«Δεν μπορώ να σας προσφέρω μια πρόβλεψη των ενεργειών της Ρωσίας. Είναι ένας γρίφος που τον ζώνει ένα μυστήριο στην καρδιά ενός αινίγματος». Η αποστροφή του Ουίνστον Τσόρτσιλ στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Οκτώβριο του 1939, μια από τις πολλές εύστοχες της μακράς πολιτικής του σταδιοδρομίας, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου για να τονίσει το άδηλο των προθέσεων της Σοβιετικής Ενωσης και της ηγεσίας της. Ωστόσο, η φράση του δεν σταματά εκεί. «Αλλά ίσως υπάρχει ένα κλειδί», συνεχίζει. «Αυτό το κλειδί είναι το εθνικό συμφέρον της Ρωσίας».

Το σημειώνει ο λόρδος Ντέιβιντ Οουεν, πρώην υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου και μετέπειτα διαπραγματευτής για την ειρήνευση της Γιουγκοσλαβίας, στο βιβλίο του Γρίφος, μυστήριο και αίνιγμα (εκδ. Καστανιώτη, 2021), μια επισκόπηση των σχέσεων Μεγάλης Βρετανίας και Ρωσίας από τον 19ο αιώνα ως σήμερα. Στη συγκυρία της εισβολής στην Ουκρανία ο Οουεν υποδεικνύει ευθέως ένα διαχρονικό κίνητρο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, ανεξαρτήτως καθεστώτος, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα τις διακυμάνσεις των επαφών της με τη Δύση: ναυμαχία του Ναυαρίνου και Κριμαϊκός Πόλεμος, Αντάντ και Ρωσική Επανάσταση, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και Ψυχρός Πόλεμος. Ωστόσο, η επιδίωξη του εθνικού συμφέροντος που προτάσσει ο Οουεν καλύπτει ένα ευρύ δυνητικό πεδίο επιλογών και δεν αρκεί για να φωτίσει τον ρόλο των φαντασμάτων του παρελθόντος στο δομικό υπόβαθρο της σημερινής κρίσης: η περίοδος μεταξύ 1917 και 1945, η μετασοβιετική τριακονταετία, η προσωπική εξουσία του Βλαντίμιρ Πούτιν πρέπει να συνεξεταστούν ως κρίσιμοι παράγοντες.

Ο αιματηρός 20ός αιώνας της Ανατολικής Ευρώπης, η χαοτική μετασοβιετική Ρωσία και η εποχή του Βλαντίμιρ Πούτιν σε μια επιλογή από βιβλία των τελευταίων ετών που φωτίζουν το υπόβαθρο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία

Αγαλμα σε προστατευτικό περιτύλιγμα για ενδεχόμενο βομβαρδισμό στην ουκρανική πόλη Λβιβ

