Με θέλγητρο τις χαμηλές τιμές για αυτοκίνητα που (φαινομενικά) βρίσκονται σε άριστη κατάσταση, επιτήδειοι εκμεταλλεύονται την ανάγκη των καταναλωτών για ανανέωση του προσωπικού ή επαγγελματικού τους αυτοκινήτου. Ελλείψει επαρκών ρυθμίσεων, αλλά και χάρη στην απουσία διεθνούς επικοινωνίας μεταξύ των ΚΤΕΟ και λοιπών υπηρεσιών ελέγχου οχημάτων, έμποροι και μεσάζοντες στην αγορά εισαγόμενων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων εξαπατούν τους αγοραστές και «ξεφορτώνονται» στη χώρα μας απαρχαιωμένα και ρυπογόνα οχήματα, με σφοδρές συνέπειες για το περιβάλλον, την οδική ασφάλεια και την οικονομία.

Στοιχεία που προκαλούν ανησυχία

Αν και μέχρι το 2014 τα εισαγόμενα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα που έφταναν κάθε χρόνο στη χώρα μας αποτελούσαν μόλις το 8% – 9% των συνολικών εισαγωγών οχημάτων, ατυχείς αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο που πρόσφεραν αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στα μεταχειρισμένα από το εξωτερικό έναντι των εγχώριων οδήγησαν τη συγκεκριμένη αγορά σε έκρηξη. Έκτοτε, οι εισαγωγές μεταχειρισμένων έχουν υπερδεκαπλασιαστεί, ξεπερνώντας μάλιστα σε ορισμένες κατηγορίες ακόμη και τις εισαγωγές καινούργιων οχημάτων. Ενδεικτικά, το 2019 εισήχθησαν στην Ελλάδα 15,413 μεταχειρισμένα ελαφρά φορτηγά και μόλις 7,972 καινούργια.

Σε πολλές περιπτώσεις, τα μοντέλα αυτοκινήτων που φτάνουν στην Ελλάδα από το εξωτερικό είναι εξαιρετικά ρυπογόνα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν πλέον να κυκλοφορήσουν στις χώρες προέλευσής τους. Μέσα από διάφορες μεθόδους εξαπάτησης, ωστόσο, συχνά αυτό δεν γνωστοποιείται ούτε στους καταναλωτές, αλλά ούτε και στις ελληνικές αρχές. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα διαθέτει πλέον έναν από τους πιο γερασμένους στόλους αυτοκινήτων στην Ευρώπη, με τη μέση ηλικία των επιβατικών να κινείται στα 16 έτη και μόλις το 5,2% να είναι τρέχουσας τεχνολογίας Euro 6 (2015 και έπειτα).

Μια ανεξέλεγκτη αγορά με καταστροφικές συνέπειες

Πρόκειται για ένα πρόβλημα με πολλά βλαβερά «παρακλάδια» που διεισδύουν σε πολλαπλούς τομείς της ελληνικής κοινωνίας. Το πρώτο και πιο ξεκάθαρο εξ αυτών αφορά τις αρνητικές επιπτώσεις της συγκεκριμένης αγοράς στην οικονομία της χώρας, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα: Από τη μία πλευρά, τα εισαγόμενα μεταχειρισμένα προσφέρουν πολύ χαμηλότερες εισφορές στο ελληνικό δημόσιο, καθώς δεν καταβάλλουν ΦΠΑ και έχουν ελάχιστο Τέλος Ταξινόμησης εξαιτίας της παλαιότητάς τους. Από την άλλη, οι φαινομενικά ελκυστικές τους τιμές, οι οποίες αποτελούν προϊόν εξαπάτησης των καταναλωτών, δημιουργούν αθέμιτο ανταγωνισμό με την εγχώρια αγορά μεταχειρισμένων.

Ταυτόχρονα, η παλαιότητά τους συνεπάγεται ότι έχουν και πεπαλαιωμένη αντιρρυπαντική τεχνολογία, συμβάλλοντας κατά πολύ στην περαιτέρω επιβάρυνση της ήδη μολυσμένης ατμόσφαιρας των πόλεων της Ελλάδας. Αντίστοιχα, τα «γερασμένα» αυτοκίνητα χαρακτηρίζονται και από χαμηλότερες προδιαγραφές ασφαλείας, οι οποίες όμως σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούν καν να διαπιστωθούν, αφού οι έμποροι πολλές φορές – σύμφωνα με ορισμένους, τις περισσότερες – «πειράζουν» τον αριθμό των χιλιομέτρων, αλλά και άλλα στοιχεία, όπως το έτος πρώτης κυκλοφορίας ή ο εξοπλισμός του οχήματος. Η έλλειψη διασύνδεσης μεταξύ των ευρωπαϊκών ΚΤΕΟ δεν επιτρέπει την εξακρίβωση των στοιχείων που έχουν δηλωθεί από τους έμπορους και τους μεσάζοντες, και έτσι αγοραστές και κράτος αντιμετωπίζουν τα εισαγόμενα οχήματα σαν να ήταν σε άριστη κατάσταση, τη στιγμή που στην πραγματικότητα θα έπρεπε να οδεύουν ολοταχώς προς την… απόσυρση.

Φύκια για μεταξωτές κορδέλες

Μεγαλύτερος χαμένος του τοπίου «Άγριας Δύσης» που έχει διαμορφωθεί ελλείψει επαρκών κανόνων και εποπτικών δυνατοτήτων, είναι φυσικά οι καταναλωτές, οι οποίοι καταλήγουν να δαπανούν υψηλά ποσά πιστεύοντας πως αγοράζουν ένα καινούργιο αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας, μόνο και μόνο για να καταλήξουν με μοντέλα δεκαετίας και άνω. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις τα ποσά που καταβάλλουν για να προμηθευτούν τα εισαγόμενα αυτοκίνητα είναι πολύ «φουσκωμένα» σε σχέση με εκείνα που θα απαιτούνταν για την αγορά ενός εγχώριου μεταχειρισμένου στην ίδια κατάσταση, καθώς λόγω της παραποίησης των στοιχείων τους, τα εισαγόμενα φαίνονται να έχουν κατά πολύ χαμηλότερα χιλιόμετρα.

Νόθευση της εγχώριας αγοράς

Σε ακόμη πιο δυσμενή θέση, όμως, βρίσκονται οι πολίτες που επιδιώκουν να μεταπωλήσουν το δικό τους προσωπικό ή επαγγελματικό αυτοκίνητο, προκειμένου να προχωρήσουν στην αγορά ενός νεότερου μοντέλου. Σε αντίθεση με τους σκιώδεις ανταγωνιστές τους, οι πολίτες που προσπαθούν να πουλήσουν τα αυτοκίνητά τους εντός των συνόρων της χώρας δεν είναι σε θέση να αποκρύψουν ή να παραποιήσουν στοιχεία, λόγω του ΚΤΕΟ και του διαφανούς ιστορικού συντήρησης, ασφάλισης, κλπ.

Αυτού του είδους ο αθέμιτος ανταγωνισμός, συνεπάγεται ότι τεράστιος αριθμός των εγχώριων μεταχειρισμένων δεν θα καταφέρουν ποτέ να βρουν αγοραστή σε τιμή ανάλογη της κατάστασής τους. Έτσι, οι ιδιοκτήτες τους είτε αναγκάζονται να τα πουλήσουν έναντι εξευτελιστικών ποσών, είτε εγκαταλείπουν τα σχέδιά τους για μετάβαση σε ένα νεότερο μοντέλο. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο περαιτέρω γήρανσης του στόλου οχημάτων που κινούνται στην ελληνική επικράτεια.

Μόνοι κερδισμένοι οι επιτήδειοι

Ενδεχομένως η κυριαρχία των εισαγόμενων μεταχειρισμένων στην ελληνική αγορά να μπορούσε να δικαιολογηθεί στην περίπτωση που κάλυπταν κάποια άλλη ανάγκη των καταναλωτών – για παράδειγμα, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να αποκτήσουν τα αγαπημένα τους μοντέλα, τα οποία είναι πιο δυσεύρετα στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, όμως, τα πλέον δημοφιλή μοντέλα μεταξύ των εισαγόμενων αυτοκινήτων, κυκλοφορούν στους δρόμους της χώρας μας κατά δεκάδες χιλιάδες, και βέβαια συχνά δεσπόζουν σε ελληνικές αγγελίες μεταπώλησης. Ωστόσο, παραμένουν στα αζήτητα, καθώς ο εισαγόμενος ανταγωνισμός τους μοιάζει πιο ελκυστικός εξαιτίας των παραποιημένων στοιχείων.

Εντέλει, οι καταναλωτές εντός των συνόρων βρίσκονται χαμένοι σε πολλαπλά στρατόπεδα – και μαζί τους το κράτος και το φυσικό περιβάλλον. Μόνοι κερδισμένοι οι επιτήδειοι, που καταφέρνουν να διοχετεύσουν οχήματα χαμηλής ποιότητας στην ελληνική αγορά, γνωρίζοντας ότι οι αγοραστές δεν θα είναι σε θέση να εξακριβώσουν την πραγματική τους κατάσταση.

Αυξανόμενος κίνδυνος για το περιβάλλον

Οι αυξημένες εκπομπές αερίων των απαρχαιωμένων εισαγόμενων οχημάτων, αλλά και η απαξίωση των εγχώριων μεταχειρισμένων, έχει οδηγήσει στη γήρανση του στόλου σε βαθμό που σπανίως απαντάται σε ευρωπαϊκή χώρα. Έτσι, οι ελληνικές πόλεις έχουν καταλήξει να έχουν ορισμένες από τις υψηλότερες τιμές ρύπων οξειδίων του αζώτου, όζοντος και σωματιδίων εντός της ΕΕ.

Η ανάγκη για άμεση λήψη επιπλέον μέτρων που θα θωρακίσει πολίτες και περιβάλλον απέναντι στην όλη κατάσταση αυξάνεται διαρκώς, καθώς όσο οι μητροπόλεις της Ευρώπης οδεύουν σταδιακά προς την απομάκρυνση των αυτοκινήτων από το κέντρο τους, αυξάνονται και οι προσπάθειές τους να «ξεφορτωθούν» τα παλιότερα και πιο ρυπογόνα οχήματα προς άλλες χώρες. Χωρίς την άμεση εφαρμογή ενός αυστηρότερου ρυθμιστικού πλαισίου, ο κίνδυνος η Ελλάδα να μετατραπεί σε χωματερή αυτοκινήτων της Ευρώπης, είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός.