Τα τηλεοπτικά πλάνα και οι φωτογραφίες µε την πρωθιέρεια και τις ιέρειες που την περιστοιχίζουν να ανάβουν τη Φλόγα κάνουν, κάθε φορά που πλησιάζει η διεξαγωγή των Ολυµπιακών Αγώνων, τον γύρο του κόσµου και χαρίζουν ρίγη συγκίνησης στους φιλάθλους – µε τα «συµπτώµατα» να είναι πιο έντονα σε εµάς τους Ελληνες. Η  Ολυµπιακή Φλόγα αποτελεί αδιαµφισβήτητα ένα από τα πιο σηµαντικά και από τα γνωστότερα σύµβολα του Ολυµπιακού Κινήµατος. Οµως – και αυτό είναι κάτι που πολλοί δεν το γνωρίζουν – όσο και αν η ιδέα της προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα (όπου η ιερή φλόγα της θεάς Εστίας έκαιγε άσβεστη κατά τη διάρκεια των Ολυµπιακών Αγώνων), στη µορφή που τις γνωρίζουµε σήµερα και η αφή και η λαµπαδηδροµία που την ακολουθεί πραγµατοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1936, στους Αγώνες του Βερολίνου. Με τη χορεύτρια και χορογράφο Κούλα Πράτσικα να εγκαινιάζει τότε µε την παρουσία της τον συγκινητικό θεσµό της πρωθιέρειας, ανάβοντας τη Φλόγα και παραδίδοντάς τη στον πρώτο λαµπαδηδρόµο, τον διπλωµάτη Κωνσταντίνο Κονδύλη – καθώς εκείνα τα χρόνια και έως το 1956 οι πρώτοι λαµπαδηδρόµοι δεν ήταν απαραιτήτως αθλητές.

Η τελετή πραγµατοποιείται αρκετούς µήνες πριν από την τελετή έναρξης των Ολυµπιακών Αγώνων, στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Ολυµπίας, ουσιαστικά προαναγγέλλοντας τη διοργάνωση. Το τελετουργικό θέλει την πρωθιέρεια και τις ιέρειές της να συµµετέχουν σε µια λιτή χορογραφία στον βωµό που υπάρχει στον χώρο του ναού της Ηρας. Η πρωθιέρεια επικαλείται τον Απόλλωνα ως θεό του φωτός απαγγέλλοντας: «Ιερά σιωπή! Να ηχήσει όλος ο αιθέρας, η γη, η θάλασσα και οι πνοές των ανέµων. Ορη και τέµπη σιγήστε. Ηχοι και φωνές πουλιών παύσατε. Γιατί µέλλει να µας συντροφεύσει ο Φοίβος, ο Φωσφόρος Βασιλεύς. Απόλλωνα, θεέ του ήλιου και της ιδέας του φωτός, στείλε τις ακτίνες σου και άναψε την ιερή δάδα για τη φιλόξενη πόλη του/της (ακούγεται όνοµα της διοργανώτριας πόλης). Και συ, ω Δία, χάρισε ειρήνη σ’ όλους τους λαούς της Γης και στεφάνωσε τους νικητές του Ιερού Αγώνα».

Ακολούθως, ανάβει τη δάδα της από τις αχτίδες του ήλιου, µε τη βοήθεια ενός κοίλου κατόπτρου. Η Ολυµπιακή Φλόγα ταξιδεύει στην Ελλάδα, µε τελευταίο σταθµό την Αθήνα, όπου σε τελετή στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιµάρµαρο) παραδίδεται από την προηγούµενη ολυµπιακή πόλη στη νέα διοργανώτρια πόλη των Ολυµπιακών Αγώνων. Το γεµάτο συµβολισµούς ταξίδι της συνεχίζεται σε όλον τον κόσµο και ολοκληρώνεται µε την είσοδό της στο στάδιο της διοργανώτριας πόλης: Εκεί, ο τελευταίος λαµπαδηδρόµος, ο οποίος είναι συνήθως κάποιος σηµαντικός αθλητής, ανάβει τον βωµό όπου θα καεί ασταµάτητα µέχρι την τελετή λήξης των Αγώνων.

