Ο τρίτος κύκλος των ακροάσεων των υποψηφίων που ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επιλέξει για να υπηρετήσουν σε κορυφαίες θέσεις στην κυβέρνησή του ολοκληρώθηκε αυτήν την εβδομάδα – και ήταν ο πιο ενδιαφέρων έως τώρα. Αυτό διότι τρεις από τους πιο αμφιλεγόμενους υποψηφίους του νέου προέδρου των ΗΠΑ αντιμετώπισαν τις αιχμηρές ερωτήσεις των Γερουσιαστών, με την επικύρωσή τους να είναι αμφίβολη.
Απέναντι στις επιτροπές της Γερουσίας βρέθηκε την Τετάρτη ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ, υποψήφιος για το υπουργείο Υγείας, και την Πέμπτη ο Κας Πατέλ για την ηγεσία του FBI και η Τάλσι Γκάμπαρντ για την ηγεσία των Εθνικών Μυστικών Υπηρεσιών.
Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ
Ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ πέρασε τρεισήμισι ώρες ενώπιον της επιτροπής της Γερουσίας, με την πίεση να είναι ασφυκτική. Η πολύωρη ακρόαση ήταν αμφιλεγόμενη, ταραχώδης και κατά καιρούς διακόπτονταν από διαδηλωτές.
Αναμενόμενα, οι Δημοκρατικοί «στρίμωξαν» τον Κένεντι για τις επανειλημμένες αντιεμβολιαστικές δηλώσεις του, με τον ίδιο να προσπαθεί να πείσει πως δεν είναι κατά των εμβολίων και των φαρμακοβιομηχανιών, ενώ δεσμεύτηκε να ακολουθήσει την επιστήμη ως υπουργός Υγείας. Ωστόσο, ο Κένεντι αρνήθηκε επανειλημμένως να αναγνωρίσει ότι τα παιδικά εμβόλια δεν προκαλούν αυτισμό ή ότι τα εμβόλια κατά του Covid-19 έσωσαν ζωές.

AP Photo/Rod Lamkey, Jr.
Παράλληλα, δυσκολεύτηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με προγράμματα και ευθύνες που εμπίπτουν στο υπουργείο Υγείας. Αντίθετα, επανερχόταν συχνά στο σύνθημά του «Κάντε την Αμερική Υγιή Ξανά», το οποίο βασίζει στο ότι οι Αμερικανοί πάσχουν από μια «επιδημία χρόνιας νόσου» και πως ο ίδιος είναι ο μεταρρυθμιστής που μπορεί να λύσει αυτό το πρόβλημα.
Οι Δημοκρατικοί της Επιτροπής σχολίασαν επανειλημμένως ότι οι απαντήσεις του Κένεντι κατέδειξαν την έλλειψη ικανοτήτων του για το αξίωμα. Δεν είναι σαφές εάν θα καταφέρει να εγκριθεί ως υπουργός Υγείας, καθώς μπορεί να αντέξει να χάσει μόνο τρεις ψήφους Ρεπουμπλικανών, με δεδομένο πως όλοι οι Δημοκρατικοί θα αντιταχθούν στην υποψηφιότητά του.
Τάλσι Γκάμπαρντ
Η Τάλσι Γκάμπαρντ, η αντισυμβατική επιλογή του Τραμπ για τη θέση της διευθύντριας των Εθνικών Μυστικών Υπηρεσιών, απογοήτευσε τόσο τους Δημοκρατικούς όσο και τους Ρεπουμπλικανούς στην Επιτροπή της Γερουσίας – τόσο που η υποψηφιότητά της θεωρείται η πιο αβέβαιη από όλες. Η Γκάμπαρντ, πρώην βουλευτής των Δημοκρατικών, αντιμετώπισε επίσης αιχμηρά ερωτήματα, λόγω του παρελθόντος της.
Αρχικά, κλήθηκε να απαντήσει για τη στάση της σχετικά με τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς έχει κατηγορηθεί ότι επαναλαμβάνει τη ρωσική προπαγάνδα για να δικαιολογήσει την εισβολή του Πούτιν. Μάλιστα, η ρωσική κρατική τηλεόραση μετέδωσε τα σχόλιά της σχετικά με τον «δικαιολογημένο πόλεμο» και την αποκάλεσε «η φίλη μας Τάλσι» – κάτι που επίσης αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της ακρόασής της.
Επιπλέον, Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί ρώτησαν τη Γκάμπαρντ σχετικά με την υποστήριξή της προς τον Έντουαρντ Σνόουντεν, τον πληροφοριοδότη της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας που διέρρευσε εκατομμύρια απόρρητα έγγραφα, τα οποία έδειχναν ότι οι ΗΠΑ διενεργούσαν παράνομες παρακολουθήσεις πολιτών τους και βρήκε καταφύγιο στη Μόσχα. Η θέση των ΗΠΑ είναι πως οι διαρροές απείλησαν την αμερικανική εθνική ασφάλεια, γι’ αυτό οι γερουσιαστές ρώτησαν την υποψήφια πολλές φορές αν θεωρεί προδότη τον Σνόουντεν – τον οποίο στο παρελθόν είχε αποκαλέσει «γενναίο» και υποστήριξε ότι έπρεπε να του χορηγηθεί αμνηστία. Εκείνη, προς αμηχανία των Ρεπουμπλικανών, αρνήθηκε να απαντήσει ναι ή όχι – το οποίο ενδεχομένως θα της κοστίσει.
Στη συνέχεια, αντιμετώπισε καταιγισμό ερωτήσεων σχετικά με σχόλιά της για τη Συρία, την οποία είχε επισκεφθεί το 2017, για να συναντήσει τον Μπασάρ αλ Άσαντ. Το ταξίδι εκείνο είχε προκαλέσει σφοδρή κριτική και από τα δυο κόμματα. Η Γκάμπαρντ υποστήριξε ότι έθεσε στον Άσαντ «σκληρές ερωτήσεις για τις ενέργειες του καθεστώτος του».
Προσπάθησε επίσης να αντιμετωπίσει «προληπτικά» τις σχετικές ερωτήσεις, λέγοντας στην εναρκτήρια ομιλία της: «Δεν έχω αγάπη για τον Άσαντ ή τον Καντάφι ή κανέναν δικτάτορα», ενώ πρόσθεσε ότι «δεν έκλαψε για την πτώση του καθεστώτος Άσαντ», τον Δεκέμβριο. «Αλλά σήμερα έχουμε έναν ισλαμιστή εξτρεμιστή επικεφαλής της Συρίας», κατέληξε.
Κας Πατέλ
Ο Κας Πατέλ, ο εκλεκτός του Ντόναλντ Τραμπ για να ηγηθεί του FBI, υποστήριξε με έμφαση την υποψηφιότητά του την περασμένη Πέμπτη, λέγοντας στους γερουσιαστές ότι ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει το βίαιο έγκλημα. Η υποψηφιότητά του είναι αμφιλεγόμενη , καθώς, κατά το παρελθόν, έχει καταφερθεί εναντίον του FBI, χαρακτηρίζοντάς το μεταξύ άλλων «βαθύ κράτος», ενώ είναι γνωστός για τις συνωμοσιολογικές του αντιλήψεις.
Ωστόσο, τα αμερικανικά μέσα θεωρούν πως, μετά την ακρόασή του, θα πάρει τελικώς το πράσινο φως από την Επιτροπή της Γερουσίας. Ενδιαφέρον έχει ότι ο Πατέλ διαχώρισε τη θέση του από τον Τραμπ, αναφορικά με την απονομή προεδρικής χάρης στους καταδικασθέντες για την επίθεση στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου 2021. Μεταξύ όσων έλαβαν χάρη είναι και καταδικασμένοι για επιθέσεις κατά αστυνομικών και ο Πατέλ είπε ότι δε συμφωνούσε με τη μετατροπή «οποιασδήποτε ποινής οποιουδήποτε ατόμου που άσκησε βία κατά των αρχών επιβολής του νόμου» – χωρίς φυσικά να επικρίνει ρητά την κίνηση του Τραμπ.
Αρνήθηκε να αναγνωρίσει ρητά ότι ο Τραμπ έχασε τις προεδρικές εκλογές του 2020 και εν μέσω επανειλημμένων ερωτήσεων για την πίστη του στον Τραμπ, απέφυγε επίσης να απαντήσει ευθέως εάν θα παραιτηθεί εάν του δοθεί μια αντιδεοντολογική ή αντισυνταγματική εντολή από τον Λευκό Οίκο.