόπο της εργασίας του και τον νοηματικό πυρήνα του έργου του. Στον αθηναϊκό εκθεσιακό χώρο της γκαλερί, μια ad hoc διασκευασμένη αστική κατοικία, επιχειρείται να αποδοθεί η ατμόσφαιρα του εργαστηρίου του καλλιτέχνη, η οποία, όπως προανέφερα, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τις δημιουργίες του. Σε αυτή την προσπάθεια έχει μεταφερθεί και εκτίθεται ένα ημιτελές έργο μνημειακών διαστάσεων· επίσης, μια ομάδα «ασύντακτη», ένα σύνολο από μεταλλικά μικρά γλυπτά, όπως βρέθηκαν στο εργαστήριο. Στην παράθεση αυτή διακρίνεται ο απρόβλεπτος συνδυασμός της μεγάλης με τη μικρή κλίμακα. Πρόκειται για μια πρακτική η οποία «τάραξε» τη συμβατική αίσθηση του μέτρου. Ο Λάππας αναφερόταν συχνά σε αυτήν την «παράδοξη» ανάμειξη του μικρού με το μεγάλο, την οποία ο ίδιος θεωρούσε φυσική. Είχε κατά νου την αρχαία αιγυπτιακή τέχνη, τις παραστάσεις που είχε ως παιδί από τα στοιβαγμένα διαφορετικών μεγεθών έργα στις προθήκες του Μουσείο Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων του Καΐρου».

Γιώργος Λάππας. Ανδρική Φιγούρα, 2015. Σφυρήλατο σίδερο και χυτό αλουμίνιο. 230 x 130 x 160 εκ. Παραχώρηση CITRONNE Gallery.

Oπως αναφέρατε, κυρίαρχο έργο της έκθεσης αποτελεί ένα ημιτελές σε εξέλιξη έργο του, ένας σκελετός μεταλλικών ράβδων που φτάνουν σχεδόν τα 2,5 μέτρα σε ύψος.

«Πρόκειται για τμήματα από παλαιότερα έργα τα οποία ο καλλιτέχνης αποσυνέθεσε για να τα ανασυνθέσει σε νέα σύνολα. Η αποδιάρθρωση-αναδιάρθρωση ήταν συχνή τακτική στον τρόπο της εργασίας του Γιώργου Λάππα, η οποία αποτυπώνεται στον αρθρωτό χαρακτήρα της συναρμολόγησης σε πολλά από τα γλυπτά του. Το συγκεκριμένο έργο το δούλευε από το 2011 έως τον θάνατό του το 2016. Η Αφροδίτη Λίτη επισημαίνει ότι ένα από τα έργα τα οποία ο Λάππας διέλυσε και, στη συνέχεια, χρησιμοποίησε τμήματά του είναι η προγενέστερη «Κηπουρίνα». Η μεγάλη μπλε φωτεινή τσουγκράνα, η οποία παρουσιάζεται στην έκθεση, σε κάποια απόσταση από το ημιτελές γλυπτό, είναι ένα από αυτά τα τμήματα το οποίο ο Λάππας κράτησε ως ανεξάρτητο γλυπτό».

Ποια είναι τα υπόλοιπα έργα που βλέπουμε στην έκθεση;

«Η αναφορά στην ανθρώπινη μορφή είναι το κοινό στοιχείο των επιλεγέντων έργων. Η κίνηση και η μεταβλητότητα, η ισορροπία και το νοητό πέρασμα από τη μια χρονική στιγμή στην άλλη, οι διαφορετικές «φάσεις» σε ένα στιγμιότυπο, ο προσδιορισμός του χώρου με σημεία όπου συναντήθηκαν διαφορετικές μορφές είναι οι παράμετροι τις οποίες αποσκοπεί να αναδείξει η έκθεση «Eerie Walk». Το γλυπτό «Xαρούμενος Ανθρωπος» (2010), το οποίο ισορροπεί σε στάση δρασκελισμού, αποτελεί μια εκδοχή του «Ισορροπιστή» ή του «Ακροβάτη». Πρόκειται για αρχετυπικές μορφές και ψυχικές καταστάσεις τις οποίες ο Γιώργος Λάππας ταύτιζε με την ταυτότητα του καλλιτέχνη. Οι μορφές αυτές βρίσκονται σε μια μετέωρη συνθήκη, ανάμεσα στην κίνηση και στην αγκύλωση, στην αιώρηση και στην πτώση, στη σταθερότητα και στην αστάθεια, στον κάθετο και στον οριζόντιο άξονα. Σηματοδοτούν, δηλαδή, μια ενδιάμεση κατάσταση, ένα μεταίχμιο. Την κίνηση, τη μετακίνηση και τη μεταβλητότητα εκφράζει και ο «Ταξιδιώτης» (2014), μια άλλη διακριτή μορφή με αυτοβιογραφική χροιά και διαπολιτισμικές αναφορές. Την εσωτερική κίνηση, δηλαδή τη διανοητική εγρήγορση, εκφράζει η «Μπλε Ξαπλωτή Φιγούρα» (2008), ένας επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας-μοτίβο, ο οποίος παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στις ξαπλωτές, νωχελικές φιγούρες των Αιγυπτίων στη γενέτειρα πόλη του καλλιτέχνη. Eνας άλλος χαρακτήρας, ο «Kηπουρός» (2011), κρατά αντί για τσουγκράνα μια ράβδο που καταλήγει σε φωτεινό κυκλικό σχήμα· υποδηλώνει την καλλιέργεια και, μεταφορικά, τη δημιουργία».

