Το «Αμερικανικό Σχέδιο για την Απασχόληση», που προβλέπει επενδύσεις άνω των 2 τρισ. δολαρίων (αγγίζουν τα 2,3 τρισ.) παρουσίασε το βράδυ της Τετάρτης στο Πίτσμπουργκ της Πολιτείας της Πενσιλβάνια ο Τζο Μπάιντεν. Πρόκειται για ένα σχέδιο που εκπονείται «μια φορά κάθε γενιά», όπως είπε χαρακτηριστικά ο αμερικανός πρόεδρος, που προβλέπει τη δημιουργία εκατομμυρίων θέσεων εργασίας και θα έχει τρεις κεντρικές δράσεις: έναν πρόγραμμα σχεδιασμού και εκτέλεσης δημοσίων έργων, ένα πρόγραμμα επενδύσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τον προγραμματισμό και υλοποίηση κοινωνικών επενδύσεων, όπως είναι η φροντίδα για τους ηλικιωμένους.

Ο Μπάιντεν είπε ότι τέτοιο σχέδιο έχει να εκπονηθεί στην Αμερική από την κατασκευή ενός συστήματος διαπολιτειακών αυτοκινητοδρόμων και από τις επενδύσεις για την κατάκτηση του διαστήματος, που είχαν γίνει πριν από δεκαετίες. Ο πρόεδρος τόνισε ότι «δεν έχει κανένα πρόβλημα να ζητήσει από τις επιχειρήσεις να στηρίξουν οικονομικά το πρόγραμμα», μέσω της αύξησης της φορολόγησής τους βέβαια. Πρόσθεσε μάλιστα ότι «αυτό θα θέσει ένα τέρμα στην πρακτική της Amazon και άλλων μεγάλων εταιρειών που πληρώνουν μηδενικούς ή μηδαμινούς φόρους στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση».

Το πρόγραμμα για τις υποδομές και την απασχόληση προβλέπει μεταξύ άλλων τον εκσυγχρονισμό 32.000 χιλιομέτρων του οδικού δικτύου της χώρας, την κατασκευή 10.000 γεφυρών, την κατασκευή νέων και τον εκσυγχρονισμό ήδη λειτουργούντων αεροδρομίων, τον εκσυγχρονισμό και την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου των ΗΠΑ και την παροχή κινήτρων για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης των αυτοκινήτων.

Σημειωτέον ότι το πρόγραμμα για τις υποδομές και την απασχόληση θα εφαρμοστεί παράλληλα με το «πακέτο» των 1,9 τρισ. δολαρίων που έχει ήδη ψηφιστεί από το Κογκρέσο και έχει αρχίσει να υλοποιείται για την ανακούφιση των οικονομικώς πληγέντων από την πανδημία.

Η πρωτοβουλία στην κυβέρνηση

Απαραίτητη προϋπόθεση αλλά και πολιτικός στόχος του προγράμματος είναι η ενίσχυση και αναβάθμιση του περιορισμένου ρόλου που διαδραματίζει εδώ και γενιές ολόκληρες η ομοσπονδιακή κυβέρνηση όχι μόνο στον στρατηγικό σχεδιασμό αλλά και στη λειτουργία της αμερικανικής οικονομίας. Όπως είπε ο Μπάιντεν, το εξαγγελθέν πρόγραμμα φιλοδοξεί να συμβάλλει κατά 20% ή και περισσότερο στη διαμόρφωση του ετήσιου ΑΕΠ των ΗΠΑ.

Στόχος επίσης του προγράμματος είναι η υπό κεντρική κυβερνητική καθοδήγηση ισχυροποίηση της οικονομίας να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού και επίσης να ενισχύσει τις ΗΠΑ έναντι του αυξανόμενου κινεζικού ανταγωνισμού και της απειλής για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ που συνιστά, όπως υποστηρίζει η Ουάσιγκτον, η οικονομική πολιτική του Πεκίνου.

Είναι προφανές ότι για να εξασφαλίσει την έγκριση του Κογκρέσου στα σχέδιά της η διακυβέρνηση Μπάιντεν θέλει να αποδώσει την ενίσχυση των κρατικών δομών και της κυβερνητικής εποπτείας στην οικονομία εις βάρος του ιδιωτικού τομέα ως ανάγκη για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων των ΗΠΑ.

«Παγωμάρα» των Ρεπουμπλικανών

Παγερή έως απορριπτική και άκρως καχύποπτη ήταν η πρώτη αντίδραση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στην όλη στρατηγική θεώρηση που ανέπτυξε ο Μπάιντεν, δεδομένου του ότι το πρόγραμμα προβλέπει αυξήσεις φόρων και περιορισμούς στην ελευθερία των επιχειρηματικών επιλογών.

Προβλέπει, για παράδειγμα, αύξηση από το 21% στο 28% του συντελεστή εταιρικών φόρων και αλλαγές στο Φορολογικό Κώδικα ώστε να κλείσουν τα «παραθυράκια» που επιτρέπουν στις αμερικανικές επιχειρήσεις να μεταφέρουν και να εγγράφουν κέρδη τους σε τρίτες χώρες.

Αντίθετα, ο πρόεδρος δεν συμπεριέλαβε (ακόμα;) στις εξαγγελίες του την προαναγγελθείσα προεκλογικά αύξηση της φορολόγησης των πλέον ευκατάστατων Αμερικανών (όσων κερδίζουν περισσότερα από τα 400.000 δολάρια ετησίως, κατά τα φημολογούμενα).

Σύμφωνα με τον αναλυτή του BBC Άντονι Ζάρτσερ, ο Μπάιντεν δεν θέλησε να προκαλέσει τους Ρεπουμπλικανούς αναβάλλοντας για μεταγενέστερο χρόνο πολιτικά και κοινωνικά «εμπρηστικές» μεταρρυθμίσεις, όπως είναι ο έλεγχος της οπλοκατοχής, η μετανάστευση, τα δικαιώματα ψήφου, η προστασία του περιβάλλοντος ή η προώθηση της δημόσιας υγείας.

«Δούρειος Ίππος των ακρο-αριστερών»

Παρά ταύτα, ως «ένα ακόμα Δούρειο Ίππο που ικανοποιεί τις απαιτήσεις της άκρας Αριστεράς» χαρακτήρισε ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Μιτς Μακόνελ τις προτάσεις, αντιτείνοντας ότι οι προτεινόμενες αυξήσεις των φόρων «θα σκοτώσουν θέσεις εργασίας και θα φρενάρουν τις μισθολογικές αυξήσεις την ώρα που οι εργαζόμενοι εκείνο που χρειάζονται είναι ταχύτερη ανάπτυξη της οικονομίας».

Για να προλάβει τις αντιδράσεις ο Μπάιντεν ξεκαθάρισε ότι πρόθεση του ίδιου και του επιτελείου του δεν ήταν να βάλει στο στόχαστρο τις επιχειρήσεις αλλά να απαντήσει στις διακρίσεις και την ανισότητα που οξύνθηκαν από την πανδημία. Το πρόγραμμα, εξάλλου, προβλέπει τον καταμερισμό του κόστους του προγράμματος σε μια χρονική περίοδο οκταετίας και την αποπληρωμή του σε 15 χρόνια, «δίχως να επιβαρύνει το μακροπρόθεσμο χρέος της κυβέρνησης».

Αρνητική παρά ταύτα ήταν η πρώτη αντίδραση και του κόσμου του εμπορίου και των επιχειρήσεων. Ο Νιλ Μπράντλεϊ, επικεφαλής πολιτικού σχεδιασμού του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου είπε ότι το Επιμελητήριο συμμερίζεται την άποψη του Μπάιντεν για την ανάγκη επείγουσας ενίσχυσης των υποδομών, αλλά χαρακτήρισε το όλο σχέδιο που εξαγγέλθηκε ως «επικίνδυνα εσφαλμένο και παραπλανητικό».

«Είμαστε κάθετα αντίθετοι στις γενικότερες αυξήσεις φόρων που προτείνει η διακυβέρνηση, διότι θα επιβραδύνουν την διαδικασία ανάκαμψης της οικονομίας και θα κάνουν τις ΗΠΑ λιγότερο ανταγωνιστικές παγκοσμίως», είπε ο Μπράντλεϊ.

Η σαγήνευση των γερουσιαστών

Η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι εξέφρασε την πεποίθησή της ότι το πρόγραμμα για το «Αμερικανικό Σχέδιο για την Απασχόληση» θα έχει ψηφιστεί έως τις 4 Ιουλίου (έως την εθνική εορτή των ΗΠΑ δηλαδή), αλλά το υψηλό εμπόδιο που καλούνται να υπερπηδήσουν ο Μπάιντεν και το Δημοκρατικό Κόμμα είναι η Γερουσία.

Την απολύτως οριακή πλειοψηφία στην 100μελή Γερουσία δίνει, ως γνωστόν, στους Δημοκρατικούς η ψήφος της προέδρου του Σώματος και αντιπροέδρου των ΗΠΑ Κάμαλα Χάρις. Για να εγκριθεί, όμως, το «Αμερικανικό Σχέδιο για την Απασχόληση» απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 60 ψήφων. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι θα πρέπει να βρούν οι Δημοκρατικοί έναν ικανό αριθμό Ρεπουμπλικανών για να υπερψηφίσουν τις προτάσεις τους, αλλά και ότι θα πρέπει να εξασφαλίσουν και την πειθαρχία στο δικό τους κόμμα – κάτι διόλου δεδομένο για όσους ανησυχούν πολύ για την επανεκλογή τους.