Ο Μπουρχανετίν Ντουράν είναι από τους «οργανικούς διανοουμένους» του ρεύματος που εκφράζει ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Συμμετέχει, άλλωστε, στο Συμβούλιο Ασφάλειας και Εξωτερικής Πολιτικής της Τουρκικής Προεδρίας. Έχει ενδιαφέρον επομένως ότι σε ένα πρόσφατο κείμενό του για τη συνάντηση Ερντογάν και Πούτιν στο Σότσι, συνέκρινε ουσιαστικά τον Τούρκο πρόεδρο με την τέως καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, ως προς την ικανότητα να κάνει πρόσωπο με πρόσωπο διπλωματία με άλλους ηγέτες, σε αντιδιαστολή με την τρέχουσα, κατά τη γνώμη του, έλλειψη ηγετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζει τη στάση ενός Ερντογάν που μπορεί να έχει σημαντικές διαφορές με τον Πούτιν όμως εξακολουθεί να έχει μια συνεννόηση μαζί του σε ζητήματα που μπορούν να προωθήσουν την ειρήνη ή να επιλύσει ζητήματα που αφορούν και τη Δύση όπως είναι το ζήτημα των εξαγωγών σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα.

Μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι έχουμε να κάνουμε απλώς με ένα παράδειγμα «εξυμνητικής υπερβολής» απέναντι σε έναν αυταρχικό ηγέτη, όμως ταυτόχρονα αποτυπώνει και τον τρόπο που η τουρκική ηγεσία αντιλαμβάνεται το πώς μπορεί να ασκεί εξωτερική πολιτική. Μέσα από μια προσπάθεια διαρκών ισορροπιών ανάμεσα σε διαφορετικούς πόλους και με προσπάθεια να διατηρεί «βαθμούς ελευθερίας» χωρίς όμως να έρχεται ποτέ σε οριστική ρήξη με τη Δύση.

Το υπό κατασκευή τουρκικό πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιου

Ποια τα αποτελέσματα της συνάντησης στο Σότσι

Η συνάντηση ανάμεσα σε Ερντογάν και Πούτιν και μάλιστα σχετικά λίγο καιρό μετά την τριμερή συνάντηση κορυφής στην Τεχεράνη, ήταν κάτι που και οι δύο πλευρές επεδίωκαν. Η Τουρκία για να μπορέσει να συζητήσει τα ζητήματα οικονομικής συνεργασίας, το θέμα της Συρίας προφανώς αλλά και για να συντηρήσει την εικόνα ότι μπορεί να συμβάλλει σε μεγάλες πρωτοβουλίες. Η ρωσική πλευρά, από την άλλη, δεν χάνει καμία ευκαιρία για να δείχνει ότι μπορεί να συνομιλεί με μια χώρα που παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ.

Τώρα εάν δούμε τα αποτελέσματα της συνάντησης στο Σότσι θα δούμε ότι ως προς την οικονομική πλευρά και την πλευρά της συνεργασίας πάνω σε ζητήματα που αφορούν την κατάσταση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, η συνάντηση επικύρωσε δυναμικές που είχαν καταγραφεί και το προηγούμενο διάστημα.

Η Τουρκία ως προς το θέμα των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία επιλέγει τη στάση που έχουν και άλλες χώρες που μπορεί να είναι σύμμαχες της Δύσης όμως δεν επιθυμούν να εμπλακούν σε κυρώσεις. Είναι μια χώρα ενεργειακά εξαρτημένη, με μεγάλες ανάγκες εισαγωγής ενέργειας, που χρειάζεται τόσο σταθερές ροές φυσικού αερίου από τη Ρωσία όσο και τη ρωσική τεχνογνωσία για την ολοκλήρωση του πρώτου της πυρηνικού εργοστασίου που στηρίζεται σε ρωσικά σχέδια.

