Όλα τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα για τη μετάλλαξη του κορωνοϊού που καταγράφηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και σε άλλες χώρες κωδικοποιεί το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Όπως αναφέρει η επιστημονική ομάδα του ΕΚΠΑ Ιωάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) τονίζουν για το νέο στέλεχος του κορωνοϊού SARS-CoV-2 ότι τα προκαταρκτικά δεδομένα δείχνουν ότι είναι σημαντικά πιο μεταδοτικό από προηγούμενα στελέχη, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC – https://www.ecdc.europa.eu/sites/default/files/documents/SARS-CoV-2-variant-multiple-spike-protein-mutations-United-Kingdom.pdf).

Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, το νέο στέλεχος με την κωδική ονομασία SARS-CoV-2 VUI 202012/01 φαίνεται να έχει αύξηση του R0 τουλάχιστον 0,4 και έχει αυξημένη μεταδοτικότητα κατά 70%.

Δείτε επίσης:

Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις που να συνηγορούν στο να σχετίζεται το νέο στέλεχος με σοβαρότερη μορφή της νόσου. Το νέο στέλεχος χαρακτηρίζεται από πολλαπλές (έως και 4000) μεταλλάξεις σε γονίδια που κωδικοποιούν για αντιγονικούς καθοριστές της πρωτεΐνης S, καθώς και σε άλλες περιοχές του γονιδιώματος.

Όσον αφορά στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πιο επιβαρυμένη περιοχή είναι αυτή της Νοτιο-ανατολικής Αγγλίας, στην οποία φάνηκε αύξηση του ρυθμού του αριθμού των κρουσμάτων ανά 14ήμερο, από 100 σε 400 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμό.

Η γονιδιακή ανάλυση έδειξε ότι μεγάλο ποσοστό (άνω του 50%) αυτών των περιπτώσεων ανήκουν στο νέο στέλεχος του SARS-CoV-2. Παράλληλα, υπάρχουν αναφορές περιπτώσεων λοίμωξης COVID-19 από το νέο στέλεχος σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο (συνολικά τουλάχιστον 1108 έως τις 13/12), αλλά και στη Δανία και στην Ολλανδία.

Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) συστήνει οι δημόσιες αρχές υγείας να απομονώνουν και να αναλύουν γενετικά τον ιό SARS-CoV-2, και εφόσον διαπιστώσουν την ύπαρξη ενός νέου στελέχους να ενημερώνουν τις ευρωπαϊκές αρχές. Ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δοθεί σε περιπτώσεις επαναλοίμωξης COVID-19 για πιθανή ανίχνευση νέων στελεχών, καθώς επίσης και περιστατικά λοιμώξεων σε εμβολιασμένους.

Αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, τα εμβόλια mRNA έναντι του SARS-CoV-2 επάγουν ανοσολογική απόκριση έναντι στο σύνολο της πρωτεΐνης S, και επομένως μεμονωμένες μεταλλαγές σε αντιγονικούς επιτόπους δεν αναμένεται να επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα. Ωστόσο, εάν συσσωρευτούν μελλοντικά μεταλλαγές που να επιτρέπουν στον SARS-CoV-2 να διαλάθει της ανοσολογικής απόκρισης που έχει προκληθεί από το εμβόλιο, είναι πιθανό να καταστεί απαραίτητη η προσαρμογή των εμβολίων ανάλογα με τα κυκλοφορούντα στελέχη, αντίστοιχα με το εμβόλιο της γρίπης.