Υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν ρίχνει νερό στο κρασί του και μιλάει για τις ευθύνες συνολικά του πολιτικού συστήματος έναντι των προσφύγων και μεταναστών. Εξάλλου, ο Δημήτρης Χριστόπουλος, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ασχολείται συστηματικά με τις μειονότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στην τσάντα του έχει το τελευταίο του βιβλίο του με τίτλο «Αν το Προσφυγικό ήταν πρόβλημα, θα είχε λύση» (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ), το οποίο και μου δείχνει και με αφορμή αυτό αρχίζει αμέσως η συζήτηση για τα θέματα των δικαιωμάτων.

Η ντροπή της Μόριας

Αναπόφευκτα μια από τις πρώτες ερωτήσεις που δέχεται είναι για τη Μόρια και κατά πόσο αποτελεί, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, ντροπή. «Ασφαλώς. Ντροπή μακράς διάρκειας η Μόρια. Κάτι σαν Μακρόνησο, Σπιναλόγκα, Ψυχιατρείο Λέρου παλιότερα. Αν η ανθρώπινη ζωή έχει αξία, η Μόρια είναι κηλίδα της ευρωπαϊκής και ελληνικής σύγχρονης ιστορίας, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων». Θεωρεί τη διαχείριση του Μεταναστευτικού-Προσφυγικού ως ένα από τα δυσκολότερα θέματα δημόσιας πολιτικής και στο ερώτημα πού αποτύχαμε ως χώρα, υποστηρίζει ότι «στο Προσφυγικό να «πετύχεις» δεν γίνεται» και το ζητούμενο είναι «να μην αποτύχεις παταγωδώς».

Σύμφωνα με τον κ. Χριστόπουλο, «έχουμε δημιουργήσει μια πεποίθηση ότι ως διά μαγείας ή διά της ανομολόγητης ράβδου των επαναπροωθήσεων που σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο απαγορεύονται, θα λύσουμε το πρόβλημα». Στο σημείο αυτό επικαλείται το βιβλίο του και σημειώνει ότι το Μεταναστευτικό είναι φαινόμενο που κυοφορεί προβλήματα και συμπληρώνει: «Tα φαινόμενα δεν λύνονται. Τα διαχειριζόμαστε λιγότερο ή περισσότερο ανθρώπινα ή πετυχημένα».

Το νέο Σύμφωνο

Πώς όμως κρίνει ο ίδιος, έχοντας διατελέσει και πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου προέδρου), το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο; «Εσωστρεφές και φοβικό. Εκτενής πολιτική για τις επιστροφές, ελάχιστες αναφορές στην ένταξη. Η «ευέλικτη αλληλεγγύη» δεν ξέρουμε ακόμη τι θα μας δώσει και εγκυμονεί κινδύνους για τα κράτη της περιφέρειας όπως η Ελλάδα» λέει. Παράλληλα, υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε ότι το «μετά το Δουβλίνο» θα απαλλάξει τον ευρωπαϊκό Νότο και συνεχίζει: «Δυστυχώς, είμαστε μονοδιάστατα στις πολιτικές της αποτροπής κι αυτό είναι κοντόθωρο για την ΕΕ, άδικο για την ευρωπαϊκή περιφέρεια και κυρίως απάνθρωπο για τους κολασμένους ανθρώπους. Οι όποιες καλές μέριμνες για τα ασυνόδευτα παιδιά π.χ. δεν αλλάζουν τη συνολική αξιολόγηση του Συμφώνου που είναι σαφώς αρνητική».

Η στάση της ΕΕ

Η συζήτηση περιστρέφεται όμως γύρω από τη στάση της ΕΕ και κατά πόσο κλείνεται ή όχι στο καβούκι της, εάν αντιδρά φοβικά και εάν οδηγούμαστε σε μια Ευρώπη-φρούριο. «Είναι η πρώτη φορά που η ΕΕ στην ιστορία της εμφανίζεται τόσο φοβική απέναντι στις πληθυσμιακές μετακινήσεις. Αυτό είναι κακό νέο. Και για τους μετανάστες και πρόσφυγες, αλλά και για τις ίδιες τις κοινωνίες. Για τους συσχετισμούς εντός τους. Η ιστορία των ανθρωπίνων κοινωνιών βρίθει από παραδείγματα φρουρίων που αλώθηκαν. Οι μεγάλοι φράχτες κάνουν και τους μεγάλους άλτες λένε…» υπογραμμίζει.

Πάρκινγκ ανθρώπων

Για την Ελλάδα και το νέο Σύμφωνο, υποστηρίζει ότι έχει την ίδια θέση από το 2016, με  τη συνομολόγηση της Κοινής Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας: πάρκινγκ ανθρώπων. «Η Ελλάδα έχει επισήμως γίνει ένα buffer State της ΕΕ. Το πιο δυσάρεστο είναι ότι η κυβέρνηση δεν φαίνεται να δυσαρεστείται από τον ρόλο του μαντρόσκυλου λόγω της δυσανεξίας που προκαλεί στην κοινή γνώμη η παρουσία προσφύγων που και η ίδια καλλιέργησε, ιδίως όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Αυτό όμως είναι βολικό και διόλου ευφυές. Αν καταλήξεις μαντρόσκυλο θα σου φέρονται έτσι, και αυτό δεν είναι καλή ζωή για έναν τόπο. Δεν μπορεί η Ελλάδα να επαίρεται που έγινε πανηγυρικά η «ασπίδα της ΕΕ»» αναφέρει. Ταυτόχρονα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, σημειώνοντας ότι καμία κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει μόνο ως ασπίδα. Αναφέρει ότι «οι ροές έχουν συρρικνωθεί κυρίως εξαιτίας του ότι οι άνθρωποι λόγω πανδημίας δεν μπορούσαν να φτάσουν στα παράλια της Τουρκίας και δευτερευόντως λόγω των επαναπροωθήσεων στα θαλάσσια σύνορα» και προβλέπει: «Θα τα βρούμε πάλι μπροστά μας αυτά».   

Η συντηρητικοποίηση

Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται η τάση της συντηρητικοποίησης της ελληνικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας. Ο Χριστόπουλος πιστεύει ότι αυτή θα φέρει την παγίδευση σε ακροδεξιές μυθοπλασίες, επικίνδυνες για την κοινωνική συνοχή. «Η συντηρητικοποίηση αυτή είναι επιστροφή στο Μεσοπόλεμο. Ξέρετε, οι μετανάστες είναι μόνο η πρόσοψη. Πάντα κάποιος άλλος ακολουθεί ως νέα νομιζόμενη απειλή» τονίζει και συμπληρώνει: «Λέτε πως οι ούγγροι, οι πολωνοί, οι γάλλοι, οι έλληνες ακροδεξιοί σιχαίνονται μόνο τους μετανάστες; Οι μετανάστες είναι μόνο η αρχή. Επονται οι υπόλοιποι. Γι’ αυτό επιμένω: ο αγώνας ενάντια στην Ακροδεξιά δεν είναι μόνο αγώνας για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα. Είναι αγώνας για την ασφάλεια και την ευρωπαϊκή ειρήνη».

1821-2021: «Ευκαιρία για αναστοχασμό»

Η συζήτηση με τον Δημήτρη Χριστόπουλο είχε εξ αρχής ιδεολογικό φορτίο (ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ), αλλά με ακαδημαϊκή ματιά και λόγω της πανεπιστημιακής ιδιότητας θέλησε να συζητήσουμε και τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821. «Ευτυχώς που δεν πρυτανεύει στο εσωτερικό της Πρωτοβουλίας 1821-2021 (ενός σοβαρού εγχειρήματος, που συγκεντρώνει επιστημονικούς φορείς και ιδρύματα) η άποψη της υπουργού Παιδείας ότι η Ιστορία πρέπει να καλλιεργεί την εθνική συνείδηση και όχι την κοινωνική. Θα ήταν σαν να παραδεχόμαστε ότι όλες οι εθνικές δοξασίες είναι εξ ορισμού κοινωνικά αβάσιμες, κάτι που δεν ισχύει» αναφέρει και συμπληρώνει: «Τα 200 χρόνια από το 2021 είναι ευκαιρία για αναστοχασμό για τις νίκες και για τις αμαρτίες του ελληνικού έθνους. Χωρίς έπαρση, ούτε όμως ντροπή και αποσιώπηση».