Στο κατά πόσο το κάπνισμα σχετίζεται με τον κορωνοϊό αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της σημερινής ενημέρωσης, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας, Σωτήρης Τσιόδρας.

«Το κάπνισμα είναι δυνητικά παράγοντας κινδύνου» είπε κληθείς να σχολιάσει τις τελευταίες επιστημονικές έρευνες.

Όπως εξήγησε, μάλιστα, από τη Δευτέρα θα υπάρχει και σχετική καταγραφή των κρουσμάτων που καπνίζουν, προκειμένου να διαπιστωθεί αν πράγματι το κάπνισμα σχετίζεται με την πιθανότητα μόλυνσης από τον ιό.

Τι δείχνουν οι έρευνες

Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με ερευνητές της κλινικής Mayo στις ΗΠΑ, το κάπνισμα φαίνεται ότι αυξάνει τον κίνδυνο μόλυνσης, ενώ το κόψιμο του τσιγάρου ενισχύει σημαντικά τις πιθανότητες αντίστασης στον κοροναϊό.

Την ίδια ώρα, βάσει των στοιχείων από την Κίνα, ενώ η θνητότητα του φονικού ιού αγγίζει το 2% στον γενικό πληθυσμό, για τους ασθενείς με πνευμονοπάθειες σχετιζόμενες με το κάπνισμα, το αντίστοιχο ποσοστό «ανεβαίνει» στο 6%.

Oι έρευνες από την Κίνα

Σύμφωνα με πληροφορίες από την Κίνα, όπου ξεκίνησε ο κοροναϊός οι άνθρωποι που πάσχουν από καρδιαγγειακά και αναπνευστικά προβλήματα, που προκαλούνται από το κάπνισμα, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης σοβαρών συμπτωμάτων της νόσου COVID-19.

Πολύ μεγαλύτερος ο κίνδυνος θανάτου για ασθενείς με υποκείμενα νοσήματα

Έρευνες σε 55.924 εργαστηριακά επιβεβαιωμένες περιπτώσεις στην Κίνα δείχνουν ότι η πιθανότητα θανάτου για τους ασθενείς με COVID-19 είναι πολύ υψηλότερη αν υπάρχουν ορισμένα υποκείμενα νοσήματα, όπως:

  • καρδιαγγειακές παθήσεις
  • διαβήτης
  • υπέρταση
  • χρόνια αναπνευστικά νοσήματα
  • καρκίνος

Αυτό λοιπόν, αποδεικνύει ότι αυτά τα υποκείμενα νοσήματα συμβάλλουν στην αύξηση της ευαισθησίας των ασθενών στη θανατηφόρα νόσο.

Ο ρόλος του καπνίσματος

Το κάπνισμα έχει τεράστιο αντίκτυπο στην υγεία των αναπνευστικών οδών.

Η σύνδεση μεταξύ της χρήσης καπνού και του καρκίνου του πνεύμονα είναι πασίγνωστη: το κάπνισμα αποτελεί τη συνηθέστερη αιτία καρκίνου του πνεύμονα. Επίσης αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο μόλυνσης από φυματίωση.

Επίσης, το κάπνισμα είναι ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ). Αυτή η νόσος προκαλεί τη διόγκωση και τη διάρρηξη των αερόσακων στους πνεύμονες, γεγονός που μειώνει την ικανότητα του πνεύμονα να απορροφά οξυγόνο και να αποβάλλει διοξείδιο του άνθρακα. Ταυτόχρονα προκαλεί συσσώρευση βλέννας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα επώδυνο βήχα και δυσκολία στην αναπνοή.

Όλα αυτά έχουν σημαντικές συνέπειες για τους καπνιστές, δεδομένου ότι το κάπνισμα θεωρείται παράγοντας κινδύνου για οποιαδήποτε μόλυνση του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος και ο κορονοϊός, που προκαλεί τη νόσο COVID-19, επηρεάζει κυρίως το αναπνευστικό σύστημα, προκαλώντας ήπια έως σοβαρή αναπνευστική βλάβη.

Ωστόσο, δεδομένου ότι η νόσος COVID-19 είναι πρόσφατα αναγνωρισμένη ασθένεια, η σχέση μεταξύ του καπνίσματος και της νόσου δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί επιστημονικά σε απόλυτο βαθμό. Είναι απλά κάτι προφανές για όλους τους επιστήμονες!

Η πιθανότητα θανάτου ενός καπνιστή

Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εκδήλωσης πιο σοβαρών συμπτωμάτων και θανάτου μεταξύ των ασθενών με COVID-19, οι οποίοι πάσχουν από καρδιαγγειακές παθήσεις. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο νέος κορονοϊός SARS-CoV-2 προέρχεται από την ίδια οικογένεια με τους ιούς MERS-CoV και SARS-CoV, οι οποίοι έχουν συσχετιστεί με καρδιαγγειακή βλάβη (οξεία ή χρόνια).

Έρευνες στην Κίνα έδειξαν ότι οι ασθενείς με COVID-19 και υποκείμενα καρδιακά προβλήματα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν πιο σοβαρά συμπτώματα. Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ασθενείς με COVID-19 που έχουν πιο σοβαρά συμπτώματα έχουν συχνά επιπλοκές που σχετίζονται με την καρδιά.

Αυτή η σχέση μεταξύ του COVID-19 και της καρδιαγγειακής υγείας είναι σημαντική διότι το κάπνισμα (ακόμα και το παθητικό κάπνισμα) είναι μείζονα αίτια καρδιαγγειακών νοσημάτων παγκοσμίως. Η επίδραση της COVID-19 στο καρδιαγγειακό σύστημα επιδεινώνει τα υποκείμενα νοσήματα που σχετίζονται με την καρδιά.

Επιπλέον, ένα ασθενέστερο καρδιαγγειακό σύστημα μεταξύ των ασθενών με COVID-19, που ήταν ή είναι καπνιστές, θα μπορούσε να κάνει αυτούς τους ασθενείς ευαίσθητους σε πιο σοβαρά συμπτώματα, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα θανάτου.