«Αν και η Μέση Ανατολή εξακολουθεί να πλήττεται από αιώνιες προκλήσεις, η κατάσταση στην περιοχή είναι πιο ήρεμη από ό,τι ήταν εδώ και δεκαετίες», έγραφε πριν από ένα χρόνο ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν. Το κείμενο του στο περιοδικό Foreign Affairs είχε δημοσιευτεί λίγο πριν από την εισβολή της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023 στο νότιο Ισραήλ – την πιο αιματηρή ημέρα στην ιστορία του εβραϊκού λαού μετά το Ολοκαύτωμα και την οποία θα ακολουθούσε η καταστροφή της Γάζας από το Ισραήλ.
Μπορεί ο Σάλιβαν να έγραφε το άρθρο του με τα τότε δεδομένα, όμως όπως εξηγεί η «Washington Post», στην ουσία επρόκειτο και για έναν «ευσεβή πόθο» των ΗΠΑ εκείνη την εποχή. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και οι αξιωματούχοι του αντιμετώπιζαν ήδη διάφορες γεωπολιτικές προκλήσεις – από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έως τον αναδυόμενο αγώνα με την Κίνα. Ήταν λοιπόν λογικό να ελπίζει σε μια «ήρεμη» Μέση Ανατολή.
Όμως, τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου και όσα ακολούθησαν μετά, βύθισαν για τα καλά τον Λευκό Οίκο στη Μέση Ανατολή, οδηγώντας σε έναν χρόνο αποτυχημένων αμερικανικών προσπαθειών να αποτρέψουν μια περιφερειακή ανάφλεξη και κάνοντας τον Μπάιντεν «να χάσει τον έλεγχο», όπως γράφει χαρακτηριστικά η αμερικανική εφημερίδα.
Οι τεταμένες σχέσεις ΗΠΑ – Ισραήλ
Αρχικά, μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός, που εδώ και μήνες προσπαθούν να επιτύχουν οι αμερικανοί αξιωματούχοι, «θεωρείται απίθανο να κλείσει πριν την αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ», δήλωσε στο «Βήμα» ο ισραηλινός δημοσιογράφος της «Haaretz» Γιόσι Μέλμαν. Παράλληλα, ένας περιφερειακός πόλεμος βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, με το Ισραήλ να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του κατά της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και να απειλεί για αντίποινα το Ιράν, από το οποίο δέχθηκε πυραυλικές επιθέσεις. Όλα αυτά έχουν βαθύνει το ρήγμα στη σχέση Μπάιντεν και Νετανιάχου, το οποίο έχει δημιουργηθεί ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο. Ενδεικτικό είναι πως οι δυο ηγέτες μίλησαν χθες για πρώτη φορά μετά από επτά εβδομάδες.
Όπως μας επισήμανε ο Γιόσι Μέλμαν, ο ισραηλινός πρωθυπουργός «περιμένει την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία», ενώ κατά καιρούς οι ακροδεξιοί κυβερνητικοί σύμμαχοί του, περιφρονούν τους κυβερνώντες Δημοκρατικούς.
Εντονη δυσπιστία μεταξύ Αμερικανών και Ισραηλινών αξιωματούχων
Στο ίδιο πλαίσιο, πρόσφατες αναφορές αμερικανικών και λοιπών διεθνών μέσων δείχνουν αυξανόμενη «δυσπιστία» μεταξύ των αξιωματούχων των ΗΠΑ και των ισραηλινών ομολόγων τους. Η κυβέρνηση Μπάιντεν φέρεται να εξοργίστηκε όταν το Ισραήλ δεν τους έδωσε καμία ενημέρωση για τα χτυπήματά που σκότωσαν τον ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα. Ο υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν, σύμφωνα με ρεπορτάζ της «WPost», ανέφερε ότι η κυβέρνηση του Νετανιάχου «παίζει με τα λεφτά του Λευκού Οίκου».