Φωτογραφία εγκατάστασης από την έκθεση «Eerie Walk» του Γιώργου Λάππα στη CITRONNE Gallery, Αθήνα.

Γιατί επιλέξατε τον τίτλο «Eerie Walk»;

«Ο τίτλος αυτός, σε ελεύθερη μετάφραση ένα «αλαφροϊσκιωτο βάδισμα», προέκυψε από τη συνεργασία μου με τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη, συνεπιμελητή της έκθεσης μαζί με την Αφροδίτη Λίτη. Επαναλαμβάνει τον τίτλο τον οποίο είχε δώσει ο Γιώργος Λάππας το 1993 σε ένα παλαιότερο έργο. Φυσικά, ο τίτλος αυτός σχετίζεται και πάλι με το στοιχείο της υπέρβασης. Ο αλαφροΐσκιωτος στην ελληνική παράδοση είναι ένα πρόσωπο με «ελαφρύ ίσκιο»· δηλαδή ένα πρόσωπο μετέωρο μεταξύ γης και ουρανού, μεταξύ απτής αισθητής πραγματικότητας και μεταφυσικής. Οι αλαφροΐσκιωτοι «…διηγοῦντο πολλάκις ὅτι ἔβλεπαν ἐξωτικὰ πράγματα, ἀλλὰ ὠμίλουν μὲ φιλόφρονα γλῶσσαν περὶ τῶν φαντασμάτων», όπως μας περιγράφει στο ομώνυμο διήγημά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το «Eerie Walk»είναι το άυλο, η απουσία, η σκιά, η υπόμνηση της ρέουσας δημιουργίας, η αντίληψη κάποιου αδιόρατου συναισθήματος, η προκαλούμενη αίσθηση ιλίγγου· είναι, επίσης, ο «σπλαχνικός βόμβος», τον οποίο, σύμφωνα με τον καλλιτέχνη, πρέπει να εκπέμπει ένα σπουδαίο έργο τέχνης»».

Τι πιστεύετε ότι αποκαλύπτει αυτή η έκθεση για τη γλυπτική του Γιώργου Λάππα;

«H έκθεση προβάλλει ένα ιδιαίτερο στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζει όλα σχεδόν τα έργα του Λάππα. Πρόκειται για μια αίσθηση εκκρεμότητας, αναμονής. Το έργο δεν «τελειώνει», δηλαδή δεν έχει επιτελέσει τον σκοπό του. Θα συνεχιστεί στο διηνεκές. Αυτό το νόημα έχει ενδεχομένως η διάρθρωση – αποδιάρθρωση – αναδιάρθρωση των γλυπτών που εκτίθενται».

Τι ρόλο έπαιζε το φως και η σκιά στο έργο του;

«Αντί της μάζας και του όγκου, ο Γιώργος Λάππας έπλαθε τον χώρο και με το φως το οποίο αποκτά χαρακτηριστικά μάζας και, ταυτοχρόνως, ρευστοποιεί τη μάζα. Χρησιμοποιεί το φως για πρώτη φορά στην σειρά «Ποταμοφόδια», στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ως φωτεινά ποτάμια ανάμεσα σε αντίσκηνα. Πρόκειται για κατόψεις ποταμών τους οποίους ο καλλιτέχνης έφτιαξε από χάρτες. Τα γλυπτά του Γιώργου Λάππα πολλές φορές φωτίζονται όχι μόνο εσωτερικά, αλλά και εξωτερικά, με προβολείς. Αποκτούν, έτσι, μια παλλόμενη παρουσία η οποία προσομοιάζει με ένα ενεργειακό πεδίο. Τα έργα εκπέμπουν, επικοινωνούν, συναντούν το βλέμμα του θεατή. Δεν είναι απλώς αντικείμενο, αλλά και υποκείμενο θέασης».

