«Η μικρότερη από τις μεγάλες χώρες της ΕΕ». Η συγκεκριμένη φράση συνόδευε επί δεκαετίες την Ολλανδία, στην προσπάθεια να αποδοθεί η αντίστιξη ανάμεσα στο μικρό μέγεθος της χώρας και το οικονομικό και διπλωματικό της κύρος.

Στην τελική ευθεία προς τις εκλογές της 29ης Οκτώβρη, η ίδια χώρα, βιώνει έναν πρωτοφανή κατακερματισμό, που καθιστά τον σχηματισμό κυβέρνησης πραγματικό γρίφο. Την ίδια ώρα, για ακόμη μια φορά, μεγάλη κερδισμένη των εκλογών αναδεικνύεται η ευρύτερη Ακροδεξιά.

Πολυδιάσπαση

Λίγες ώρες προτού ανοίξουν οι κάλπες, τα δημοσκοπικά ευρήματα συντείνουν στο ίδιο συμπέρασμα: Φαβόρι για την πρώτη θέση παραμένει το ακροδεξιό Κόμμα για την Ελευθερία (PVV) του Γκερτ Βίλντερς, του ανθρώπου που εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί στην πολιτική ζωή της Ολλανδίας επί είκοσι συναπτά έτη, παρότι δεν έχει χρηματίσει σε κυβερνητικό αξίωμα και διαθέτει την πρωτοτυπία να αποτελεί το μοναδικό μέλος του κόμματός του.

Ένας από τους πιο σκληρούς επικριτές του Ισλάμ, υπέρμαχος της εξόδου της χώρας του από την Ευρωπαϊκή Ένωση και σφόδρα αντίθετος στην ενίσχυση της εμπόλεμης Ουκρανίας, ο 62χρονος πολιτικός διατείνεται ότι θέλει να μειώσει τον αριθμό των αιτούντων άσυλο στο μηδέν.

Ήταν ο ίδιος άλλωστε ο οποίος ευθύνεται για την κατάρρευση της απερχόμενης κυβέρνησης συνεργασίας, από την οποία αποχώρησε απαιτώντας αυστηρότερες πολιτικές απέλασης μεταναστών και στρατιωτική επιτήρηση των συνόρων. Από αυτή την κυβέρνηση εξάλλου (η οποία είχε 11 μήνες ζωής), μόνο το κόμμα του Βίλντερς βγαίνει ωφελημένο. Οι υπόλοιπες τρείς παρατάξεις που συμμετείχαν σε αυτή αναμένεται να υποστούν απώλειες, με το άλλοτε κραταιό κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα Δημοκρατίας και Ελευθερίας (VVD) να καταγράφει τις μικρότερες, ενώ Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο και Κίνημα Αγροτών δίνουν μάχη κοινοβουλευτικής επιβίωσης.

Είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση ρευστότητας που πριμοδοτεί την άνοδο κομματικών και σχηματισμών, που αφενός τηρούν αποστάσεις από την Ακροδεξιά και αφετέρου έχουν ισχυρή κυβερνητική εμπειρία. Έτσι ερμηνεύεται –εν μέρει τουλάχιστον- η υψηλή καταγραφή του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDA), του φιλελεύθερου D66 και της κεντροαριστερής συμμαχίας μεταξύ Πράσινης Αριστεράς και Εργατικού Κόμματος (GroenLinks-PvdA). Παρότι οι τρείς σχηματισμοί κονταροχτυπιούνται για τη δεύτερη θέση, ταυτόχρονα, είναι οι μόνοι που αν συνδυάσουν τις δυνάμεις τους μπορούν να συνθέσουν μια κυβέρνηση που να αποκλείει τις δυνάμεις της Ακροδεξιάς.

