Εχουν περάσει δύο και πλέον μήνες από την συνάντηση του Πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη με τον Πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν στην Νέα Υόρκη και στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Αν ανατρέξει κανείς στις πληροφορίες από την συνάντηση εκείνη, θα θυμηθεί ότι «είχε διεξαχθεί σε πολύ καλό κλίμα», ότι είχε υπάρξει συμφωνία προκειμένου να υπάρξει στενότερη συνεργασία «για την οικοδόμηση καλύτερου κλίματος προς όφελος των λαών μας και της σταθερότητας στην περιοχή», σύμφωνα με την σχετική ανάρτηση του Πρωθυπουργού και επίσης ότι δεν είχαν λείψει τα –  σφιγμένα έστω – χαμόγελα. Το τι επακολούθησε το γνωρίζουμε όλοι.
Ο Ερντογάν ενέτεινε την επιθετικότητά του, δημοσίως και απροκάλυπτα εκτόξευε απειλές σε όλα τα πεδία, προχώρησε σε κινήσεις για τη δημιουργία τετελεσμένων, όπως η πρόσφατη συμφωνία με την Λιβύη και πλέον ετοιμάζεται με εντελώς διαφορετική διάθεση για τη συνάντηση της Τετάρτης με τον Ελληνα Πρωθυπουργό στο Λονδίνο.
Στο σημείο που έχουν φτάσει τα πράγματα με την Τουρκία, δεν προσφέρει τίποτε και σε κανέναν η διατύπωση κενών περιεχομένου λόγων για συναντήσεις σε «καλό κλίμα», για συμφωνίες συνεργασίας «προς όφελος των λαών», για «διατήρηση της σταθερότητας στην περιοχή». Αλλιώς τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά ο Ερντογάν και ό,τι και να λέει, άλλα πράττει.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η συνάντηση του Λονδίνου έχει μία κρισιμότητα. Δεν πρόκειται να παράξει θεαματικά αποτελέσματα, αλλά είναι μία επίσημη συνάντηση, όχι απλώς μεταξύ των δύο ηγετών, αλλά μεταξύ εθνικών αντιπροσωπειών. Ο Τούρκος Πρόεδρος προσέρχεται κατά πάσα βεβαιότητα με στόχο να θέσει και σε επίπεδο κορυφής τις αξιώσεις και τις διεκδικήσεις του. Υπό αυτήν την έννοια, θα επιχειρήσει και να τις «επισημοποιήσει» στο ανώτατο διπλωματικό επίπεδο.
Ο Ελληνας Πρωθυπουργός έχει αποστολή να αποκρούσει την τουρκική επιθετικότητα και να υπερασπιστεί εθνικά κυριαρχικά συμφέροντα και το διεθνές δίκαιο. Δεν είναι ευχάριστη η θέση του.
Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν την κρισιμότητα της συνάντησης. Η Τουρκία είναι φανερό ότι εδώ και χρόνια ενεργεί βάσει μακροπρόθεσμου σχεδίου. Φαίνεται ότι σε αντίθεση με άλλες περιόδους έχει σχεδιάσει κάθε βήμα και δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Σε καμία δε περίπτωση δεν πρόκειται να συμβεί αυτό δίχως ανταλλάγματα.
Η Ελλάδα πλέον οφείλει να κινηθεί ενεργητικά. Αυτό δεν σημαίνει επιθετικά. Σημαίνει ότι ο σχεδιασμός, οι ενέργειες, οι δηλώσεις πρέπει να βρεθούν κάποια στιγμή ένα βήμα μπροστά σε σχέση με τις αντίστοιχες τουρκικές.
Καμία ελληνική δήλωση και αναφορά δεν πρέπει στο εξής να είναι λόγια του αέρα. Φερ’ ειπείν, η βεβαιότητα για την συνδρομή των εταίρων και συμμάχων πρέπει να είναι βάσιμη και δυστυχώς, δεν υπάρχουν και πολύ ασφαλείς ενδείξεις ότι στην απευκταία περίπτωση μίας ελληνοτουρκικής έντασης η Ελλάδα θα έχει έναν στρατό συμμάχων στο πλευρό της και δεν θα επαναληφθεί η γνωστή παραίνεση προς δύο «άτακτους» συμμάχους στο ΝΑΤΟ να τα βρουν. Έτσι μας αντιμετωπίζουν και τίποτε δεν δείχνει ότι έχουν υπάρξει δραματικές ανατροπές.
Υπό αυτό το πρίσμα, η συνάντηση της Τετάρτης πρέπει να είναι πολύ καλά προετοιμασμένη και οι συμμετέχοντες έτοιμοι για όλα.
Και καλό θα είναι, για πολλούς λόγους, να λείψουν τα χαμόγελα…