Λίγους μήνες πριν, ο Μπάιντεν προσπάθησε να περιορίσει την πλήρη εισβολή του Ισραήλ στη Ράφα της νότιας Γάζας, έχοντας επίγνωση της καταστροφής που θα αυτή θα σήμαινε για τους πολίτες και τις υπηρεσίες ανθρωπιστικής βοήθειας. Η εισβολή ωστόσο προχώρησε, με τραγικότερες συνέπειες από αυτές που είχαν αρχικά προβλέψει οι Αμερικανοί αξιωματούχοι.
Η κριτική στον Νετανιάχου
Τον Απρίλιο σε μια τηλεφωνική επικοινωνία, σύμφωνα με αποσπάσματα που κυκλοφόρησαν από το ακυκλοφόρητο ακόμη βιβλίο του βετεράνου δημοσιογράφου Μπομπ Γούντγουορντ για τις σχέσεις των δυο ηγετών, ο Μπάιντεν κατηγόρησε τον Νετανιάχου πως δεν είχε «καμία στρατηγική» – μια κατηγορία που επαναλαμβάνεται από τους εγχώριους αντιπάλους του ισραηλινού πρωθυπουργού αλλά και από συγγενείς των ομήρων της Χαμάς, οι οποίοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι προσπαθεί να παρατείνει τον πόλεμο για να παραμείνει στην εξουσία. Σε άλλη κλήση τον Ιούλιο, σύμφωνα με τον Γούντγουορντ, ο Μπάιντεν είπε στον Νετανιάχου ότι η παγκόσμια αντίληψη ήταν όλο και περισσότερο ότι έχει γίνει «ένας απατεώνας ηθοποιός».
Η στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ
Όσον αφορά την αδιάκοπη παράδοση όπλων και στρατιωτικής βοήθειας -για την οποία πολλοί κατηγορούν την κυβέρνηση Μπάιντεν- όταν οι ΗΠΑ σκέφτηκαν για λίγο να σταματήσουν τη μεταφορά ορισμένων βομβών, προκάλεσαν μια οργισμένη αντίδραση από το Ισραήλ – την οποία ασπάστηκαν και οι Ρεπουμπλικάνοι. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση Μπάιντεν συνέχισε την προμήθεια όπλων. Βέβαια, όπως γράφουν και οι «Νew Υork Τimes», ο Μπάιντεν δε θα ήθελε να μείνει στην ιστορία ως ο πρόεδρος των ΗΠΑ που σταμάτησε να στηρίζει το Ισραήλ.
Έχοντας υπ’ όψιν του αυτό, ο Νετανιάχου συνεχίζει να αψηφά κάθε αμερικανική προσπάθεια χαλιναγώγησής του, κάτι που εσωτερικά λειτουργεί υπέρ του. «Ενισχύει την περσόνα του γενναίου, δείχνοντας ότι δεν διστάζει να έρθει σε αντιπαράθεση με υπερδυνάμεις και συμμάχους για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του Ισραήλ» εξήγησε στο «Βήμα» η πολιτική αναλύτρια Ντάλια Σάιντλιν.
Στο μεταξύ, ο Σάλιβαν που πριν από ένα χρόνο εξυμνούσε την «ηρεμία» στη Μέση Ανατολή, παραμένει αισιόδοξος. «Το δύσκολο είναι να ξεπεράσουμε την απελπισία και να αφήσουμε κομμάτια που θα χτίσουν ένα πραγματικά λαμπρότερο μέλλον, ακόμη και όταν σήμερα αντιμετωπίζουμε αυξημένους κινδύνους και μεγάλες ανθρώπινες απώλειες», δήλωσε σε συγκέντρωση στην Πρεσβεία του Ισραήλ στην Ουάσιγκτον την προηγούμενη εβδομάδα.
Με τα τωρινά δεδομένα, φαντάζει απίθανο είτε ο ίδιος, είτε ο Μπάιντεν να κατέχουν μια καίρια θέση στην οικοδόμηση αυτού το «λαμπρού μέλλοντος». Το σίγουρο είναι πως η ανθρωπιστική καταστροφή στη Γάζα και η όλο και κλιμακούμενη περιφερειακή σύγκρουση συμβαίνουν υπό την εποπτεία τους.