Ο αιματηρός 20ός αιώνας

Συνέπεια της βαρυτικής επίδρασης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στο παρελθόν είναι τα εδάφη τα οποία κάλυπτε να αντιμετωπίζονται ιστοριογραφικά ως αναπόσπαστο τμήμα της. Ετσι, για παράδειγμα, παρά το ότι επισημαίνει πως «από την ίδρυσή της συμπεριλάμβανε λαούς που δεν ήταν Ρώσοι, ούτε καν Σλάβοι, οι Ρώσοι όμως τους αντιλαμβάνονταν ως ζωτικής σημασίας για την κοινωνία τους», η αξιόλογη Ιστορία της Ρωσίας (εκδ. Αιώρα, 2016) του Πολ Μπούσκοβιτς από τον 9ο αιώνα ως την περεστρόικα υιοθετεί την οπτική γωνία της Αγίας Πετρούπολης και στη συνέχεια της Μόσχας. Ο σύγχρονος θρυμματισμός εκείνης της γεωγραφίας ωστόσο επιβάλλει την εστίαση στα πρώην συστατικά στοιχεία της. Και αυτό γιατί το σημείο τήξης της αυτοκρατορίας των Ρομανόφ, η Ρωσική Επανάσταση, αποκαλύπτει ρωγμές που θα επανεμφανιστούν κατά την πτώση της ΕΣΣΔ και θα αποδειχθούν καθοριστικές. Επανάσταση το 1917 ξεσπά και στην Ουκρανία, οδηγεί μάλιστα στην ανεξαρτησία της μεταξύ 1918 και 1921. Ο κόκκινος λιμός (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2019) της Αν Απλμπαουμ περιγράφει τις χαοτικές περιστάσεις του τέλους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο γερμανικός στρατός, ουκρανοί και πολωνοί εθνικιστές, ο Κόκκινος Στρατός και οι αντεπαναστάτες Λευκοί ενεπλάκησαν σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων στο πλαίσιο του ρωσικού εμφυλίου που έληξε με νίκη των Μπολσεβίκων. Εξαιτίας του επεισοδίου αυτού ο Στάλιν την επόμενη δεκαετία ήταν πεπεισμένος για την ύπαρξη ενός υφέρποντος ουκρανικού εθνικισμού που επέτεινε την παρανοϊκή καχυποψία του έναντι των τοπικών κομμουνιστών ηγετών την περίοδο της κολεκτιβοποίησης και ευθυνόταν για τη χρήση του λιμού της Ουκρανίας ως «πολεμικού όπλου» που θα στοίχιζε τη ζωή σε περισσότερα από 3 εκατομμύρια ανθρώπους το 1932-1933.

Τα γεγονότα της περιόδου 1917-1945 είναι κομβικά για δύο λόγους. Αφενός πιστοποιούν τη διάδοση της ουκρανικής εθνικής ιδεολογίας, αφετέρου απολήγουν στη δημιουργία κρατικής υπόστασης, της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας

Ο Τίμοθι Σνάιντερ, με τη σειρά του, υποδεικνύει στις Αιματοβαμμένες χώρες (εκδ. Παπαδόπουλος, 2018) τη σημασία μιας διαφορετικής οπτικής στραμμένης προς την πρώην Ανατολική Πολωνία, την Ουκρανία, τη Λευκορωσία, τις Βαλτικές Χώρες και τη δυτικότερη λωρίδα της σημερινής Ρωσίας: εκεί μεταξύ 1933 και 1945 το χιτλερικό και το σταλινικό καθεστώς υπήρξαν υπεύθυνα για την εξόντωση 14 εκατομμυρίων ατόμων. Η μνήμη του λιμού αρκούσε ώστε ένα τμήμα της ουκρανικής κοινωνίας να υποδεχθεί ως ελευθερωτές τους Ναζί κατά την εισβολή του 1941. Οι ακροδεξιοί εθνικιστές του Στεπάν Μπαντέρα, για παράδειγμα, προσήλθαν ως πρόθυμοι συνεργάτες των Γερμανών, αλλά γρήγορα απορρίφθηκαν καθώς επεδίωκαν μια ανεξάρτητη Ουκρανία. Μετά το 1943 οι Γερμανοί θα επαναπροσέγγιζαν τις ομάδες αυτές προκειμένου να παρεμποδίσουν τη σοβιετική προέλαση. Θύματα της οργάνωσης του Μπαντέρα έγιναν όμως και οι Πολωνοί της σημερινής Δυτικής Ουκρανίας, δεκάδες χιλιάδες από τους οποίους δολοφονήθηκαν τότε σε μια απόπειρα εκκαθάρισης διεκδικήσιμων μελλοντικά εδαφών. Από το 1944 ως το 1946 ο Στάλιν, με τη σειρά του, έδωσε εντολή να σταλούν στα γκουλάγκ 182.543 Ουκρανοί με την εύσχημη δικαιολογία ότι «είχαν προσωπικά σχέση ή επαφή με κάποιο στέλεχος ή μέλος του ουκρανικού εθνικιστικού κινήματος», ενώ το 1947 άλλα 76.192 άτομα κλείστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στα στρατόπεδα στο πλαίσιο επιχειρήσεων αποκατάστασης της τάξης στη Δυτική Ουκρανία.

Εθνη σε χειμερία νάρκη

Τα γεγονότα της περιόδου 1917-1945 είναι κομβικά για δύο λόγους. Αφενός πιστοποιούν τη διάδοση της ουκρανικής εθνικής ιδεολογίας, η οποία είχε αναδυθεί ήδη σε γλωσσικό και πολιτισμικό επίπεδο στην Αυστροουγγαρία και στη Ρωσική Αυτοκρατορία από το 1830, αφετέρου απολήγουν στη δημιουργία κρατικής υπόστασης, της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας. Στο τόξο της Ανατολικής Ευρώπης, που εκτείνεται από τη Βαλτική ως τη Μαύρη Θάλασσα, η εθνογένεση επικάθεται σε στρώματα ταυτοτήτων (ρωσική, ουκρανική, πολωνική, λιθουανική, λετονική, εσθονική, εβραϊκή, ορθόδοξη, καθολική, ουνίτικη) και μειονοτήτων, θύλακες των οποίων επιβιώνουν παρά τις θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπό τη σοβιετική εξουσία τα εθνικά ζητήματα εξαναγκάζονται σε χειμερία νάρκη και η εσωτερική διαρρύθμιση του κράτους μπορεί είτε να τα αγνοεί (η ρωσόφωνη Κριμαία αποδίδεται στην Ουκρανία το 1954) είτε να τα προσπερνά διά της αυτονομίας (Ναγκόρνο-Καραμπάχ, Νότια Οσετία, Ινγκουσετία) προετοιμάζοντας το έδαφος για μελλοντικές συγκρούσεις. Την ύστερη σοβιετική εποχή αποδίδουν με οξυδέρκεια τα οικεία κεφάλαια του Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2012) του Τόνι Τζαντ, που θεωρεί την ουκρανική στάση το 1991 καθοριστική για την τελική εξάχνωση της ΕΣΣΔ. Η τριακονταετία των δύο Παγκοσμίων Πολέμων έχει διαχωρίσει το ρωσικό από το ουκρανικό έθνος, ρήγμα που εκφράζει η σπουδή της Ουκρανίας προς ανεξαρτητοποίηση στις 24 Αυγούστου, δύο μόλις ημέρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Πρόκειται πρακτικά για τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της Σοβιετικής Ενωσης πολύ πριν από την υποστολή της σημαίας της στις 25 Δεκεμβρίου 1991.

Μετά την ΕΣΣΔ

Ο Αρκάντι Οστρόφσκι, στέλεχος του «The Economist», περιγράφει τη μετασοβιετική δυστοπία ως αρένα οικονομικών συρράξεων. Η επινόηση της σύγχρονης Ρωσίας (εκδ. Επίκεντρο, 2017) εξετάζει την τριακονταετία 1985-2015, την άνοδο και την πτώση της περεστρόικα, τη διακυβέρνηση Γέλτσιν, την απόδοση του δαχτυλιδιού της διαδοχής στον Βλαντίμιρ Πούτιν. Κυρίως όμως αποτελεί χρονικό της ανάδυσης των ολιγαρχών – των ανθρώπων «με τους κοφτερούς κυνόδοντες», όπως αυτοχαρακτηρίζεται ένας από τους ισχυρότερους, ο μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης Βλαντίμιρ Γκουσίνσκι. «Μαυραγορίτες, οπορτουνιστές, τυχοδιώκτες, απατεώνες και ούτω καθεξής», κατά τον Οστρόφσκι, οι ρώσοι καπιταλιστές υφάρπαξαν τις βιομηχανικές δομές διά του προγράμματος «δάνεια αντί μετοχών», συγκρότησαν ιδιωτικά δίκτυα σε ώσμωση με τις κρατικές ιεραρχίες και επιδόθηκαν σε ανελέητο αγώνα για τη νομή της εξουσίας, ιδιαίτερα μετά τη στοίχισή τους με την υποψηφιότητα του Μπορίς Γέλτσιν στις προεδρικές εκλογές του 1996.

Η συμμαχία των ολιγαρχών, με προεξάρχοντα τον Μπόρις Μπερεζόφσκι, και της οικογένειας Γέλτσιν ανέβασε το 2000 στον προεδρικό θώκο τον 48χρονο τότε Βλαντίμιρ Πούτιν βλέποντάς τον ως έναν ικανό διαχειριστή ο οποίος θα αναγνώριζε τον εαυτό του ως οφειλέτη τους. Εκείνος ωστόσο έστρεψε τον κρατικό μηχανισμό εναντίον των ολιγαρχών αποτινάσσοντας τον έλεγχό τους: ο Γκουσίνσκι διέφυγε στη Δύση, ο Μπόρις Μπερεζόφσκι εγκατέλειψε τη χώρα και αυτοκτόνησε στο Λονδίνο το 2013, ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι έμεινε και βρέθηκε για μια δεκαετία στη φυλακή. «Ούτε σταλινικός ούτε φιλελεύθερος», κατά τον Οστρόφσκι, ο Πούτιν ήταν υπέρμαχος της κρατικής εξουσίας. Καθαγιάζοντας τον ναό του Σωτήρος Χριστού, επαναφέροντας τον σοβιετικό εθνικό ύμνο, χαρακτηρίζοντας την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης ως τη «μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα», συσσώρευσε διαφορετικές περιόδους της Ιστορίας σε ένα νέο ρωσικό κρατικό αφήγημα. Μια δεκαετία σταθερότητας στερέωσε τη νέα αστική τάξη, η αντίδρασή της όμως για την επιστροφή του στην εξουσία μετά το τετραετές διάλειμμα Μεντβέντεφ (2008-2012) που του επέβαλε το τότε Σύνταγμα τον ώθησε στη χρήση ενός μείγματος εθνικισμού, αντιδυτικισμού και χριστιανικής μυθολογίας.

Ο Αρκάντι Οστρόφσκι βλέπει την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 ως εφαρμογή στην πράξη του εθνικιστικού αφηγήματος, εφόσον μετά το 1991 η περίπτωση της χερσονήσου πάντοτε δονούσε τις «ευαίσθητες χορδές της ιμπεριαλιστικής νοσταλγίας».

Το αφήγημα του Πούτιν

Τι επιδιώκει όμως στην πραγματικότητα ο πρόεδρος της Ρωσίας; Αν πιστέψουμε τη διπλωματική ανάλυση του Ντέιβιντ Οουεν, για παράδειγμα, «είναι μια σύνθετη προσωπικότητα, ένας ηγέτης που μοιάζει περισσότερο στον Λένιν παρά στον Στάλιν, περισσότερο στον Αντρόποφ παρά στον Χρουστσόφ». Ο Πούτιν του Οουεν φιλοδοξεί να επανατοποθετήσει τη Ρωσία ως «σημαντικό διεθνή παίκτη με μια αναγνωρισμένη σφαίρα επιρροής» – αν και με «απαράδεκτο τρόπο». Ο Τίμοθι Σνάιντερ, πάλι, προτείνει μια πιο εκλεπτυσμένη προσέγγιση της λογικής του Βλαντίμιρ Πούτιν βασισμένη στο «αφήγημα της αιωνιότητας». Οπως γράφει ο αμερικανός ιστορικός στο βιβλίο του Ο δρόμος προς την ανελευθερία (εκδ. Παπαδόπουλος, 2018), «το αφήγημα της αιωνιότητας τοποθετεί ένα έθνος στο κέντρο μιας ιστορίας θυματοποίησης. Ο χρόνος παύει να είναι μια γραμμική προέκταση στο μέλλον· γίνεται κυκλικός, επιστρέφοντας αέναα στις απειλές του παρελθόντος». Εχθροί με ασαφές περίγραμμα επιβουλεύονται ένα ηθικά άμεμπτο έθνος απεργαζόμενοι διαχρονικά την καταστροφή του, ενώ ο δικός του χαρακτήρας παραμένει αυστηρά αντιστασιακός. Η ρητορική συγχώνευση Ρώσων και Ουκρανών σε έναν λαό, επικαλούμενη το παρελθόν του 9ου αιώνα στις αρχές του 21ου, υιοθετεί θέσεις υπέρμαχων ενός αυτοκρατορικού «ευρασιανισμού», όπως οι Αλεξάντρ Ντούγκιν και Σεργκέι Γκλάζιεφ, για τους οποίους η Ουκρανία όφειλε να πάψει να υπάρχει ως ανεξάρτητο κράτος ή να εξουδετερωθεί κατόπιν εισβολής. Προσαρτώντας την Κριμαία το 2014, εισβάλλοντας στην Ουκρανία το 2022, ο Βλαντίμιρ Πούτιν προβάλλει ως το ιδανικό του ακροδεξιού θεωρητικού Ιβάν Ιλιν, τις ιδέες του οποίου ασπάζεται: είναι πλέον ο «ηγέτης-λυτρωτής».

Σπάνιες βιογραφίες, προσεκτικές απαντήσεις

Πέρα από τα πιο θεωρητικά σχήματα, θα πρέπει να παρατηρήσει κανείς ότι οι έγκυρες βιογραφίες του Βλαντίμιρ Πούτιν σπανίζουν, δείγμα της προσοχής με την οποία ο ρώσος πρόεδρος καλλιεργεί αποστάσεις προκειμένου να συντηρεί την αύρα του απρόβλεπτου. Μια δεκαετία σημαντικών γεγονότων μάς χωρίζουν από το εξαίρετο πορτρέτο του/της δημοσιογράφου Μάσα Γκέσεν Βλαντίμιρ Πούτιν, Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο (εκδ. Πατάκη, 2012), χρονικό αδίστακτης συγκέντρωσης της εξουσίας και ακύρωσης της δημοκρατίας. Η Συνέντευξη με τον Πούτιν (εκδ. Οξύ, 2019) του αμερικανού σκηνοθέτη Ολιβερ Στόουν περιλαμβάνει το πλήρες περιεχόμενο των συζητήσεών τους μεταξύ 2015 και 2017 για το ντοκιμαντέρ «The Putin Interviews», μακροσκελείς διαλόγους με μείγμα άλλοτε εύκολων και άλλοτε ενοχλητικών ερωτήσεων τις οποίες ο συνεντευξιαζόμενος χειρίζεται με ιδιαίτερη προσοχή. Αξίζει να διαβαστεί και είναι χρήσιμο να το συγκρίνει κανείς με το απολογητικό προφίλ του γερμανού δημοσιογράφου Χούμπερτ Ζάιπελ που βασίζεται σε συνεντεύξεις των ετών 2010 – 2015 που εκδόθηκαν με τίτλο Πούτιν. Η εξουσία εκ των έσω (εκδ. Καστανιώτη, 2016). Εδώ ο ρώσος πρόεδρος που μιλάει «συγκρατημένα», «με στωικό τρόπο», είναι πιο ευθύς («σε έναν πολυπολιτισμικό κόσμο παίζεται σκληρό παιχνίδι»· η ανατροπή του Γιανουκόβιτς ήταν «μια εξέγερση που σκηνοθέτησε η Αμερική»· η οικονομική αποσύνδεση της Ουκρανίας από τη Ρωσία ισοδυναμεί με «άμεση πολιτική επίθεση»). Η πιο ενδιαφέρουσα ομοιότητα είναι η ξενάγηση και των δύο δημοσιογράφων στο παρεκκλήσι του. Η πιο ενδιαφέρουσα διαφορά, το σχόλιό του ως προς έναν ενδεχόμενο πόλεμο με την Ουκρανία. «Νομίζω ότι αυτό θα ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο» σχολιάζει στον Στόουν. Προηγουμένως, το καλοκαίρι του 2014, ο Ζάιπελ μιλάει μαζί του στη διάρκεια ενός μίνι διπλωματικού επεισοδίου με τον Ζοζέ Μπαρόζο, τότε επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος φερόταν να ισχυρίζεται πως ο ρώσος πρόεδρος του είχε πει «αν θέλω, μπορώ να καταλάβω το Κίεβο σε δύο εβδομάδες». «Αυτό το είπα στον Μπαρόζο για να του δηλώσω καθαρά πως ούτε σκοπεύουμε ούτε ποτέ σκοπεύαμε να εισβάλουμε στο Κίεβο» είναι η κατηγορηματική, τότε, διαβεβαίωση του Βλαντίμιρ Πούτιν.