Ελάχιστα είναι στη χώρα μας τα βιβλία που αναφέρονται στο δουλεμπόριο που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη και στον Νέο Κόσμο. Πολύ περισσότερα γνωρίζουν οι έλληνες αναγνώστες για τον αγώνα εναντίον των φυλετικών διακρίσεων παρά για μια από τις πιο μαύρες και μακρές περιόδους στην ιστορία του δυτικού κόσμου που αρχίζει με την ανακάλυψη της Αμερικής και τελειώνει τέσσερις και πλέον αιώνες αργότερα με την κατάργηση της δουλείας.

Zora Neale Hurston – Barracoon. Η ιστορία του τελευταίου σκλάβου

Μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης.

Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2021, σελ. 224, τιμή 14,99 ευρώ

Η έκδοση του Barracoon, της μαρτυρίας του Κούτζο Λούις, του τελευταίου, το 1931, εν ζωή σκλάβου που μεταφέρθηκε από την Αφρική στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, είναι μια καλή αρχή ώστε να μεταφραστούν στα ελληνικά και τα ιστορικά βιβλία που καλύπτουν το θέμα γιατί ως τώρα ό,τι γνωρίζει ο μέσος αναγνώστης έχει προκύψει, αποκλειστικά σχεδόν, από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Είναι εξίσου σημαντικό το ότι η μαρτυρία αυτή καταγράφεται από μια επιφανή ανθρωπολόγο και συγγραφέα, τη Ζόρα Νιλ Χέρστον, από τις κυριότερες εκπροσώπους της λεγόμενης «Αναγέννησης του Χάρλεμ» που άνθησε στις δεκαετίες του 1920 και 1930 στη Νέα Υόρκη. Και γι’ αυτήν ακόμη την περίοδο οι γνώσεις μας παραμένουν ελλιπέστατες – παρά την όποια μας εξοικείωση με το έργο των κορυφαίων μουσικών της τζαζ που επιβλήθηκαν εκεί, όπως του Ντιουκ Ελινγκτον, του Λούις Αρμστρονγκ, του Ντίζι Γκιλέσπι και τραγουδιστριών όπως της Μπίλι Χολιντέι και της Μπέσι Σμιθ.

Η αναγέννηση αυτή δεν περιορίστηκε στη μουσική, αλλά παρουσίασε σημαντικά έργα και στο θέατρο, στον χορό και στη λογοτεχνία. Εδωσε έναν από τους σημαντικότερους αμερικανούς ποιητές του Μεσοπολέμου, τον Λάνγκστον Χιουζ, που μετέφερε τους ρυθμούς της τζαζ στα ποιήματά του, κάποια από τα οποία μετέφρασε στη γλώσσα μας σε ανύποπτο χρόνο (τη δεκαετία του 1960) ο Δημήτρης Σταύρου.

Το βαθύ τραύμα των Αφροαμερικανών

Η έκδοση του Barracoon έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο ως μαρτυρία αλλά και ως ανθρωπολογικό και εθνολογικό ντοκουμέντο. Και ακόμη περισσότερο γιατί αποκαλύπτει ένα βαθύ κι αγιάτρευτο ως σήμερα τραύμα των Αφροαμερικανών: ότι δεν ήταν οι λευκοί αποκλειστικά που διεξήγαγαν το δουλεμπόριο από τις ακτές της Δυτικής Αφρικής στον Νέο Κόσμο αλλά κρίσιμο ρόλο έπαιξε η ενεργός συμμετοχή και κάποιων μαύρων φυλών, ιδίως του διαβόητου Βασιλείου της Δαχομέης, όπου βρίσκεται σήμερα η δημοκρατία του Μπενίν. Αυτές συνελάμβαναν και πουλούσαν τους μαύρους από τις γειτονικές περιοχές, έχοντας οργανώσει επί τούτου στρατιωτικές μονάδες πρωτοφανούς αγριότητας. Και δεν τις αποτελούσαν μόνον άνδρες.

Η αγριότητα των γυναικών (λόγου χάρη των λεγόμενων «Αμαζόνων της Δαχομέης») ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Αυτές, χρησιμοποιώντας μασέτες, αποκεφάλιζαν τα θύματά τους και κρεμούσαν τα κεφάλια στις ζώνες τους. Τέτοιες ανατριχιαστικές σκηνές περιγράφει ο Κούτζο Λούις, ο «τελευταίος σκλάβος», όπως τις έζησε παιδί, όταν τον συνέλαβαν, τον έκλεισαν σε ένα «barracoon» και από εκεί, με το δουλεμπορικό πλοίο «Κλοτίλντα», τον έστειλαν στην Αμερική.