Παράλληλα, με την τουρκική οικονομία σε αρκετά προβληματική κατάσταση, υπάρχει ανάγκη για αναβάθμιση και των διεθνών συναλλαγών της Τουρκίας και των εμπορικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών με τη Ρωσία, εκμεταλλευόμενη και τη μη επιβολή κυρώσεων.

Από την άλλη, η Ρωσία δεν χάνει ευκαιρία να κατοχυρώνει ότι έχει σημαντικές οικονομικές σχέσεις με άλλες χώρες είναι πολύ λιγότερο απομονωμένη από όσο θα ήθελαν οι δυτικές κυβερνήσεις. Χρειάζεται επίσης να διευρύνει τον αριθμό των χωρών που αποδέχονται τους δικούς της όρους για να προστατευθεί απέναντι στις κυρώσεις, από την αγορά φυσικού αερίου με ρούβλια μέχρι τη διασύνδεση με τα ρωσικά συστήματα πληρωμής που κάνουν πράξη τη γραμμή της «αποδολαριοποίησης».

Η σημασία της συμφωνίας για τα σιτηρά

Σε αυτό το φόντο η Τουρκία δεν χάνει ευκαιρία να προβάλει τον ρόλο της για να υπάρξει η συμφωνία για την επανεκκίνηση των εξαγωγών σιτηρών από την ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή έχει την ευρύτερη στήριξη  και της Δύσης, με δεδομένη την έντονη ανησυχία που υπήρξε ότι χωρίς τις εξαγωγές σιτηρών από την Ουκρανία, αλλά και σιτηρών και λιπασμάτων από τη Ρωσία, τα πράγματα όδευαν σε μια επισιτιστική κρίση χωρίς προηγούμενο που πέραν όλων των άλλων θα απομάκρυνε ακόμη περισσότερο από τη Δύση μια σειρά από χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Η Τουρκία που δεν παραλείπει να υπογραμμίζει ότι δεν ταυτίζεται με τη Ρωσία σε σχέση με την εισβολή και που έχει πολύ καλές σχέσεις και την Ουκρανία, στην οποία έχει μάλιστα πουλήσει και μη επανδρωμένα αεροσκάφη που χρησιμοποιούνται στα πεδία των μαχών, θεωρεί ότι με τέτοιες διαπραγματευτικές πρωτοβουλίες κατοχυρώνει ακριβώς τον ρόλο της ως μιας περιφερειακής δύναμης που μπορεί να έχει έναν ευρύτερο ρόλο.

Οι δυτικές αντιδράσεις στην αναβάθμιση των οικονομικών σχέσεων Τουρκίας Ρωσίας

Βεβαίως αυτή η αναβάθμιση των οικονομικών σχέσεων Ρωσίας και Τουρκίας ήταν επόμενο να προκαλέσει αντιδράσεις από δυτικές κυβερνήσεις.

Ας μην ξεχνάμε ότι η βασική σήμερα δυτική στρατηγική, πέραν της ενίσχυσης της Ουκρανίας με οπλικά συστήματα, έγκειται στην προσπάθεια ο πόλεμος να έχει μέσω κυρώσεων το μεγαλύτερο δυνατό κόστος για τη Ρωσία σε μια προσπάθεια να φθαρεί η νομιμοποίηση της κυβέρνησης Πούτιν.

Ιδιαίτερη ανησυχία υπάρχει για το εάν η αναβαθμισμένη οικονομική συνεργασία μπορεί να επιτρέψει και στη Ρωσία να παρακάμψει τις κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν υπάρξει αναφορές ακόμη και σε ενδεχόμενο να βρεθεί αντιμέτωπη η Τουρκία με κυρώσεις ακριβώς επειδή προσφέρει αυτή τη διευκόλυνση.

Βεβαίως, εάν κοιτάξουμε τον αριθμό των χωρών που παρότι διατηρούν καλές σχέσεις με τη Δύση ταυτόχρονα έχουν καλές σχέσεις με τη Ρωσία, τότε το πρόβλημα γίνεται κάπως πιο σύνθετο, εάν σκεφτούμε ότι αυτό περιλαμβάνει χώρες όπως η Αίγυπτος ή η Ινδία.

Το πράσινο φως για επέμβαση στη Συρία δεν ήρθε

Μπορεί στον οικονομικό τομέα Πούτιν και Ερντογάν να είναι σε συνεννόηση, όμως σε σχέση με την κατάσταση στη Συρία, ο Τούρκος πρόεδρος ούτε αυτή τη φορά πήρε το «πράσινο φως» που επιδιώκει για μια νέα στρατιωτική επιχείρηση που να διευρύνει τη ζώνη ασφαλείας που ελέγχει η Τουρκία σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις της συριακής ισλαμικής αντιπολίτευσης τις οποίες ελέγχει και χρηματοδοτεί υπό την ομπρέλα του «Συριακού Εθνικού Στρατού».

Ο λόγος παραμένει ο ίδιος: στα μάτια της Ρωσίας, όπως και του Ιράν, μια τέτοια στρατιωτική επιχείρηση θα αποσταθεροποιήσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση στη Συρία και θα διακυβεύσει την προσπάθεια των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων, που έχουν την υποστήριξη και της Ρωσίας, να διευρύνουν την πραγματική τους άσκηση κυριαρχίας.

Ουσιαστικά, για άλλη μια φορά αυτό που προσφέρθηκε στην Τουρκία ήταν η φραστική καταδίκη όλων των μορφών «τρομοκρατίας» και η κατανόηση των ανησυχιών της Τουρκίας για τη δράση των Κουρδικών ενόπλων οργανώσεων, όπως και οι ούτως ή άλλως διατυπωμένες δεσμεύσεις ότι η Ρωσία υποστηρίζει μια πολιτική λύση που να στηρίζεται στην εδαφική και πολιτική ακεραιότητα της Συρίας, δηλαδή που να αποκλείει οποιαδήποτε σκέψη για αυτονόμηση των υπό κουρδικό έλεγχο περιοχών.

Οι δύσκολες ισορροπίες

Η Δύση δεν είναι εύκολο να απεμπολήσει μια χώρα σαν την Τουρκία. Δηλαδή, μια χώρα που ανήκει εδώ και δεκαετίες στο ΝΑΤΟ, που ως η μόνη μουσουλμανική χώρα του ΝΑΤΟ παραμένει κρίσιμη για την επικοινωνία με τον ευρύτερο ισλαμικό χώρο, που διαθέτει τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό του ΝΑΤΟ (μάλιστα με σημαντική εμπειρία στην πάλη κατά εσωτερικών και εξωτερικών αντιπάλων) και που γεωγραφικά βρίσκεται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη θέση. Όλα αυτά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο καθιστούν την Τουρκία αναντικατάστατη για τη Δύση.

Όμως, αυτό δεν αναιρεί την κατά καιρούς έντονη δυσαρέσκεια στη Δύση για την Τουρκία, για ένα φάσμα από λόγους που ξεκινούν από τη διατήρηση καλών σχέσεων με τη Ρωσία και φτάνουν μέχρι τον τρόπο που κατά καιρούς παροξύνει τις σχέσεις με την Ελλάδα, προσθέτοντας μια παράμετρο αντίθεσης στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Δεν είναι τυχαίο ότι σταθερά μια αρκετά ισχυρή διακομματική μερίδα στο Κογκρέσο βλέπει με επιφύλαξη την Τουρκία ακόμη και όταν η αμερικανική κυβέρνηση κάνει σημαντικά τακτικά ανοίγματα.

Και αυτό αποτυπώνει και τη δύσκολη ισορροπία που έχει επιλέξει ο Ερντογάν και τα μεγάλα ρίσκα που αυτή περιλαμβάνει.