Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν περισσότερα από 8 δισ. δολάρια τα περασμένα χρόνια για να κλείσουν μία από τις βασικές πηγές χρηματοδότησης των Ταλιμπάν, την καλλιέργεια της παπαρούνας, δεν τα κατάφεραν…

Κι όπως διαφαίνεται τα έσοδα από το εμπόριο ηρωίνης και οπίου ήταν αυτά που κατά κύριο λόγο μπόρεσαν να διατηρήσουν ζωντανούς τους Ταλιμπάν.

Όπιο, ονομάζεται ο αποξηραμένος γαλακτώδης χυμός που προέρχεται από ένα είδος παπαρούνας που ονομάζεται μήκων η υπνοφόρος (Papaver Somniferum). Το όπιο περιέχει περίπου 25% αλκαλοειδή, ενώ μεταξύ αυτών έχει περιεκτικότητα περίπου 10~12% σε μορφίνη, από την οποία εξαρτάται η φαρμακολογική επενέργεια του. Η χημική επεξεργασία της μορφίνης παράγει την ηρωίνη που διακινείται στο παράνομο εμπόριο ναρκωτικών. Περιέχει επίσης κωδεΐνη και άλλα μη ναρκωτικά αλκαλοειδή όπως παπαβερίνη, θηβαΐνη και νοσκαπίνη. Το όπιο και τα παράγωγά του αποτελούν ναρκωτικές ουσίες που πάντα προκαλούν σωματική και ψυχολογική εξάρτηση. Σκευάσματα από όπιο (αφέψημα, σκόνη, εκχύλισμα) χρησιμοποιούνται ως αντιδιαρροϊκά και παυσίπονα φάρμακα. Η παραγωγή του οπίου καθορίζεται ποσοτικά σύμφωνα με διεθνές σχέδιο.

Όπως δηλώνει στο Reuters ο Σέζαρ Γκούντες, επικεφαλής του γραφείου του ΟΗΕ στην Καμπούλ., οι Ταλιμπάν στηρίχθηκαν στο αφγανικό όπιο ως μία από τις βασικές πηγές για το εισόδημά τους, προσθέτοντας ότι πλέον θα επιχειρήσουν να ενισχύσουν περαιτέρω τη θέση τους στην παγκόσμια αγορά των ναρκωτικών.

Εκτιμάται ότι το Αφγανιστάν σήμερα καλύπτει περισσότερο από το 80% της παγκόσμιας παραγωγής οπίου και ηρωίνης.

«Μείναμε άπραγοι και δυστυχώς επιτρέψαμε στους Ταλιμπάν να καταστούν η μεγαλύτερη και καλύτερα χρηματοδοτημένη τρομοκρατική οργάνωση στον πλανήτη» σχολιάζει Αμερικανός αξιωματούχος με γνώση των δικτύων εμπορίας ναρκωτικών από τους Ταλιμπάν»

Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, ακόμη κι εν μέσω πανδημίας η καλλιέργεια παπαρούνας εκτινάχθηκε 37%. Υπολογίζεται ότι το ιστορικό ρεκόρ κατεγράφη το 2017 με την παραγωγή οπίου να εκτινάσσεται στους 9.900 τόνους και τις πωλήσεις να φτάνουν στο 1,4 δισ. δολάρια ή στο 7% του ΑΕΠ του Αφγανιστάν. Αν συνυπολογίσει κανείς τα παράγωγα του οπίου και τις εξαγωγές τους η συνολική οικονομία των ναρκωτικών του Αφγανιστάν φτάνει τα 6,6 δισ. δολάρια.

Αξιωματούχοι του ΟΗΕ ανέφεραν ότι οι Ταλιμπάν πιθανότατα κέρδισαν περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια μεταξύ του 2018 και του 2019 από το εμπόριο ναρκωτικών. Μια έκθεση του Μαΐου 2021 των Ειδικών Γενικών Επιθεωρητών των ΗΠΑ για το Αφγανιστάν (SIGAR) ανέφερε έναν Αμερικανό αξιωματούχο που εκτιμά ότι αντλούν έως και το 60 % των ετήσιων εσόδων τους από παράνομα ναρκωτικά.

Μπορεί τα έσοδα αυτά να είναι υπέρογκα, ωστόσο το Αφγανιστάν παραμένει μια από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο.

Το 2010, Αμερικανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι και γεωλόγοι αποκάλυψαν ότι η χώρα, η οποία βρίσκεται στο σταυροδρόμι της Κεντρικής και Νότιας Ασίας, έχει κοιτάσματα ορυκτών αξίας σχεδόν 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων που θα μπορούσαν να αλλάξουν δραματικά τις οικονομικές της προοπτικές.

Κοιτάσματα ορυκτών όπως ο σίδηρος, ο χαλκός και ο χρυσός είναι διάσπαρτα σε όλη τη χώρα. Υπάρχουν επίσης και σπάνια ορυκτά, με πιο σημαντικό κι ένα από τα μεγαλύτερα ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα λιθίου στον κόσμο – ένα βασικό αλλά σπάνιο συστατικό στις επαναφορτιζόμενες μπαταρίες και άλλες τεχνολογίες ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.

«Το Αφγανιστάν είναι σίγουρα μια από τις πλουσιότερες περιοχές σε παραδοσιακά πολύτιμα μέταλλα, αλλά και τα μέταλλα [που απαιτούνται] για την αναδυόμενη οικονομία του 21ου αιώνα», δήλωσε στο CNN ο Rod Schoonover, επιστήμονας και ειδικός σε θέματα ασφάλειας.

Οι προκλήσεις για την ασφάλεια, η έλλειψη υποδομής και οι σοβαρές ξηρασίες έχουν εμποδίσει την εξόρυξη των πιο πολύτιμων ορυκτών στο παρελθόν. Αυτό είναι απίθανο να αλλάξει σύντομα υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν. Ωστόσο, υπάρχει ενδιαφέρον από χώρες όπως η Κίνα, το Πακιστάν και η Ινδία, οι οποίες μπορεί να προσπαθήσουν να εμπλακούν παρά το χάος.

«Είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό», είπε ο Schoonover.

Πηγή ot.gr