«Είμαι ένας άνθρωπος πολλών χωρισμών που θα πει/αγαπήθηκα.//Είμαι ένας άνθρωπος πολλών προσευχών που θα πει/κατάμονος έζησα/χρόνια.// Ακούω να περνούν έξω απ’ το δάσος φορτηγά/ αναρωτιέμαι πώς άντεξα/ να με πατάτε.// Σβήσε το φως/και μη φοβάσαι./Ενας άνθρωπος/είμαι» γράφει ο Δημήτρης Αγγελής στο ποίημά του «Και πάλι ήρεμα μιλώ» που περιλαμβάνεται στη νέα, μεστή συλλογή του υπό τον τίτλο Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου (εκδ. Πόλις, 2022).

Δημήτρης Αγγελής-Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου

Εκδόσεις Πόλις, 2022, σελ. 48, τιμή 12 ευρώ

Το συγκεκριμένο βιβλίο ωστόσο ανοίγει με το ποίημα «Μάρτιος 2020». Εν προκειμένω, ο τελευταίος στίχος είναι μια απεγνωσμένη, συγκινητική έκκληση. «Αναψε ξανά λίγο μέλλον για μένα!» διαβάζουμε και διαπιστώνουμε, με ένα σάστισμα ευφρόσυνο αλλά και παρήγορο, πώς η μυχιότητα δύναται να εξαπλωθεί και να μετασχηματιστεί έντεχνα σε αίτημα ενός σκοταδιασμένου κόσμου.

«Μονίμως υπαρξιακά αξεδίψαστοι»

Ρωτήσαμε τον Δημήτρη Αγγελή, με αφορμή την έκδοση, τι σημαίνει επικαιρότητα για έναν ποιητή. «Θα μπορούσε κανείς να πει ότι κάθε ποίημα συνιστά μια διαμονή έκτακτης ανάγκης για ανθρώπους που αντιμετωπίζουν μια κρίση – ειδάλλως δεν γράφεται, ούτε διαβάζεται. Το συγκεκριμένο ποίημα αναφέρεται στην πρώτη περίοδο της πανδημίας, στη μοναξιά του εγκλεισμού και στα φορτηγά του θανάτου. Η ενότητα κλείνει με τους στίχους «Ευτυχώς χθες δεν πέθανα, χθες / αγαπούσα» επειδή η σωστική δύναμη της αγάπης είναι το μόνο αληθινό καταφύγιο σ’ έναν κόσμο διαρκούς διακινδύνευσης. Ισως τα δύο «ζωολογικά» μου ως προς τον τίτλο βιβλία συνιστούν ένα δίδυμο, το προηγούμενο «Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου» [σ.σ.: εκδ. Πόλις, 2015, Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2016] απαντά σε μια πολιτική-κοινωνική συγκυρία, ενώ το «Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου» ανταποκρίνεται σε μια εσωτερική περίσταση – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το ένα είναι πιο υπαρξιακό από το άλλο. Να όμως δύο επικαιρότητες, απ’ τις πολλές στις οποίες συμμετέχουμε» είπε ο ίδιος προς «Το Βήμα».

Στο καινούργιο του βιβλίο η ερωτική απώλεια και η μοναξιά κυριαρχούν, το διαποτίζουν θα έλεγε κανείς. Και όταν ετέθη το παρεξηγημένο ζήτημα του συναισθήματος στην ποίηση (και στη δική του ποίηση) έσπευσε να διευκρινίσει. «Ο ποιητής είναι θηριοδαμαστής αισθημάτων, αλλιώς τον καταπίνει η αυτοδικαιωτική υποκειμενικότητα. Τέλος πάντων, το μόνιμο ζήτημα στην ποίηση, όπως και στη ζωή, είναι ο άλλος, όχι το εγωιστικό/κτητικό μου συναίσθημα. Είμαστε η γενιά της ερωτικής μελαγχολίας όχι μόνο με την έννοια ότι λείπει η συναρπαγή, αλλά επειδή υπάρχει στον έρωτα κάτι το καταστατικά ανολοκλήρωτο: την ουσία του άλλου δεν την αγγίζουμε ποτέ, κάτι μονίμως μας διαφεύγει ή μας αποκαλύπτεται πολύ αργά – εξ ου και η μοναξιά. Παραμένουμε μονίμως υπαρξιακά αξεδίψαστοι, ίσως επειδή δεν προλαβαίνουμε πλέον να φτάσουμε στην αγάπη. Και η αγάπη προϋποθέτει, αυτονόητα, την πίστη και την ελπίδα».

Τόσο στη σκέψη του όσο και στην ποίησή του υπάρχει η χριστιανική παράμετρος. Είναι θέμα πίστης; Είναι θέμα αισθητικό; «Για μένα ο χριστιανισμός, πέρα από τις βιβλικές αφηγήσεις και τις ακολουθίες που με μεγάλωσαν (εδώ εντάσσεται και η αισθητική), είναι η ιερότητα του αδύναμου και εμπερίστατου ανθρώπου, ο οποίος παίρνει τη μορφή του εσταυρωμένου Χριστού. Αυτή ακριβώς η πίστη, στην προσωπική μου θεώρηση των πραγμάτων, συνιστά ένα πολιτικό πρόταγμα καλοσύνης».

