3 Απριλίου 1896, Παναθηναϊκό Στάδιο: Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ απονέμει στον Σπύρο Λούη, νικητή του Μαραθώνιου δρόμου κατά τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, το αργυρό μετάλλιο – τότε δεν υπήρχε χρυσό. Συνοδεύεται από κλαδιά ελιάς, από τιμητικό δίπλωμα και από δύο κύπελλα: Το ασημένιο, εμπνευσμένο και σχεδιασμένο από τον γάλλο λόγιο Μισέλ Μπρεάλ, είναι εκείνο που απέκτησε σε δημοπρασία το 2012 το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και που εκτέθηκε στον χώρο της Αγοράς του ΚΠΙΣΝ. Το δεύτερο ήταν ένας αρχαίος σκύφος που είχε περιπετειώδη ιστορία: Χαμένος για χρόνια, εντοπίστηκε στη συλλογή του γερμανικού Πανεπιστημίου του Μίνστερ και επαναπατρίστηκε χάρη στην έρευνα και στις ενέργειες του αρχαιολόγου δρος Γιώργου Γ. Καββαδία και του υπουργείου Πολιτισμού. Αυτές τις ημέρες τα δύο κύπελλα βρίσκονται και πάλι το ένα δίπλα στο άλλο, έπειτα από πολλές δεκαετίες, τοποθετημένα στον πιο κατάλληλο χώρο, στο Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας στην Ολυμπία. Τον πρωτότυπο σκύφο θα αντικαταστήσει στη συλλογή του γερμανικού ιδρύματος το ακριβές αντίγραφό του από τον εγνωσμένης αξίας και πιστοποιημένο από το Εθνικό Μουσείο και από το υπουργείο Πολιτισμού αγγειογράφο Θωμά Κοτσιγιάννη. Ακόμη δύο αντίγραφα θα δοθούν για τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Εθνικού Μουσείου και του Μουσείου στην Αρχαία Ολυμπία.

«Εργον τέχνης αρίστης»

Κειμήλιο χαρακτηρίζει μεταξύ άλλων τον σκύφο ο κ. Κοτσιγιάννης, εξηγώντας πως δεν είναι «απλώς ένα ακόμη αγγείο, αλλά ένα σύμβολο που αρπάχτηκε στις σκοτεινές εποχές του πολέμου και επαναπατρίστηκε, ένα σημαντικό εθνικό κειμήλιο, άμεσα συνδεδεμένο με το Ολυμπιακό Κίνημα και τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες στη σύγχρονη Ελλάδα». Στον νικητή τον είχε προσφέρει τότε ο Ιωάννης Π. Λάμπρος, «αμφιλεγόμενη προσωπικότητα των αρχαιολογικών πραγμάτων του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, επιφανής νομισματικός, δραστήριος, ωστόσο αρχαιοπώλης και κιβδηλοποιός», όπως σημειώνει ο Γιώργος Γ. Καββαδίας. Σύμφωνα με δημοσίευμα της «Εστίας» (1896), το αγγείο «ανευρέθη εν Θήβαις εντός τάφου ανήκοντος ίσως εις δρομέαν νικητήν των Ολυμπίων ή άλλων Αγώνων, διότι η επ’ αυτού παράστασις εικονίζει δύο δρομείς αγωνιζομένους τον δόλιχον και δύο Ελλανοδίκας εφορεύοντας. Είναι δε του δ’ αιώνος έργον τέχνης αρίστης και διατηρείται αλώβητον». Ή μάλλον διατηρούνταν αλώβητο, γιατί στα δικά μας χέρια επέστρεψε με μέρος του τοιχώματός του σπασμένο.

Το κειμήλιο αναζητήθηκε την άνοιξη του 2012, με αφορμή την περιοδική έκθεση «Οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες: 1896-2012: Η συμβολή της Ελλάδας στα τεκμήρια». Ο Νίκος Καλτσάς, διευθυντής τότε του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ανέθεσε την έρευνα στον κ. Καββαδία. Εκείνος εντόπισε τον σκύφο στη συλλογή του γερμανικού Πανεπιστημίου του Μίνστερ, όπου τον είχε πουλήσει ο διαπρεπής αλλά αμφιλεγόμενος γερμανός ιστορικός και επιγραφικός Βέρνερ Πικ, μαζί με όλη τη συλλογή που είχε παράνομα συγκροτήσει και εξαγάγει από την Ελλάδα τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο επαναπατρισμός έγινε και εμείς ως «ευχαριστώ» δωρίζουμε τώρα στο Πανεπιστήμιο το ακριβές αντίγραφο του σκύφου, που κατά τον κ. Κοτσιγιάννη «θα κοσμήσει ως αντίδωρο τη συλλογή του, γεγονός που έχει ξεχωριστή σημασία, διότι αποδεικνύει ότι δεν είμαστε μόνον οι κάτοχοι των πρωτοτύπων, αλλά και εκείνοι που διαθέτουμε άριστη τεχνογνωσία στον τομέα της αρχαίας κεραμικής και συναισθανόμαστε όσο κανείς την υψηλή αισθητική της και ως εκ τούτου μοναδικοί στο να επιχειρούμε να την αντιγράφουμε».

Ολόιδιο ή… περίπου ίδιο;

Μιλάει με αγάπη για τον σκύφο πάνω στον οποίο δούλεψε εντατικά τους τελευταίους μήνες ο κ. Κοτσιγιάννης. Με την ίδια βεβαίως αγάπη μιλάει και για τα άλλα, τα δεκάδες αγγεία που μας περιτριγυρίζουν στον πάνω όροφο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, έργα της αξεπέραστης έως σήμερα κλασικής αγγειογραφίας. «Το αντίγραφο είναι μια μεγάλη και περίπλοκη ιστορία», λέει, εξηγώντας πως «κατέχουμε την τεχνογνωσία των αρχαίων κεραμέων στον βαθμό που να μας επιτρέπεται να αποκωδικοποιούμε τις τεχνικές τους και να δημιουργούμε ακριβή αντίγραφα αρχαίων αγγείων για συγκεκριμένους σκοπούς όπως π.χ. εκθέσεις, δώρα κ.λπ.». Πόσο ακριβή; «Το θέμα δεν είναι μόνον πόσο ακριβή  μπορούμε να τα κάνουμε αλλά και πόσο πιστά επιτρέπεται να είναι», λέει: «Οταν μιλάμε για αντίγραφα που απευθύνονται σε μαζική διάθεση, δεν είναι ορθό επί της αρχής να είναι τελείως ίδια με το πρωτότυπο, αλλά το αντίγραφο να προσεγγίζει το πρωτότυπο κατά 80%. Πρέπει δηλαδή να είναι άρτια η αισθητική τους απόδοση σε σχέση με το πρωτότυπο, για όποιον τα αποκτά, αλλά σε ένα μάτι ειδικού ή εξασκημένο όπως είναι το δικό μου να είναι αντιληπτό ότι πρόκειται για αντίγραφο. Αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση και λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλίδα, καθώς, όπως καταλαβαίνετε, ένα πιστό στο πρωτότυπο αντίγραφο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και για σκοπούς που δεν συνάδουν με την αρχαιολογική και επιστημονική δεοντολογία. Τίθεται λοιπόν ένα όριο που δεν πρέπει κανείς να το υπερβαίνει. Εξάλλου, και την τεχνογνωσία τη διαφυλάσσουμε με μεγάλη προσοχή, κυρίως, για λόγους ασφαλείας».

 

Η καθημερινή περιπέτεια του αγγειογράφου

Κάνει αυτή τη δουλειά για περισσότερα από 25 χρόνια. «Ολες οι νεανικές μου μνήμες είναι μέσα σε αυτό το Μουσείο» λέει. Ομως, συγκυριακά ασχολήθηκε με την τέχνη της αγγειογραφίας: «Ημουν στη σχολή όταν αναζητούσαν κάποιον να κάνει κάποιες αποτυπώσεις από μια λευκή λήκυθο, ανταποκρίθηκα και τα κατάφερα σαν να ήταν κάτι που είχε γραφτεί στο DNA μου. Με ρώτησαν αν μπορούσαμε να μεταφέρουμε την απεικόνιση επάνω σε ένα αγγείο και τότε άρχισα να αναζητώ τα ίχνη και τα μυστικά των χεριών των αρχαίων κεραμέων. Με συνεπήρε η διαδικασία, και έτσι μπήκα σε αυτή την τεράστια περιπέτεια που συνεχίζεται ακόμη». Γιατί περιπέτεια; «Γιατί είναι ένας τομέας που απαιτεί διαρκή μελέτη και ασταμάτητη προσπάθεια. Δυστυχώς δεν ασχολήθηκε ποτέ κανένας με την αγγειογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Μόνοι μας, εγώ και οι συνεργάτες μου (η δουλειά μου δεν είναι υπόθεση ενός ανθρώπου, χρειάζομαι έναν αγγειοπλάστη που να πρέπει να μου αποδώσει τη φόρμα για να μπορέσω εγώ μετά να ζωγραφίσω πάνω της), έχοντας βεβαίως αναζητήσεις και αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις, προσπαθήσαμε εμπειρικά να καταλάβουμε, σχεδόν ψηλαφίζοντας». Ηταν τολμηρές όσο και δελεαστικές οι πρώτες απόπειρες να κάνουν αντίγραφα, «κάτι που δεν θα είχαμε καταφέρει ποτέ χωρίς την πολύτιμη βοήθεια των αρχαιολόγων, και είναι πολλοί εκείνοι που τους χρωστώ ευχαριστίες και με τιμούν με τη φιλία τους. Αυτοί με έμαθαν να βλέπω μέσα από το επιστημονικό τους βλέμμα πράγματα που δεν ήμουν σε θέση να αναγνωρίσω… Ξέρετε, κάθε αγγείο το έχει φτιάξει και ένας διαφορετικός αγγειογράφος, οπότε όταν αρχίσεις να ασχολείσαι με το αντικείμενο είναι σαν να βρίσκεσαι σε ένα μεγάλο εργαστήριο με πολλούς διαφορετικούς καλλιτέχνες. Τότε καλείσαι να βλέπεις και να αντιγράφεις τον εκάστοτε ζωγράφο με όλες τις ιδιαιτερότητές του, στα προφίλ του, στον τρόπο με τον οποίο απεικονίζει τα χέρια… Πρέπει, κοντολογίς, να λάβεις υπόψη σου παραμέτρους και λεπτομέρειες που στην αρχή δεν περνούν από το μυαλό σου».

Η εκπαιδευτική σημασία της αντιγραφής

Η εμπειρία τον κάνει πλέον να νιώθει πιο σίγουρος, αν και «ακόμη και τώρα οι δυσκολίες είναι μεγάλες. Διαρκώς μαθαίνω. Και βέβαια δεν ξεχνώ ποτέ πως αντιγράφω, δεν συναγωνίζομαι την άφταστη τέχνη των αρχαίων. Ομως και η αντιγραφή έχει τη δική της τέχνη». Είναι διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο εργάζεται και τα μέσα που έχει από τότε που ξεκίνησε. «Η τεχνογνωσία είναι η ίδια, οι πρόγονοί μας μάς έχουν αποκαλύψει πολλά μυστικά τους, βελτιωνόμαστε όμως διαρκώς. Δεν ξέρω ποια θα είναι η εξέλιξη, γιατί όπως είπα αυτή τη στιγμή η τέχνη της αντιγραφής δεν διδάσκεται. Ομως κάτι πρέπει να γίνει, γιατί είναι τεράστιος και αστείρευτος πλούτος η αγγειογραφία».

Ο Θωμάς Κοτσιγιάννης δίνει τα έργα του στα πωλητήρια των μεγάλων μουσείων, όμως η μεγαλύτερη χαρά του «είναι όταν φιλοτεχνώ αντίγραφα αγγείων που παίρνουν τη θέση πρωτότυπων σε περιοδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό». Αναφέρουμε ενδεικτικά τους παναθηναϊκούς αμφορείς για την έκθεση «Αγών» του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου που ταξίδεψε στο εξωτερικό, τον Κένταυρο του Λευκαντίου για την έκθεση της Ερέτριας, το αντίγραφο του διάσημου κρατήρα του Ευφρονίου για μια έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και μια σειρά αγγείων για λογαριασμό του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για μια έκθεση με θέμα τον Μαραθώνα, στο Ζάππειο. «Πολλές φορές αγγειογραφώ και για εκπαιδευτικούς λόγους, για εκπαιδευτικά προγράμματα και μουσειοβαλίτσες ή με καλούν σε Πανεπιστήμια για να εξηγήσω τα κρυμμένα μυστικά της αρχαίας αγγειογραφίας στους φοιτητές – τελευταίως μάλιστα μού προτείνουν να συμμετέχω και σε συνέδρια». Δεν φτιάχνει, όμως, μόνο αντίγραφα αγγείων, «ένα μεγάλο και ενδιαφέρον πεδίο δημιουργίας είναι και οι εφαρμογές, έργα τέχνης από πηλό εμπνευσμένα από την αρχαιότητα, και όχι μόνον. Υπάρχουν και τα κοσμήματα, που δεν τα φτιάχνω τυχαία αλλά με αφορμή περιοδικές εκθέσεις ή για τα πωλητήρια μουσείων, όπως του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στο οποίο πριν από χρόνια παρουσίασα για πρώτη φορά αυτή την πλευρά της δουλειάς μου, και του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, που με εμπιστεύεται εδώ και χρόνια σε μια μεγάλη γκάμα έργων, από πιάτα εμπνευσμένα από την τελευταία έκθεση του Πικάσο, έως κοσμήματα, επετειακά έργα και πλήθος άλλα. Το πάθος μου όμως είναι τα αγγεία και κάθε φορά που το χέρι μου ακολουθεί τα χνάρια των αρχαίων ζωγράφων νιώθω σαν να καταδύομαι στον χρόνο και να κάθομαι δίπλα τους, ανυπομονώντας για τη στιγμή που το αποτέλεσμα θα είναι άρτιο και θα χαράξω με ικανοποίηση πάνω στον πηλό «Κοτσιγιάννης έγραφσεν»…».