Η χώρα μας έχει μία ιστορική ευκαιρία: να αλλάξει. Αυτή η δυνατότητα δεν ήρθε με εύκολο τρόπο. Είναι το αποτέλεσμα διαδοχικών κρίσεων που αφήνουν το ισχυρό τους αποτύπωμα στον κοινωνικό ιστό, στην οικονομική δομή και στο πολιτικό μας σύστημα. Ξεχνάμε – υπό την πίεση της μικροπολιτικής διαχείρισης – ότι η Ελλάδα πολύ πρόσφατα, το 2018, εξήλθε από τη σκληρή μνημονιακή επιτροπεία. Ηταν η πρώτη φορά ύστερα από χρόνια που συνέτρεχαν παράγοντες για μια μεταβολή μακράς διάρκειας: τα δημόσια οικονομικά είχαν μπει σε τάξη, η οικονομία εμφάνιζε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και η κοινωνία αποκτούσε εκ νέου αυτοπεποίθηση και εξωστρέφεια. Ακολούθησαν διαδοχικές διαψεύσεις: η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μέσα σε λίγους μήνες μείωσε κατά 50% την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, ενώ η αναποτελεσματική διαχείριση της πανδημίας μας οδηγεί σε μια εξαιρετικά δύσβατη καμπή – με την κοινωνία κουρασμένη και την πραγματική οικονομία εξαντλημένη. Παρ’ όλα αυτά, η δυνατότητα υπάρχει. Αυτή τη φορά δεν την τροφοδοτεί η θετική εικόνα της χώρας, αλλά κάτι βαθύτερο: η στρατηγική συνειδητοποίηση ότι η ριζική αλλαγή δεν είναι μια πολυτέλεια. Είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την ασφάλεια της κοινωνίας, την ανασύνταξη της οικονομίας, την ίδια τη θωράκιση – και επιβίωση – της χώρας.

Δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Η σύγχρονη συζήτηση γύρω από το νέο κοινωνικό συμβόλαιο υπογραμμίζει το συμπέρασμα από τις επάλληλες κρίσεις των αρχών του 21ου αιώνα: θα πρέπει να σκεφτούμε οραματικά, να πράξουμε ριζοσπαστικά, να αμφισβητήσουμε τα δόγματα που καθόρισαν τον βηματισμό του πλανήτη τις τελευταίες δεκαετίες. Η δημοσιονομική, η υγειονομική και η κλιματική κρίση δεν αφήνουν άλλα περιθώρια για business as usual. Σε αυτό το σημείο είμαστε άτυχοι. Η ελληνική κυβέρνηση φοβάται τη συζήτηση αυτή. Οι ιδεολογικές της αποσκευές και οι δεσμεύσεις της απέναντι σε ισχυρά συμφέροντα την οδηγούν σε μια ιδιότυπη εσωστρέφεια που με τη σειρά της έχει κοινωνικές επιπτώσεις. Το πρόσφατο παράδειγμα της έκρηξης του ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις είναι ενδεικτικό. Η εμμονή στην «αυτορρύθμιση της αγοράς», η εγγενής αποστροφή προς την ιδέα της κρατικής παρέμβασης, η θρησκευτικού τύπου προσήλωση στις ιδιωτικοποιήσεις (ακόμα και φυσικών μονοπωλίων όπως τα δίκτυα ενέργειας) οδηγούν σε πολιτικές επιλογές που δυναμιτίζουν την κοινωνική συνοχή και υπονομεύουν τις προοπτικές της παραγωγικής βάσης της χώρας. Τη στιγμή που διεθνώς πυκνώνει η συζήτηση για την αναγκαιότητα του δημόσιου σχεδιασμού, της κρατικής ρύθμισης, της πράσινης μετάβασης με κοινωνικό πρόσημο, εδώ η κυβέρνηση πορεύεται πάνω στα χνάρια του γνώριμου που με τη σειρά του οδηγεί σε γνώριμα αδιέξοδα. Για τη Νέα Δημοκρατία το στρατηγικό όραμά της εξαντλείται στην οριστική παλινόρθωση εκείνου του μοντέλου – με τις πελατειακές σχέσεις, τη συρρίκνωση του δημόσιου συμφέροντος και την προκλητική ενίσχυση των λίγων και ισχυρών – που μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, στη δίνη της ύφεσης, στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω