Ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ανησυχεί όλο και περισσότερο για τις στρεβλώσεις στην οικονομία της Ρωσίας εν καιρώ πολέμου, την ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ πιέζει για τον τερματισμό της σύγκρουσης στην Ουκρανία, δήλωσαν στο Reuters πέντε πηγές με γνώση της κατάστασης.

Η οικονομία της Ρωσίας, η οποία καθοδηγείται από τις εξαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και ορυκτών, αναπτύχθηκε δυναμικά τα τελευταία δύο χρόνια παρά τους πολλαπλούς γύρους δυτικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν μετά την εισβολή της στην Ουκρανία το 2022.

Ωστόσο, η εγχώρια δραστηριότητα έχει επιβαρυνθεί τους τελευταίους μήνες από τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και τα υψηλά επιτόκια που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, ο οποίος επιταχύνθηκε υπό το καθεστώς ρεκόρ στρατιωτικών δαπανών.

Αυτό έχει συμβάλει στην άποψη ενός τμήματος της ρωσικής ελίτ ότι είναι επιθυμητή μια διευθέτηση του πολέμου με διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με δύο από τις πηγές που γνωρίζουν τις σκέψεις στο Κρεμλίνο. Ο Τραμπ, ο οποίος επέστρεψε στα καθήκοντά του τη Δευτέρα, έχει υποσχεθεί να επιλύσει γρήγορα τη σύγκρουση στην Ουκρανία, τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

«Οι στόχοι του πολέμου έχουν επιτευχθεί»

Πέρυσι, η Ρωσία κατέγραψε τα πιο σημαντικά εδαφικά κέρδη της από τις πρώτες ημέρες του πολέμου και τώρα ελέγχει σχεδόν το ένα πέμπτο της Ουκρανίας.

Ο Πούτιν πιστεύει πως οι πιο κρίσιμοι στόχοι του πολέμου έχουν ήδη επιτευχθεί, περιλαμβανομένου του ελέγχου εδάφους που συνδέει την ηπειρωτική Ρωσία με την Κριμαία, και της αποδυνάμωσης του ουκρανικού στρατού, δήλωσε μία από τις πηγές που είναι εξοικειωμένη με τον τρόπο σκέψης του Κρεμλίνου.

Ο Ρώσος πρόεδρος παραδέχεται επίσης την πίεση που ασκεί ο πόλεμος στην οικονομία, δήλωσε η πηγή, που κάνει λόγο για «πραγματικά μεγάλα προβλήματα» όπως η επίδραση των υψηλών επιτοκίων στις μη στρατιωτικές εταιρίες και τη βιομηχανία. Η Ρωσία αύξησε τις αμυντικές δαπάνες στο μετασοβιετικό υψηλό του 6,3% του ΑΕΠ φέτος, που ισοδυναμεί με το ένα τρίτο του προϋπολογισμού. Οι δαπάνες είναι πληθωριστικές. Μαζί με τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε περίοδο πολέμου, έχουν οδηγήσει σε αύξηση των μισθών.

Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει επιδιώξει υψηλότερα φορολογικά έσοδα προκειμένου να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα.

Η ανησυχία του Πούτιν

Η δυσφορία του Πούτιν ήταν εμφανής σε μια συνάντηση στο Κρεμλίνο με επικεφαλής επιχειρήσεων το απόγευμα της 16ης Δεκεμβρίου, όπου επέπληξε ανώτατους οικονομικούς αξιωματούχους, σύμφωνα με δύο από τις πηγές, που έχουν γνώση των συζητήσεων για την οικονομία στο Κρεμλίνο και στην κυβέρνηση.

Μία από τις πηγές, που ενημερώθηκε μετά τη συνάντηση, είπε πως ο Πούτιν ήταν εμφανώς δυσαρεστημένος αφού άκουσε ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώνονται λόγω του πιστωτικού κόστους.

Το Κρεμλίνο έδωσε στη δημοσιότητα τα εισαγωγικά σχόλια του Πούτιν όπου επαινεί τις επιχειρήσεις αλλά δεν κατονόμασε κανέναν από τους συμμετέχοντες εκ μέρους των εταιριών στην κυρίως κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση. Το Ρόιτερς επιβεβαίωσε με μία πηγή πως η επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας Ελβίρα Ναμπιουλίνα δεν ήταν παρούσα.

Η Ναμπιουλίνα αντιμετωπίζει πιέσεις να μην αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια από δύο από τους πιο ισχυρούς τραπεζίτες της Ρωσίας — τον πρώην προϊστάμενό της, τον διευθύνοντα σύμβουλο της Sberbank Τζέρμαν Γκρεφ και τον διευθύνοντα σύμβουλο της VTB Αντρέι Κοστίν — που φοβούνται πως η Ρωσία βαίνει προς στασιμοπληθωρισμό, δήλωσε μία πηγή με γνώση των συζητήσεων για την οικονομία.

Η διάψευση για την κατάσταση της ρωσικής οικονομίας

Η ρωσική οικονομία είναι σταθερή και διατηρεί σχετικά υψηλό ρυθμό ανάπτυξης παρά ορισμένους προβληματικούς παράγοντες, είπε Ντμίτρι Πεσκόφ όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει την είδηση ​​του Reuters.

Ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ανησυχεί όλο και περισσότερο για τις στρεβλώσεις στην οικονομία της Ρωσίας εν καιρώ πολέμου, όπως ακριβώς και ο Ντόναλντ Τραμπ πιέζει για τον τερματισμό της σύγκρουσης στην Ουκρανία, σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν την κατάσταση αναφέρει το Reuters. Η Ρωσία θα ικανοποιήσει όλες τις στρατιωτικές και κοινωνικές υποχρεώσεις, πρόσθεσε ο Πεσκόφ.

«Όχι» στην παρουσία του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία

Η Ρωσία απέρριψε σήμερα την ιδέα να στείλουν οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ ειρηνευτικά στρατεύματα στην Ουκρανία σε περίπτωση που επιτευχθεί συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στον πόλεμο με τη Ρωσία, λέγοντας πως μία τέτοια κίνηση θα διακινδύνευε να προκαλέσει «ανεξέλεγκτη κλιμάκωση».

Η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα δήλωσε πως η ιδέα είναι εντελώς απαράδεκτη για τη Ρωσία. Σε συνέντευξη Τύπου, αναφέρθηκε σε πρόσφατες δηλώσεις του Βρετανού πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ και του Γερμανού υπουργού Άμυνας Μπόρις Πιστόριους σχετικά με το ενδεχόμενο οι χώρες τους να συνεισφέρουν στρατεύματα σε μια ειρηνευτική δύναμη στην Ουκρανία.

Ο Πιστόριους είπε σε συνέντευξη στις 18 Ιανουαρίου πως η Γερμανία, ως ο μεγαλύτερος εταίρος του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, θα έχει «προφανώς ρόλο να παίξει» και ότι το θέμα θα συζητηθεί εν ευθέτω χρόνω.

Ο Στάρμερ δήλωσε στις 16 Ιανουαρίου πως η Βρετανία συζητάει την ιδέα μιας ειρηνευτικής δύναμης με άλλους συμμάχους και ότι «εμείς θα αναλάβουμε πλήρως το μερίδιό μας». Η Ρωσία λέει πως είναι ανοικτή σε διάλογο με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, που έχει πει ότι σκοπεύει να οδηγήσει σύντομα σε ένα τέλος τον πόλεμο.

Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, που επιδιώκει συνάντηση με τον Τραμπ, δήλωσε προχθές, Τρίτη, πως τουλάχιστον 200.000 Ευρωπαίοι μέλη ειρηνευτικής δύναμης θα χρειάζονταν προκειμένου να αποτραπεί μια νέα ρωσική επίθεση έπειτα από οποιαδήποτε συμφωνία εκεχειρίας.