Ο Δημήτρης Αγγελής συμπληρώνει σχεδόν μια εικοσιπενταετία στα γράμματα. Το ντεμπούτο του, το 1998, ήταν διπλό, πρώτα με δοκίμιο (Για τη συγγραφή) και ύστερα με ποίηση (Φιλομήλα). Σήμερα τι πιστεύει; Η σχέση αυτή, μεταξύ των δύο, είναι όντως συμμαχική ή μήπως συγκρουσιακή; «Οταν κυκλοφόρησαν, το δοκίμιο προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση, ήμουν παντελώς άγνωστος, οπότε κάποιοι θεώρησαν ότι ήμουν ήδη… μεστωμένος πενηντάρης! Παραδίδοντας το τρίτο μου βιβλίο, ο εκδότης και δάσκαλός μου Κώστας Τσιρόπουλος με ρώτησε: «Εχεις βγάλει δύο διαφορετικά βιβλία, αν βγάλεις ποιητικό, χαρακτηρίζεσαι πλέον διά παντός ποιητής, αυτό θέλεις;». Επειδή αυτό πράγματι ήθελα, παρέμεινα προσηλωμένος στην ποίηση, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψω τον στοχασμό. Ετσι κι αλλιώς, διαβάζω περισσότερο μελέτες και μ’ ενδιαφέρει κυρίως η ιστορία των ιδεών. Κατά κάποιον τρόπο, μάλιστα, υπηρετώ τον στοχασμό όχι τόσο μέσα απ’ τα κείμενα που δημοσιεύω όσο μέσα από δημόσιες χειρονομίες που θεωρώ ότι απαντούν σ’ ένα αίτημα νοήματος. Τέτοιες είναι για παράδειγμα τo «Φρέαρ», τα «Ανθίβολα» και κάποιες κατά καιρούς πολιτιστικές εκδηλώσεις».

Η ελληνικότητα στην ποίηση

Τον απασχολεί καθόλου αυτό που λέμε παράδοση; Στις μέρες μας, τι έχει να πει ένας έλληνας ποιητής στον υπόλοιπο κόσμο, σε οικουμενικό επίπεδο; «Η ελληνικότητα στην ποίηση ακούγεται θέμα ξεπερασμένο, όμως θυμάμαι σ’ ένα φεστιβάλ που ένας ξένος ποιητής παρατήρησε ακούγοντας τρεις Ελληνες να απαγγέλλουμε: «Ακούσαμε έναν Αγγλο κι έναν Γάλλο ποιητή, ο μόνος Ελληνας ήσουν εσύ». Δεν ξέρω πού ακριβώς εντόπιζε εκείνος την ελληνικότητα, αλλά είναι το μόνο μας διαβατήριο για ένα διεθνές κοινό, αλλιώς γιατί κανείς να μας διαβάσει; Γενικά η ευρωπαϊκή ποίηση διέρχεται κρίση, το ίδιο και η ελληνική, η οποία μάλιστα από τη μια δεν μελετά την παράδοσή της, από την άλλη αγνοεί τι γίνεται στο εξωτερικό. Αντί να γκρινιάζουμε που δεν εισακουόμαστε έξω, ας δουλέψουμε παραπάνω».

Για ορισμένους ανθρώπους η ποίηση είναι σημαντική, είναι κομμάτι αναπόσπαστο της καθημερινότητάς τους. Εν τέλει, ως προς τη ζωή, πλεονεκτούν κάπου αυτοί; «Στα πάντα και σε τίποτα. Ας είμαστε ρεαλιστές: υποθέτω πως μαγεία ή ποίηση υπάρχουν και στη φυσική ή στη χημεία (που εμένα δεν με αγγίζουν), απλώς η ποίηση ανήκει στα πολύτιμα άχρηστα του βίου. Υπό αυτή την έννοια είναι μια τέχνη αριστοκρατική που απευθύνεται σε λίγους και η συζήτηση γιατί δεν αγγίζει το μεγάλο κοινό είναι ματαιοπονία και υποκρύπτει απλώς διαθέσεις κατίσχυσης του χώρου. Εμείς αγαπούμε τον ποιητικό λόγο, μας προσφέρει συναρπαστικές παράλληλες ζωές κι ακόμα μεγαλύτερες κατακρημνίσεις και απογοητεύσεις. Είναι όμως επιλογή μας. Καλλιεργούμε το μικρό μας χωραφάκι όσο μπορούμε καλύτερα, πολλαπλασιάζουμε τα πέντε ψωμιά και τα δυο ψάρια που μας έχουν δοθεί, αλλά πάνω από πεντακισχιλίους ανθρώπους δεν μπορούμε να χορτάσουμε. Ομως κάθε φορά που κάποιος σου εκμυστηρεύεται ότι του άρεσαν τα ποιήματά σου, νιώθεις ότι ένας στιγμιαίος συνωμοτικός δεσμός αλληλεγγύης έχει εγκαθιδρυθεί μεταξύ σας – κι αυτό το αίσθημα είναι ανεπανάληπτο. Η ποίηση είναι πάνω απ’ όλα τέχνη ζωής».