Τα barracoon ήταν κατασκευές που έστηναν οι δουλέμποροι στις ακτές και εκεί φυλάκιζαν τους σκλάβους πριν τους μεταφέρουν αλυσοδεμένους στα πλοία.

Η κράτηση διαρκούσε καιρό και πολλοί σκλάβοι πέθαιναν λόγω της σωματικής εξάντλησης. Το ίδιο συνέβαινε κατά τη διάρκεια του πλου, όταν τους έδιναν λίγο νερό μόνο δύο φορές τη μέρα, που του έριχναν και ξίδι, προκειμένου να μην προσβληθούν οι σκλάβοι από σκορβούτο.

Ο Κούτζο περιγράφει στη συνέχεια τα όσα έζησε πέντε χρόνια ως σκλάβος.

Και μετά, όταν ελευθερώθηκε, δουλεύοντας σκληρά, αποταμίευσε χρήματα, αγόρασε ένα κομμάτι γης, έχτισε το σπίτι του, παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά. Το ίδιο και οι υπόλοιποι, που σε ένα πνεύμα συγκινητικής αλληλεγγύης δημιούργησαν την αφρικανική τους κοινότητα, την Αφρικατάουν (Πλατό) της Αλαμπάμα. Η μνήμη του Κούτζο Λούις είναι εντυπωσιακή, όπως και των άλλων μαύρων της περιοχής. Περιέχει την πίκρα και τη νοσταλγία για την πατρίδα που έχασαν, για την Αφρική των παιδικών τους χρόνων, για τον κόσμο που δεν θα ξανάβρισκαν.

Η ιστορία του δεν είναι μόνο δική του. Είναι ενός ολόκληρου λαού και το δράμα μιας ηπείρου.

Την αφηγείται σε σπασμένα αγγλικά, όμως αυτό το ιδίωμα είναι μια άλλη γλώσσα, η πληγωμένη φωνή της συνείδησης, μια ταυτότητα της καρδιάς κι ένα ανελέητο κατηγορώ που εν τούτοις δεν εκφράζει μίσος και οργή, αλλά ανείπωτο πόνο και θλίψη. Τη γλώσσα αυτή την κράτησε αυθεντική η Ζόρα Νιλ Χέρστον και τη μετέφερε ευρηματικά στη μετάφρασή του ο Αντώνης Καλοκύρης.

Η Χέρστον ταξίδεψε μεταξύ του 1927 και του 1931 στην Αλαμπάμα, όπου συνάντησε και συνομίλησε πολλές φορές με τον Λούις. Είχαν περάσει πενήντα χρόνια από την απαγόρευση του διατλαντικού εμπορίου σκλάβων. Ο Κούτζο ήταν 90 ετών, ο τελευταίος επιζών που είχε άμεση εμπειρία και της αιχμαλωσίας και του barracoon και του εφιαλτικού ταξιδιού από τις ακτές της Δυτικής Αφρικής στον Νέο Κόσμο.

Οι θηριωδίες των αφρικανικών λαών

Η Ζόρα Νιλ Χέρστον πέθανε το 1960 κι αυτό το σκληρό ανάγνωσμα εκδόθηκε με ενενήντα χρόνια καθυστέρηση στις ΗΠΑ, για πρώτη φορά μόλις το 2018, επαναφέροντας στο προσκήνιο το έργο της συγγραφέως του που είχε λησμονηθεί. Από τη λήθη το ανέσυρε μια σπουδαία και διάσημη μαύρη συγγραφέας, η Αλις Γουόκερ, η οποία προτάσσει έναν συγκινητικό πρόλογο στο βιβλίο εξηγώντας γιατί εκδίδεται τόσο αργά. Λέει λοιπόν εκεί: «Διαβάζοντας κάποιος το «Barracoon», καταλαβαίνει αμέσως το πρόβλημα που είχαν μαζί του πολλοί Αφροαμερικανοί, χρόνια πριν, ειδικά οι διανοούμενοι και οι πολιτικοί ηγέτες. Καταγράφει ξεκάθαρα τις θηριωδίες στις οποίες επιδόθηκαν μεταξύ τους οι αφρικανικοί λαοί πολύ πριν οι αλυσοδεμένοι Αφρικανοί […] καταφθάσουν με τα καράβια σαν «μαύρο φορτίο στην κολασμένη Δύση»». Για να καταλήξει με μια νότα αισιοδοξίας: «Ισως ο πλανήτης μας υπάρχει ώστε να μαθαίνουμε να εκτιμάμε το απίστευτο θαύμα της ζωής που περιβάλλει ακόμη και τα βάσανά μας». Δεν ξέρω πόσο παρηγορητικά μπορούν να ακουστούν τέτοια λόγια αυτές τις μέρες. Ως φαίνεται θα περάσουν πάρα πολλά χρόνια ακόμη ώσπου να βγούμε από την προϊστορία.