Γιώργος Λάππας. Μπλε ξαπλωτή φιγούρα, 2008. Μέταλλο, πλαστικό ύφασμα και ηλεκτρικές λυχνίες. 50 x 40 x 120 εκ. Παραχώρηση CITRONNE Gallery.

Το γεγονός ότι ο Λάππας γεννήθηκε στην Αίγυπτο πόσο επηρέασε το έργο του;

«Η αφετηρία στο έργο του Λάππα είναι βιωματική. Γεννήθηκε στο Κάιρο το 1950. Η πολιτική κατάσταση και οι συνεπαγόμενες ταραχές στην Αίγυπτο ανάγκασαν την οικογένεια Λάππα να φύγει και να μετεγκατασταθεί στην Αθήνα το 1958. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης έλεγε πως η παλαιά καθημερινότητα της ζωής του στην Αίγυπτο αποτελούσε «τη σπονδυλική στήλη όλης της γεωγραφίας της δουλειάς» του. O Λάππας μιλούσε και έγραφε σε τρεις γλώσσες, αγγλικά, ελληνικά, αραβικά. Η τριπλή αυτή δεξιότητα δεν είναι απλώς γλωσσική· είναι απόρροια μιας τριπλής βιωματικής παιδείας, η οποία γίνεται αντιληπτή στην απουσία γεωγραφικών, εθνικών και πολιτισμικών ορίων στο έργο του. Το κατ’ εξοχήν βιωματικό έργο του Γιώργου Λάππα είναι υποβλητικό, αλλά διαθέτει και το χιούμορ του αλλόκοτου. Συνδέει το προσωπικό στοιχείο με την ιστορία και τη μνήμη· αντλεί και μετασχηματίζει αποσπάσματα από την ιστορία της τέχνης και τους μύθους· στέκεται στη διασταύρωση των πολιτισμών· πλάθει μια υπερβατική εικόνα της ανθρωπότητας. Κυρίως, δοκιμάζει διαρκώς και ποικιλοτρόπως τα όρια του καλλιτεχνικού μέσου και της εικόνας, της θέασης του έργου τέχνης και του χώρου».

Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι ο Λάππας πολλές φορές στα έργα του προχωρά σε μια καλλιτεχνική μεταμόρφωση μιας προσωπικής εμπειρίας του; Για παράδειγμα, η «Ξαπλωτή Φιγούρα», ένας χαρακτήρας-μοτίβο που επαναλαμβάνεται στο έργο του, φαίνεται να είναι εμπνευσμένη από την γκουβερνάντα του που καταγόταν από το Σουδάν….

«Ο Λάππας πίστευε ότι η ζωή του καλλιτέχνη και το έργο του είναι ενιαία οντότητα. Η «Ξαπλωτή Φιγούρα» στην οποία αναφέρεστε είναι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό δείγμα εικαστικής γραφής. Παραπέμπει, ενδεχομένως, στην γκουβερνάντα του καλλιτέχνη στα πρώιμα παιδικά του χρόνια στην Αίγυπτο. Αποτελεί όμως και ένα αρχέτυπο, μια άχρονη αναφορά σε έναν κόσμο παρελθόντα, αλλά πάντα παρόντα στην έμπνευση και την έκφραση του καλλιτέχνη».

Το ευρύ κοινό τον γνώρισε μέσα από τις φιγούρες του, κυρίως τις κόκκινες που έλαμπαν από φως. Υπάρχει και ένας Λάππας που αγνοούμε;

«Υπάρχουν μεγάλες ενότητες πειραματικών έργων του Λάππα και εγκαταστάσεις οι οποίες δεν είναι ευρέως γνωστές. Ο «άγνωστος» Λάππας, ο Λάππας τον οποίο αγνοούμε, πάντως, βρίσκεται στην παρουσία και στη λειτουργία του στην εικαστική εκπαίδευση, ως καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου και εισήγαγε μια ριζοσπαστική μέθοδο διδασκαλίας. Ελπίζω ότι στο εγγύς μέλλον θα μελετηθεί και θα αναδειχθεί και αυτή η ενεργός όψη της προσωπικότητάς του».

«Eerie Walk» στην Γκαλερί Citronne (Πατριάρχου Ιωακείμ 19 – 4ος όροφος). Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 9 Δεκεμβρίου.