Και όχι γιατί διερωτάται ο Αμερικάνος δισεκατομυριούχος κύριος Ρέι Ντάλιο, που, απ’ όσα γράφει το «Der Spiegel», όταν ξυπνάει αντί της «Wall Street Journal» διαβάζει το «Κεφάλαιο», αλλά διότι απλούστατα έχει δίκιο ο Μαρξ -τα φαντάσματα του οποίου, σημειωτέον, τα ακολουθούμε ως φαντάσματα (του Μαρξ), θέλουμε δεν θέλουμε. Είτε πρόκειται για Κράτη- φαντάσματα με την απεριόριστη ισχύ τους είτε για ανθρώπους- φαντάσματα με την απεριόριστη ανέχεια, εμείς, «οut of joint”, αναποφάσιστοι Αμλέτοι της προσωπικής μας ιστοριούλας, δεν θα πάψουμε να βλέπουμε τη ζωή μας στη σάπια Ελσινόρη της ζωής μας υπό το πρίσμα της καλύτερης -δηλαδή της πιο δίκαιης για όλους μας- ζωής.

Υπό την εμπειρία του φαντάσματος, εμείς οι φαντασιόπληκτοι που διαγνώσαμε «μια ορισμένη δραματουργία της μοντέρνας Ευρώπης» και διαβάσαμε, κοπιάσαμε, σκύψαμε πάνω στα πράγματα, αγανακτήσαμε, «υποταχθήκαμε»( κατόπιν προτροπής του Σεφέρη), ακούμε τώρα τους νυχτερινούς κρότους των αλυσίδων μας από την τηλεόραση με τα κακέκτυπα, εν έτει 2023, της Μάγιας Μελάγιας, στα ρεβεγιόν τότε στου Μοστρού, όταν ακόμα ήταν ανοιχτά τα στρατοδικεία.

Εμείς, που όπως ο Δανός πρίγκιπας, νομίζουμε πως «την συνείδηση του βασιλιά” (κι όχι μόνο του Κλαύδιου) μπορούμε να την «πιάσουμε» τάχα με ένα «θέατρο θεάτρω», πρέπει να καταλάβουμε πως το φασματικό μετατοπίζεται όπως η κίνηση της Ιστορίας και να αφήσουμε τις ιστορίες με τα θέατρα και τα γράμματα στα ιερατεία του ύπνου.

Γιατί ό,τι και να λέμε στις εφημερίδες, στις σκηνές και στα βιβλία μας, το «πνεύμα του μαρξισμού” -δηλαδή της πράξης και όχι υποχρεωτικά της πολιτικής- είναι η «ριζοσπαστικοποίηση”. (Ο Παζολίνι, εδώ συμπεριελάμβανε και το «πνεύμα των Χριστουγέννων»).

Κι αυτό, πιστεύω -μέσα στην παράδοση ενός κάποιου μαρξισμού- είναι η αποδόμηση, δηλαδή η καθημερινή άσκηση.

Κι όχι μόνο γιατί «μία ριζοσπαστικοποίηση είναι χρεωμένη πάντα σε εκείνο που ριζοσπαστικοποιεί,”* (πχ. στο σώμα), αλλά και διότι το ριζικό του ανθρώπου, νευροφυσιολογικά και εξελικτικά, είναι ριζοσπαστικό. Αλλιώς θα ήταν το ζώο με τα λαμέ και τα φτερά στον κώλο.
Ε, λοιπόν, όχι.
Επειδή, «κάποιος, εσείς ή εγώ, κάνει ένα βήμα μπροστά και λέγει: «επιτέλους θα ήθελα να μάθω να ζω».**

Το ολιγότερο!

Έτσι δεν είναι;

Αλλά παρ’ όλα αυτά…

* Ζακ Ντερριντά, «Τα φαντάσματα του Μαρξ», μετάφραση Κ. Παπαγιώργης, εκδόσεις Εκκρεμές, σελ.117, Αθήνα 1995.

** βλ. το ίδιο, σελ.7