Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα πηγαίναμε στο χωριό για να δούμε τη γιαγιά. Εμενε έξω απ’ τον οικισμό, σ’ ένα πέτρινο σπίτι πνιγμένο στις φτελιές και τα βάτα. Από τότε που είχε πεθάνει ο παππούς ζούσε μόνη της και σπάνια δεχόταν επισκέψεις, ίσως γιατί όλοι ήξεραν πως δεν την ευχαριστούσε να βλέπει ανθρώπους. Ακόμη κι όταν την επισκεπτόμασταν εμείς, φώναζε «καλώς τους!», αλλά ύστερα κατσούφιαζε και με δυσκολία μπορούσε να προσποιηθεί πως χαιρόταν. Οχι πως δεν μας αγαπούσε, μα ένιωθε σαν να εισέβαλλε κάποιος στο βασίλειό της, εκείνο το αλλόκοτο βασίλειο που ήταν γεμάτο γάτες, αγριομουριές και χελιδονοφωλιές.

Η γιαγιά ήταν για πολλά χρόνια σχεδόν τυφλή, έβλεπε σκιές και λάμψεις, θολά περιγράμματα και αντανακλάσεις. Περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας καθισμένη σ’ ένα σκαμνί ακουμπισμένο στον τοίχο της αυλής και μουρμούραγε ακατανόητα λόγια, σαν να συζητούσε με κάποιον αόρατο ή με κάποιον κρυμμένο πίσω απ’ τους θάμνους. Οχι, δεν είχε χάσει τα μυαλά της. Αντιθέτως. Θυμόταν τα πάντα. Λεπτομέρειες του παρελθόντος, ονόματα, ημερομηνίες. Και είχε μια παράξενη πειθαρχία στις καθημερινές της «τελετουργίες»: να ανάβει τη σόμπα πάντα την ίδια ώρα, να σκουπίζει την αυλή, να καθαρίζει τις κότες, να μαγειρεύει ένα από τα τρία ή τέσσερα φαγητά που της άρεσαν.

Τη Μεγάλη Εβδομάδα τα χωράφια γύρω από το σπίτι της γιαγιάς ήταν όλα ανθισμένα με μικρά αγριολούλουδα και παντού μύριζαν τα θυμάρια και οι ρίγανες. Οταν οι γονείς μου κατέβαιναν στο χωριό ή στην πόλη, μας άφηναν μόνες τις δυο μας. Τότε εκείνη άλλαζε λίγο, μαλάκωνε τη σιωπή της, σταματούσε να μουρμουράει και μου έλεγε να βγω να περπατήσω στο γύρω δάσος, γιατί θα είχε γεμίσει με ωραία πουλιά και σαύρες και χελώνες που θα μου άρεσαν πολύ.

Μα εγώ δεν τολμούσα να ξεμακρύνω, γιατί είχα τρομάξει μια φορά που είχα δει μια οχιά να σέρνεται μέσα στα χορτάρια, κι έτσι καθόμουν έξω απ’ τον μαντρότοιχο της αυλής και την παρακολουθούσα να σέρνει τα πασούμια της μέχρι το κατώι κι έπειτα να μπαίνει μέσα και να κλειδώνει πίσω της την πόρτα.

Η πιο άρτια λογική ανήκει σ’ εκείνους που προσεύχονται στις Μεγάλες Μητέρες, την Παναγία και τη Νεράιδα, και στα σοφά τους τέκνα, το Στοιχειό και το Δάσος

Μια μέρα τη ρώτησα τι είχε μέσα το κατώι κι εκείνη, μετά από μια σύντομη σιωπή, με έπιασε απ’ το χέρι και με οδήγησε μπροστά στην ξύλινη πορτούλα. Μου έδωσε τα κλειδιά να ξεκλειδώσω και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε μαζί τη μικρή γυριστή σκάλα. Μυρωδιά μούχλας και κρασιού. «Αναψε το κερί» αντήχησε η φωνή της μες στο σκοτάδι κι ύστερα το φως άρχισε να τρεμοπαίζει πάνω στους υγρούς τοίχους, τα βήματά μας έτριζαν πάνω στα σανίδια, ώσπου η γιαγιά άνοιξε ένα μεγάλο σεντούκι κι έβγαλε από μέσα κάποια πράγματα τυλιγμένα σε μαντίλια.

Ενα, δύο, τρία, αμέτρητα. «Ξετύλιξε τα μαντιλάκια» μου είπε ακουμπώντας στα χέρια μου τον μυστηριώδη θησαυρό της. «Και μην τρομάξεις» ψιθύρισε ύστερα χαϊδεύοντάς μου το κεφάλι. Κι εγώ, με τα τρεμάμενα δάχτυλά μου, άρχισα να ξετυλίγω τα μαντιλάκια και να βγάζω από μέσα κόκαλα, κλείδες, κρανία ανθρώπινα.

«Σήμερα είναι Μεγάλη Παρασκευή και πρέπει να τους ξετυλίξουμε όλους. Απλωσε αυτό» είπε δίνοντάς μου ένα λευκό σεντόνι με δαντελένια τελειώματα, γεμάτο κόκκινα λουλουδάκια και φύλλα κεντημένα με μεταξένια κλωστή. Κι εγώ υπακούοντας άπλωσα προσεκτικά το σεντόνι στον ξύλινο πάγκο κι ακούμπησα πάνω ένα ένα όλα τα οστά και τα κρανία. «Θα τους καθαρίσουμε και θα τους μυρώσουμε, όπως μύρωσαν τον Χριστό» μου εξήγησε κι έφερε πανιά, τα βούτηξε στο πήλινο που ήταν γεμάτο κρασί κι ύστερα μου έδωσε ένα.

«Αρχίνα, σου λέω. Να, αρχίνα από τον παππού σου. Εχει ωραία κεφαλή, στρογγυλή και γυαλιστερή ακόμη». Κι έτσι άρχισα από τον παππού και μετά συνέχισα με την αδερφή της γιαγιάς, τη Μαρία, που πέθανε στην Κατοχή μεταφέροντας φαγητό στους αντάρτες, δεκαοκτώ ετών, με την άλλη της αδερφή, τη Μέλπω, που πέθανε στην Αθήνα από φυματίωση τη δεκαετία του ’30, όταν ήταν νιόπαντρη ακόμη, και χρειάστηκε μετά από χρόνια να ταξιδέψει η γιαγιά – μόνη φορά που έφυγε από το χωριό – για να φέρει πίσω τα οστά της. Κι ύστερα έφτασα στη μαμά της γιαγιάς, που είχε δύο μεγάλες κόγχες που όμοιες δεν ήταν με κανενός άλλου.

Και αφού τους πλύναμε έναν έναν, άρχισε η γιαγιά την προσευχή, που ήταν παράξενη, ένα τραγούδι υπνωτιστικό και επικλήσεις στην Παναγία και στη Νεράιδα και στο Στοιχειό και στο Δάσος. Κι όταν τελείωσε την προσευχή, στράφηκε σ’ εμένα και μου είπε: «Τώρα είδες κι έμαθες. Αυτό δεν ήθελες;». Ναι, αυτό ήθελα, της έγνεψα, αλλά ήταν παράξενο πόσο μετέωρη ξάφνου αισθάνθηκα μπροστά σ’ εκείνο που μου χάρισε, μπροστά σε μια γνώση απρόσιτη και σκοτεινή.

Κι ύστερα τους τυλίξαμε ξανά στα μαντίλια τους και τους βάλαμε με προσοχή στο σεντούκι, έτσι όπως ακουμπά κανείς ένα μωρό στην κούνια του απαλά για να μην το ξυπνήσει, κι εγώ έκλαιγα, έκλαιγα χωρίς σταματημό, με ένα κλάμα βουβό, όχι από φόβο, αλλά από μια αίσθηση που με είχε συνεπάρει, πως είχα γίνει διάφανη και αβαρής, πως είχα λίγο εισχωρήσει στο φως του κεριού και στις σταγόνες του κρασιού και είχα μεταμορφωθεί σε γη και χώμα, σε οστό και μνήμη και χρόνο.

Ανεβήκαμε έπειτα ξανά τις σκάλες και κλειδώσαμε το κατώι. «Και μην ξεχαστείς. Κουβέντα σε κανέναν. Του χρόνου πάλι που θα έρθεις θα τους φροντίσουμε» μου ψιθύρισε η γιαγιά και χαμογέλασε ευχαριστημένη, σκουπίζοντας το κρασί από τα χέρια της στη μαύρη ποδιά της. Κι εγώ πρώτη φορά την αγκάλιασα και ένιωσα πόσο λεπτή ήταν και πόσο χτυπούσε το αίμα στις φλέβες της, γρήγορα και βιαστικά, λες και η ζωή μέσα της ήταν ένα ορμητικό ποτάμι, ένας χείμαρρος με καθαρά νερά.

Ολα αυτά έγιναν στις 29 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή του 1994, όταν ήμουν σχεδόν εννιά χρονών. Τον επόμενο χειμώνα η γιαγιά αρρώστησε, περπατούσε πια με δυσκολία και τυφλώθηκε εντελώς, αλλά δεν ήθελε να την πάρουμε στην Αθήνα. Στο τηλέφωνο μου είπε πως εγώ μπορούσα να την καταλάβω, πως δεν γινόταν να τους αφήσει. «Ναι, γιαγιά, δεν μπορείς να τους αφήσεις» της είχα απαντήσει. Ευτυχώς κάθε μέρα πήγαινε μια συγγενής μας και την κοίταζε. Τη βοηθούσε με τις δουλειές, της μαγείρευε.

Ηταν αρχές του Μάρτη όταν πέθανε η γιαγιά. Ανεβήκαμε στο χωριό για την κηδεία κι εγώ είχα τον νου μου να μπω στο κατώι. Κι όταν το κατάφερα, άνοιξα το σεντούκι, μα μέσα δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από ένα μικρό μαντιλάκι, από εκείνα που τους είχε τυλιγμένους. Τίποτε άλλο. Ούτε ο παππούς ούτε οι αδερφές της γιαγιάς ούτε η μαμά τους. Υστερα έψαξα και στην αυλή, μου είχε καρφωθεί στο μυαλό η ιδέα πως μπορεί να τους έβρισκα κάπου εκεί, και πράγματι είδα κάτω από τις αγριομουριές τα ίχνη ταφής στο φρεσκοσκαμμένο χώμα και ήμουν πια σίγουρη πως ήταν εκείνοι.

Στο τραπέζι που έγινε μετά την κηδεία, οι συγγενείς συζητούσαν πως η γιαγιά από νέα φαινόταν κάπως παράξενη. «Λίγο σαλεμένη, θέλετε να πείτε» είπε ένας θείος μου, που ήταν πάντα κάπως απότομος και τραχύς. Μα εγώ ήξερα πως δεν υπήρχε πιο λογικός άνθρωπος από τη γιαγιά μου. Γιατί η πιο άρτια λογική ανήκει στη φύση: η πιο άρτια λογική ανήκει σ’ εκείνους που προσεύχονται στις Μεγάλες Μητέρες, την Παναγία και τη Νεράιδα, και στα σοφά τους τέκνα, το Στοιχειό και το Δάσος. Η πιο άρτια λογική ανήκει σ’ εκείνους που τρυφερά κρατούν στα χέρια τους τους νεκρούς και τις ιστορίες τους. Σ’ εκείνους που με κρασί και ομορφιά ανοιγοκλείνουν τα ερμάρια του χρόνου και αποθέτουν μέσα την αγάπη.

Η κυρία Αννα Γρίβα είναι συγγραφέας και ποιήτρια.