Η επενδυτική βαθμίδα σηματοδοτεί την επιστροφή στην κανονικότητα και είναι η απαρχή μιας νέας προσπάθειας για να αυξηθεί η ευημερία του ελληνικού λαού, τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.

Όπως ανέφερε, «δημοσιονομικά πάμε καλά όπως και στην ανάπτυξη», ωστόσο χρειάζεται να γίνουν μεταρρυθμίσεις, καθώς υπάρχουν καθυστερήσεις στην Δικαιοσύνη, γραφειοκρατία στο Δημόσιο και φοροδιαφυγή που αποτελούν και προτεραιότητες της κυβέρνησης για να αντιμετωπιστούν, είπε ο ίδιος, μιλώντας στον ΣΚΑΙ.

Σε αυτό το πλαίσιο επεσήμανε ότι οι μέσες μισθολογικές αυξήσεις πρέπει να ακολουθούν την μέση αύξηση της παραγωγικότητας ενώ εστίασε στην αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων στον παραγωγικό τομέα.

«Όταν τα αντιμετωπίσουμε όλα αυτά θα φτάσουμε σε πιστοληπτική ικανότητα Α» ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.

Πρόστιμα

Για το πρόστιμο ύψους σχεδόν 42 εκατομμυρίων ευρώ (41,7), που επέβαλε η Επιτροπή Ανταγωνισμού στις Τράπεζες: Πειραιώς, Εθνική, Alpha, Eurobank, Attica Bank και την Ελληνική Ένωση Τραπεζών για εναρμονισμένη πρακτική και το ύψος των χρεώσεων σε συναλλαγές ανάληψης μετρητών με κάρτα μίας τράπεζας από το ΑΤΜ μίας άλλης, ο κ. Στουρνάρας σχολίασε ότι οι θεσμοί λειτουργούν.

Πρόσθεσε ωστόσο ότι απαιτείται ενδυνάμωση των μικρών τραπεζών για να προκληθεί μεγαλύτερος ανταγωνισμός στο τραπεζικό σύστημα.

Ερωτηθείς για τον Economist που ανέδειξε την Ελλάδα, χώρα της χρονιάς για το 2023, ο διοικητής της Τράπεζας ανέφερε ότι πρόκειται για περιοδικό υψηλού κύρους και είναι πολύ σημαντικά τα όσα είπε για την Ελλάδα σε δυο συνεχή τεύχη.

Παιδεία

Για τη μεταρρύθμιση στην Παιδεία σχολίασε ότι «αργήσαμε να δημιουργήσουμε μη κρατικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα» και έφερε ως παράδειγμα την Κύπρο που έχει όφελος 6% του ΑΕΠ από τα ξένα πανεπιστήμια.

Τόνισε παράλληλα πως η Παιδεία πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την αγορά εργασίας.

Η βελτίωση των συνθηκών

Υπενθυμίζεται ότι τη βελτίωση των μακροοικονομικών προοπτικών της χώρας αναγνώρισε ο ίδιος στην ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, τονίζοντας ωστόσο ότι αυτό δεν πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό.

Επιπλέον, ανέφερε πως «παρά τις αλλεπάλληλες διεθνείς κρίσεις και την υψηλή αβεβαιότητα εξαιτίας των γεωπολιτικών εντάσεων, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη εφέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια, ενισχύοντας τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης».

Ωστόσο, τόνισε ότι «οι θετικές προοπτικές δεν πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό, καθώς η τρέχουσα διαβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπεται αισθητά της πιστοληπτικής αξιολόγησης που είχε το 2009, αλλά και της μέσης πιστοληπτικής αξιολόγησης που έχουν σήμερα οι χώρες της ευρωζώνης».

Συνεπώς, απαιτείται υπευθυνότητα και συνέχιση της προσπάθειας ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στην ασκούμενη οικονομική πολιτική και να συνεχιστούν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου, όπως σημείωσε ο ίδιος.

Κατά τον ίδιο, βασικοί πυλώνες αυτής της προσπάθειας θα πρέπει να είναι η συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης, η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας και η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.