Λέγεται πως η ιδέα ανήκει στον Καρλ Ντιµ, σηµαντική προσωπικότητα του αθλητικού χώρου στη Γερµανία, διευθυντή της Γυµναστικής Ακαδηµίας του Βερολίνου και γ.γ. της Οργανωτικής Επιτροπής στους Ολυµπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936. Η καινοτοµία, την οποία δέχθηκε αµέσως η Διεθνής Ολυµπιακή Επιτροπή, κατηγορήθηκε ως δηµιούργηµα του ναζιστικού καθεστώτος. Ηταν όµως τέτοια η επιτυχία της που καθιερώθηκε. Ετσι, συνολικά από τη δεκαετία του ’30 µέχρι σήµερα δώδεκα ελληνίδες πρωθιέρειες είχαν την τιµή να δώσουν το έναυσµα για τη οργάνωση-έναρξη των θερινών Ολυµπιακών Αγώνων, µε τη Μαρία Αγγελακοπούλου να γίνεται η δεύτερη στη σειρά όταν διαδέχθηκε την Πράτσικα στους Ολυµπιακούς του Λονδίνου, το 1948. Η δεκαεπτάχρονη κοπέλα, κάτοικος του Πύργου Ηλείας, επιστρατεύτηκε την τελευταία στιγµή για να σώσει την κατάσταση, όταν η επίσηµη πρωθιέρεια, η µαθήτρια της Πράτσικα ηθοποιός Αλέκα Κατσέλη (που τότε είχε ακόµα το πατρικό επίθετό της, δηλαδή λεγόταν Μαζαράκη), δεν µπόρεσε να φτάσει στην Αρχαία Ολυµπία λόγω του εµφυλίου πολέµου. Στο λεωφορείο που τη µετέφερε δεν επιτράπηκε να περάσει τον Ισθµό της Κορίνθου και υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Τότε η αφή της Φλόγας είχε γίνει κάτω από δρακόντεια µέτρα ασφαλείας. Σκληρές εποχές εκείνες…

Η Ξανθίππη Πηχέων-Θεολογίτη διαδέχθηκε µε τη σειρά της την Αγγελακοπούλου στους Ολυµπιακούς του Ελσίνκι το 1952. Στις τρεις επόµενες διοργανώσεις (Μελβούρνη 1956, Ρώµη 1960 και Τόκιο 1964) πρωθιέρεια ήταν η Κατσέλη, ενώ στους αγώνες του Μέξικο Σίτι (1968), του Μονάχου (1972), του Μόντρεαλ (1976) και της Μόσχας (1980) ήταν η ηθοποιός Μαρία Μοσχολιού, η οποία έχει και το ρεκόρ της συµµετοχής στις περισσότερες διοργανώσεις. Η Μοσχολιού έφυγε από τη ζωή τον Νοέµβριο του 2020, µε την υπουργό Πολιτισµού Λίνα Μενδώνη να την αποχαιρετά γράφοντας στο συλλυπητήριο µήνυµά της: «Η σοβαρότητα, η κοµψότητα και το κύρος της παρουσίας της ταυτίστηκαν µε το ολυµπιακό ιδεώδες και µε την αφή της Ολυµπιακής Φλόγας. Ως πρωθιέρεια, δηµιούργησε την Ολυµπιακή Φλόγα σε τέσσερις τελετές, δίνοντας το ουσιαστικό έναυσµα για τη µεγαλύτερη παγκόσµια γιορτή, µε το σπουδαίο οικουµενικό µήνυµα της συνεργασίας, της ειρήνης και του ευ αγωνίζεσθαι. Η µορφή της θα είναι για πάντα συνδεδεµένη µε το Ολυµπιακό Κίνηµα και τους Ολυµπιακούς Αγώνες».

