Συμβαίνει συχνά να ανακαλούμε στην μνήμη μας στιγμές ανεκπλήρωτων επιθυμιών και σχεδίων. Και αυτές επιστρέφουν τόσο δυνατές, όσο περισσότερη φαντασία είχε μέσα της η αρχική σύλληψη. Όσο και να τις γράφεις και να τις ξαναγράφεις, θα διαφεύγει η αρχική δόνηση.

Εκείνη η ιδέα, εκείνη η έμπνευση επανερχόταν σταθερά στην εφηβική παρέα τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Ίσως η Άνοιξη, ίσως το περίκλειστο του τόπου, που ήθελε η νεανική ορμή να σπάσει, ίσως το σημείο του ναού, που εκεί στην κορυφογραμμή του Πάρνωνα είχε το προνόμιο να βλέπει δύο θάλασσες. Τον Λακωνικό και το Μυρτώο. Κάθε φορά που βρισκόμαστε στο σημείο, στεκόμαστε με τις ώρες να θαυμάζουμε τους δύο ορίζοντες, τον έναν ανατολικά, τον άλλον δυτικά, διχασμένοι μπροστά στους πολλούς κόσμους, που φανταζόμαστε μακριά.

Εκεί χρόνια, αιώνες ίσως, ο ναός, ο ερειπωμένος ναός, άντεχε στο χρόνο, με τους τοίχους του όρθιους, τα πορτοπαράθυρα ελεύθερα στους ανέμους, τη στέγη πεσμένη στην καρδιά του. Ένας προφήτης Ηλίας. Στολισμένος κάθε άνοιξη, με την πρασινάδα να φουντώνει μέσα του, πάνω στα ερείπια και τις πέτρες. Και τα δέντρα που βρίσκαν φιλοξενία στον ευλογημένο χώρο του να ανεμίζουν από μακριά στα ερείσματα της παλιάς στέγης.

Η ιδέα ήταν τολμηρή. Τη σκεφτόμαστε χρόνια. Διστάζαμε. Κάποιος θα έπρεπε να πείσει τον ιερέα, τον παπα- Κυριάκο. Καταλαβαίναμε τις πιθανές αντιρρήσεις του, την εύλογη επιφύλαξή του και είμαστε πια προετοιμασμένοι για την άρνηση, όταν βρήκαμε το θάρρος να το πούμε με μια φωνή: να κάνουμε φέτος ανάσταση στον προφήτη Ηλία. Στην καρδιά του ναού.

Ξαφνιάστηκε ο παπα- Κυριάκος. Μου ζητάτε να κάνουμε ανάσταση στον ερειπωμένο ναό; Με μια φωνή ενθουσιασμένη η παρέα απαντά: γιατί όχι; Εκεί, έξω, στον ανοιχτό χώρο, στους δύο ορίζοντες, με τη θέα ανεμπόδιστη, τους αναστάσιμους ψαλμούς να ταξιδεύουν και ο ναός να φωτιστεί ξανά από το ανέσπερο φως. Να κατεβούμε από το βουνό με τις αναμμένες λαμπάδες, να σταθούμε στην μικρή πλατεία του χωριού, όλοι σαν μια κοινότητα σε διάθεση εορταστική και διπλά αναστάσιμη.

Μας είχε ακούσει με προσοχή ο πράος εκείνος ιερέας. Και ήταν φανερό. Ήθελε τόσο πολύ, αυτός που όργωσε την γύρω γη και μίλησε με τον τόπο, να κάνει μια ανάσταση στον ερειπωμένο ναό! Η εικόνα πέρασε μπροστά μας. Όπως τη διαβάσαμε στη σκέψη του. Μια Αγία Τράπεζα στο μέσο του ναού. Στην ανθισμένη άνοιξη, μπροστά στις ορθάνοιχτες πύλες που ακουμπούσαν τα μακρινά πελάγη, τους αναστάσιμους ύμνους να ταξιδεύουν στο χώρο, την παλαιά ζωή του ναού να είναι δίπλα μας σαν ανάσα και σαν μνήμη.

Και ο παπα- Κυριάκος μας εξήγησε την κατανοητή άρνησή του να κάνει πράξη αυτή τη φαντασία. Σήμερα ο ναός έχει επισκευαστεί. Αντέχει στο χρόνο, κατάλευκος στην κορυφή. Όταν περνάμε μπροστά του, στεκόμαστε για λίγο με την ανάμνηση της κάθε εφηβικής έμπνευσης. Και νοιώθουμε σαν η Ανάσταση εκείνη να έγινε πραγματικά.

*Ο Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας