Μόνο ταμειακές μηχανές που μπορούν να διασφαλίσουν online διασύνδεση με το Taxisnet θα υπάρξουν στην Ελλάδα, καθώς προωθείται η διαδικασία  της απευθείας σύνδεσης των ταμειακών μηχανών με τον φορολογικό μηχανισμό.

Η απόφαση είναι οριστική και εντός του 2020 θα ξεκινήσει η διασύνδεση που θα επιτρέψει στους ελεγκτικούς μηχανισμούς της φορολογικής διοίκησης να παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο την έκδοση αποδείξεων λιανικής πώλησης.

Την ίδια στιγμή θα καταχωρούν τα αρχεία με τον συνολικό τζίρο όπως αυτός προκύπτει από τη «δραστηριότητα» της ταμειακής μηχανής.

Οι ταμειακές μηχανές

Ήδη βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για τη διασύνδεση καθώς απόφαση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων προβλέπει ότι το αργότερο έως το τέλος Ιουνίου θα πρέπει να έχουν αποσυρθεί και αντικατασταθεί ταμειακές μηχανές παλιάς τεχνολογίας, δηλαδή προδιαγραφών του 2002 και 2005, οι οποίες δεν έχουν τη τεχνική δυνατότητα διασύνδεσης με το Taxisnet και αποστολής δεδομένων.

Με τη διασύνδεση τα στοιχεία έκδοσης κάθε απόδειξης και η συνολική αξία και όγκος των εκδιδόμενων αποδείξεων θα μεταδίδονται και καταχωρούνται στο Taxisnet.

Έτσι :

– Επιχειρήσεις που εμφανίζονται να έχουν περιορισμένη αξία έκδοσης αποδείξεων θα γίνονται ευκολότερα στόχος αιφνιδιαστικού φορολογικού ελέγχου. Οι ελεγκτές θα πηγαίνουν στην επιχείρηση και προσποιούμενοι τους πελάτες θα διαπιστώνουν αν γίνεται φοροδιαφυγή

– Θα καταγράφονται ενδείξεις φοροδιαφυγής μέσω της σύγκρισης του τζίρου μεταξύ ημερών που οι ελεγκτές ήταν παρόντες στην ελεγχόμενη επιχείρηση και ημερών που οι ελεγκτές δεν ήταν παρόντες. Αν διαπιστώνεται μεγάλη απόκλιση τότε η επιχείρηση θα γίνεται ευκολότερα στόχος φορολογικού ελέγχου

– Θα καταγράφεται ηλεκτρονικά η αξία των εκδιδόμενων αποδείξεων και από αυτήν θα προκύπτει και ο ΦΠΑ εκροών κάθε επιχείρησης. Έτσι θα μπορούν να γίνονται διασταυρώσεις και αυτόματη μεταφορά δεδομένων στις σχετικές φορολογικές δηλώσεις

– Θα μπορεί να γίνεται σύγκριση μεταξύ της αξίας των εισπράξεων μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών (POS) και της αξίας των εκδιδόμενων αποδείξεων. Η σύγκριση θα μπορεί να γίνει και ανά συναλλαγή προκειμένου να εντοπίζονται εισπράξεις για τις οποίες δεν εκδόθηκαν αποδείξεις.