Η Κατερίνα Διδασκάλου άναψε την ιερή φλόγα για τους Ολυµπιακούς του Λος Αντζελες (1984) και της Σεούλ (1988), η Μαρία Παµπούκη για τους Ολυµπιακούς της Βαρκελώνης (1992) και της Ατλάντα (1996), η Θάλεια Προκοπίου για το Σίδνεϊ (2000) και την Αθήνα (2004), η Μαρία Ναυπλιώτου για το Πεκίνο (2008), η Ινώ Μενεγάκη για το Λονδίνο (2012), η Κατερίνα Λέχου για το Ρίο ντε Τζανέιρο (2016) και η Ξανθή Γεωργίου για τους Ολυµπιακούς του Τόκιο που αναβλήθηκαν λόγω της COVID-19 και είναι προγραµµατισµένο θα πραγµατοποιηθούν τώρα.

Σηµαντική προσωπικότητα για τον θεσµό είναι η Μαρία Χορς, η οποία είχε την επιµέλεια της χορογραφίας της τελετής (εµπνευσµένη από παραστάσεις αποτυπωµένες σε αρχαία αγγεία) από το 1964 έως το 2004. Η σηµαντική χορογράφος είχε πάρει µέρος (δεκατετράχρονο κορίτσι εκείνα τα χρόνια) και στην πρώτη τελετή αφής, µαζί µε την επίσης νεότατη Αλέκα Κατσέλη. Από το 2008 τη χορογραφία υπογράφει η Αρτεµις Ιγνατίου.

Κατερίνα Λέχου
«Ενιωθα σαν να ίπταμαι στον χώρο!»

«Τι να πρωτοθυμηθώ; Ηταν όλα τόσο έντονα! Επρεπε να είμαι διαρκώς σε ετοιμότητα. Ειδικά την ώρα την αφής, ένιωθα μεγάλο αίσθημα ευθύνης. Δεν αφορούσε μόνο το αν θα τα καταφέρω, δεν ήταν μόνο πρακτικό το θέμα, ήταν, τολμώ να πω, ένα είδος μεταφυσικής ευθύνης. Μετά τη γενική δοκιμή, όπως είναι γνωστό, διατηρούμε τη φλόγα αναμμένη για κάθε ενδεχόμενο. Επειδή ο καιρός είναι απρόβλεπτος, υπάρχει πάντα ένα plan B. Ομως, ακόμα και έχοντας αυτή την ασφάλεια, θέλεις εκείνη τη στιγμή – τη στιγμή που σηματοδοτείς την έναρξη μιας τόσο σημαντικής διοργάνωσης – να πάνε όλα καλά. Θέλεις να ανάψεις τη φλόγα όπως πρέπει. Θέλεις η ιεροτελεστία στην οποία συμμετέχεις να πετύχει πάση θυσία! Θυμάμαι την αγωνία μου, αλλά και μια… υπερβατική αίσθηση που νομίζω νιώθαμε όλες οι συμμετέχουσες, μια παρέα από γυναίκες που λειτουργούσαμε με απόλυτη ομαδικότητα. Γιατί όλο αυτό το σύστημα είναι τόσο καλά δομημένο που γίνεσαι ένα με τις υπόλοιπες κοπέλες. Η σύνδεσή μου μαζί τους ήταν τόσο μεγάλη που ένιωθα πως τα κορίτσια που με περιστοίχιζαν ζέσταιναν και εμένα και τη φλόγα για να ανάψει. Ολα αυτό ήταν βεβαίως έργο της χορογράφου Αρτέμιδος Ιγνατίου. Πάντα για να δημιουργηθεί μια στιβαρή ομάδα χρειάζεται μια κεφαλή, ένας αρχηγός. Η Αρτεμις είναι μια γυναίκα δυνατή, που ξέρει να εμπνέει, που με τον τρόπο της μεταγγίζει τα πιο ευγενικά αισθήματα σε όλους, που μπορεί να σε βάλει σε μία κατάσταση… Αυτό συνέβη σε εμένα, με έβαλε σε μία κατάσταση που δεν είχα αισθανθεί ποτέ ξανά. Ενιωθα σαν να ίπταμαι στον χώρο! Ηταν μια υπερβατική, μεταφυσική εμπειρία, και η αφή στην Αρχαία Ολυμπία – κυρίως αυτή – αλλά και έπειτα η τελετή παράδοσης της φλόγας στην πρώτο λαμπαδηδρόμο. Είναι, βεβαίως, και μια αρκετά αγχωτική και απαιτητική διαδικασία, καθώς οι πρόβες για την τελειοποίησή της διαρκούν μήνες. Μία από τις μεγαλύτερες απαιτήσεις, κάτι το οποίο ως ηθοποιός που παίζει στο θέατρο δεν το είχα συνηθίσει, ήταν το θέμα της ακινησίας. Ειδικά η πρωθιέρεια καλείται να πάρει θέση και να μείνει ακίνητη για πολλή ώρα. Αν, ας πούμε, εκείνη τη στιγμή καθίσει πάνω σου μια μέλισσα, ακόμα και αν σε τσιμπήσει, εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, πρέπει να παραμείνεις ακίνητη. Τη στιγμή που βρίσκεσαι μέσα στον ναό της Ηρας, μέσα στα χόρτα, ακόμα και αν περάσει ένα φίδι ανάμεσα στα πόδια σου, δεν πρέπει να βγάλεις κιχ! Θα με ρωτήσετε: “Είναι τόσο σοβαρό και τόσο δύσκολο αυτό;”. Σας διαβεβαιώνω πως είναι! Τα άλλα κορίτσια, όσα από εκείνα ήταν χορεύτριες, ήταν πιο συνηθισμένα στην ακινησία, εμείς οι ηθοποιοί δεν την είχαμε συνηθίσει. Επίσης, δεν είναι εύκολο να κρατάς τη δάδα για πολλή ώρα. Οχι επειδή είναι βαριά, ένα κιλό ζυγίζει, όσο όμως κρατάς αυτό το κιλό (ειδικά επειδή πρέπει να το κρατάς μακριά από το σώμα σου) τόσο πιο βαρύ σου φαίνεται πως γίνεται. Ξαφνικά έχεις την αίσθηση πως ζυγίζει δέκα κιλά. Κοντολογίς, ο κίνδυνος του ατυχήματος ελλοχεύει πάντα, και αυτό προσθέτει αγωνία και ανησυχία. Επιπλέον, όσο πλησιάζει η αφή πρέπει να προσέχεις, να είσαι στην καλύτερη δυνατή φυσική κατάσταση, να είσαι ξεκούραστη και ακμαία. Εγώ έχω πολύ ευαίσθητη φωνή, κλείνει εύκολα, οπότε πρόσεχα ακόμα περισσότερο γιατί έχει υγρασία στην Ολυμπία και αυτό θα μπορούσε να μου δημιουργήσει πρόβλημα. Ομως έπαιρνα δύναμη από άλλους παράγοντες: Από τη συγκέντρωση, από τη συγκίνηση, από τον τόπο, την Ολυμπία, από τη συντροφικότητα με τις άλλες κοπέλες! Ολα αυτά έκαναν την εμπειρία μοναδική. Υπάρχει και κάτι άλλο, το οποίο θέλω να τονίσω: Αυτό το κομμάτι της διαδικασίας, η τελετή αφής της φλόγας, είναι το πιο αγνό όλης της ιστορίας. Γιατί εμείς είμαστε εθελόντριες, αφήνουμε τις δουλειές μας και τις οικογένειές μας, και το κάνουμε χωρίς χρήματα, χωρίς σπόνσορες, χωρίς καμία υλική ανταπόδοση. Το κάνουμε με την ψυχή μας, για την τιμή και τα ιδανικά των Αγώνων, και αυτό είναι νομίζω σημαντικό να ακουστεί στις εποχές που ζούμε».