Σε θρίλερ μετατρέπεται η διαδικασία πώλησης της Manchester United, καθώς οι δύο βασικοί διεκδικητές της ιστορικής βρετανικής ομάδας δεν υπέβαλαν βελτιωμένες προσφορές για την απόκτησή της ως την προθεσμία που είχε οριστεί για το βράδυ της Τετάρτης.

Σύμφωνα με το Bloomberg, η οικογένεια Γκλέιζερ, οι σημερινοί ιδιοκτήτες της ομάδας, προσδοκούν να αποκομίσουν έως και 6 δισεκατομμύρια στερλίνες (7,4 δισεκατομμύρια δολάρια) από την πώληση της ομάδας. Μέχρι την Τετάρτη, ως επικρατέστεροι αγοραστές εμφανίζονταν μια κοινοπραξία από το Κατάρ με επικεφαλής τον σεΐχη Jassim Bin Hamad J.J. Al Thani, και ο Βρετανός δισεκατομμυριούχος Jim Ratcliffe.

Πράγματι, τα δύο επενδυτικά σχήματα υπέβαλαν αρχικά προσφορές της τάξης των 5 δισεκατομμυρίων λιρών. Ποσό αστρονομικό, που όμως βρισκόταν κατά περίπου 1 δισ. κάτω από τις προσδοκίες της οικογένειας Γκλέιζερ. Έτσι, στους επενδυτές δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλουν βελτιωμένες προσφορές, κάτι που ωστόσο δεν έπραξαν.

Αυτοπεποίθηση

Τι είναι αυτό που δίνει στους σημερινούς ιδιοκτήτες της ομάδας την αυτοπεποίθηση να αποτιμούν τόσο υψηλά την αξία της Manchester United, εν μέσω μάλιστα της χειρότερης τραπεζικής κρίσης από το 2008;

Όπως σημειώνει το Bloomberg, με βάση τους παραδοσιακούς δείκτες αποτίμησης το ποσό των 6 δισεκατομμυρίων λιρών δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να δικαιολογηθεί. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έχει καταγράψει αλλεπάλληλες ζημιές προ φόρων, με έσοδα που μόλις και μετά βίας αυξήθηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ το καθαρό της χρέος έχει υπερδιπλασιαστεί την ίδια περίοδο, αγγίζοντας τα 763 εκατομμύρια δολάρια.

Σε αγωνιστικό επίπεδο, η ομάδα δεν έχει καταγράψει αξιόλογες επιτυχίες. Την ίδια στιγμή, ο σύλλογος χρειάζεται επιτακτικά επενδύσεις: Το γήπεδο του Old Trafford χρήζει αναβάθμισης ή ανακαίνισης ώστε να ταιριάζει με τις νεότερες εγκαταστάσεις ομάδων όπως η Μάντσεστερ Σίτι. Κάτι τέτοιο όμως θα μπορούσε να στοιχίσει πάνω από 1,2 δισ. δολάρια.

Ο συναισθηματικός παράγοντας

Από την άλλη βέβαια, η ευκαιρία να αποκτήσει κανείς ένα ιστορικό αθλητικό σωματείο με οπαδούς σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν παρουσιάζεται συχνά. Οι δύο βασικοί διεκδικητές της ομάδας, ο σεΐχης Τζασίμ και ο Ratcliffe, δηλώνουν οπαδοί της ομάδας, με τον τελευταίο μάλιστα να έχει γεννηθεί στην περιοχή του Μάντσεστερ.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το στοιχείο του απρόσμενου εισάγεται σε μια διαδικασία που υπό άλλες συνθήκες θα είχε απορριφθεί από τους επενδυτές, λόγω του αδιανόητα υψηλού τιμήματος. Ειδικοί του χώρου υπολογίζουν ότι ο σύλλογος θα πουληθεί τελικά για 6 έως 8 δισεκατομμύρια δολάρια, συμπεριλαμβανομένου του κόστους διαγραφής του χρέους της ομάδας και ανάπλασης του γηπέδου της.

Το υλικό συμφέρον

Πέραν τον συναισθηματικών παραμέτρων ή του κύρους, υπάρχουν και αμιγώς υλικά κίνητρα για να αποκτήσει κανείς μια ομάδα με τη βαρύτητα του ονόματος της Manchester United. Ένα από αυτά είναι το λεγόμενο sportswashing: Το «ξέπλυμα», δηλαδή, της εικόνας ενός επενδυτή ή μια εταιρείας μέσω της κατοχής ενός δημοφιλούς αθλητικού συλλόγου. Ήταν άλλωστε η Greenpeace αυτή που χαρακτήρισε τη διαδικασία πώλησης της Manchester United ως «βρώμικο ντέρμπι», λόγω των δεσμών των επικρατέστερων υποψηφίων αγοραστών της με τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.

Το (πολλά υποσχόμενο) μέλλον του ποδοσφαίρου

Κάποιες εκτιμήσεις για το μέλλον του ποδοσφαίρου προσφέρουν κάποιους ακόμα καλούς λόγους για να καταβάλει κανείς ένα «τσιμπημένο» τίμημα για την απόκτηση ενός ιστορικού αθλητικού σωματείου. Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το ποδόσφαιρο βρίσκεται στο κατώφλι μιας επανάστασης που θα αυξήσει σημαντικά τα μελλοντικά έσοδα των αθλητικών ομάδων, μέσω των εξελίξεων σε νέες τεχνολογίες όπως η επαυξημένη και η εικονική πραγματικότητα. Αν αυτές οι νέες δυνατότητες συνδυαστούν με το 1,1 δισ. οπαδούς της Manchester United, τα κέρδη για τους ιδιοκτήτες της ομάδας μπορεί να είναι απρόσμενα υψηλά.

Σε κάθε περίπτωση, και παρά το γεγονός ότι το βράδυ της Τετάρτης δεν επετεύχθη τελικώς συμφωνία για την εξαγορά της ιστορικής βρετανικής ομάδας, το ενδιαφέρον κορυφαίων επενδυτών έχει οδηγήσει σε «ράλι» της μετοχής της ομάδας στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, που κατέγραψε άνοδο 27,5% μέσα σε οκτώ μόλις συνεδριάσεις.

Πηγή: OT.GR