Κρίσιμο ρόλο την επόμενη μέρα των εκλογών θα διαδραματίσει ποιος θα αποτελέσει τον πρώτο μεταξύ των ίσων της αντιπολίτευσης. Σε περίπτωση που η κεντροαριστερή συμμαχία υπερισχύσει, διεκδικώντας την ηγεσία της εκτελεστικής εξουσίας, θα είναι δυσκολότερη η συμμετοχή συντηρητικότερων κομμάτων με σημαντική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, όπως το VVD, που βλέπουν αρνητικά το ενδεχόμενο μιας αριστερόστροφης κυβέρνησης. Αντίθετα, αν ένα από τα άλλα δύο αντιπολιτευτικά κόμματα έχουν το προβάδισμα, διευκολύνει μια τέτοια προοπτική.

Ατζέντα εσωστρέφειας

Πέρα από τις μετεκλογικές συμμαχίες και τους κοινοβουλευτικούς υπολογισμούς αξίζει να δοθεί έμφαση σε δύο ιδιαιτερότητες, που χαρακτηρίζουν αυτές τις εκλογές στις Κάτω Χώρες, εξηγώντας και την σταθερή σαγήνη που εξακολουθεί να εξασκεί πρωτίστως το κόμμα του Βίλντερς και δευτερευόντως άλλοι μικρότεροι σχηματισμοί της ίδια πολιτικής οικογένειας, όπως το JU21 ή το Φόρουμ για τη Δημοκρατία (FvD).

Η πρώτη αφορά την εσωστρέφεια της πολιτικής συζήτησης, όπως αυτή ξεδιπλώθηκε κατά την προεκλογική περίοδο. Ζητήματα όπως η στέγαση, η δημόσια υγεία και η μετανάστευση μονωπώλησαν τον δημόσιο διάλογο, με τον πόλεμο στην Ουκρανία ή τις γεωπολιτικές προεκτάσεις της ανάληψης του ελέγχου της κινεζικής Nexperia από το ολλανδικό κράτος να αφήνουν όπως όλα δείχνουν παγερά αδιάφορους τους πολίτες της χώρας.

«Για μια οικονομία που εξαρτάται σε τόσο μεγάλο βαθμό από το παγκόσμιο εμπόριο είναι εντυπωσιακό πως η όποια κουβέντα για εξωτερική πολιτική εξαντλήθηκε στις αμυντικές δαπάνες» σημειώνει η Κάτια Μπέγκο, ερευνήτρια της δεξαμενής σκέψης Chatham House, επισημαίνοντας ότι η πιθανότητα συγκρότησης μιας κυβέρνησης φιλικότερης στην Ευρώπη, θα αποκαταστήσει το προφίλ της χώρας ως χώρας με ισχυρό αποτύπωμα σε ΝΑΤΟ και ΕΕ. Είναι αυτή η τάση για επιστροφή στις εγχώριες υποθέσεις, που δημιουργεί ευκαιρίες κατάλληλες για πολιτική δράση, με τα κόμματα να επιλέγουν θεματική αναλόγως της τοποθέτησης τους στο πολιτικό φάσμα (Αριστερά και Κέντρο επικεντρώνουν στην κοινωνική ατζέντα, Δεξιά και Ακροδεξιά στο μεταναστευτικό ζήτημα).

Όσο για τη δεύτερη ιδιαιτερότητα, αυτή αφορά την εμπέδωση του ακροδεξιού λόγου και την κανονικοποίησή του. «Η λογική της υγειονομικής ζώνης εφαρμόζεται δεν εφαρμόζεται το ίδιο απέναντι σε όλους» επισημαίνει ο πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια, Κας Μούντε, τονίζοντας πως τα δεξιά κόμματα έχουν υιοθετήσει την ατζέντα της Άκρας Δεξιάς σε ότι αφορά τη μετανάστευση, με τα κόμματα της κεντρώας και κεντροαριστερής αντιπολίτευσης να ακολουθούν την ίδια τακτική, αν και σε ηπιότερη μορφή. Δεν είναι τυχαίο που σε αυτό το κλίμα διαμορφώνεται μια εικόνα τριχοτόμησης του πολιτικού συστήματος, με Ακροδεξιά, Δεξιά και ευρύτερη Αριστερά να σχηματίζουν πόλους ανταγωνιστικούς και ευμεγέθεις, προδιαγράφοντας μια εικόνα ήδη γνώριμες σε χώρες σαν τη Γαλλία ή την Ιταλία.