«Σενάριο που δημιουργήθηκε από το Τμήμα της Ασφάλειας Αμαρουσίου», με μαθηματικά σφάλματα και αμφισβητούμενους τρόπους υπολογισμού επίμαχων ποσών, χαρακτηρίζει το κατηγορητήριο σε βάρος του ο γνωστός ενεχυροδανειστής Ριχάρδος, δια των συνηγόρων του, στο κείμενο της προσφυγής του στη Δικαιοσύνη προκειμένου να αρθεί η προσωρινή του κράτηση (ή να αντικατασταθεί με περιοριστικούς όρους), για την υπόθεση λαθρεμπορίας χρυσού, που τόσο θόρυβο έχει προκαλέσει.

Την οδό της προσφυγής, πλην όμως στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (Συμβούλιο Πλημμελειοδικών) ακολούθησε σήμερα Τετάρτη και εργαζόμενη στην επιχείρησή του, χαρακτηρίζοντας ως «άκρα αδικία» την προφυλάκισή της.

Επιρρίπτοντας το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης στην ΕΛ.ΑΣ, ο ενεχυροδανειστής διευκρινίζει τα ισχύοντα περί τη λαθρεμπορία, βάσει του Τελωνειακού Κώδικα, και καθιστά σαφές «ως αφετηρία, ότι οι τελωνειακές σχέσεις μεταξύ Ελλάδος, ως κράτους μέλους της Ε. Ε., και Τουρκίας διέπονται από την υπ’ αρ. 1/1995 απόφαση του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΚ – Τουρκίας, στο άρθρο 4 της οποίας ορίζεται ότι «οι εισαγωγικοί ή οι εξαγωγικοί δασμοί καθώς και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος καταργούνται πλήρως μεταξύ της Κοινότητας και της Τουρκίας κατά την ημερομηνία ενάρξεως της παρούσας απόφασης»».

Ο ίδιος ζητεί εμμέσως πλην σαφώς πίσω το κατασχεθέν εμπόρευμα του, σημειώνοντας ότι «εντελώς παράνομα κατασχέθηκαν οι πλάκες χρυσού και ασημιού που βρίσκονταν στο κεντρικό μου κατάστημα επί της οδού Πατησίων 32 εντός ειδικών κιβωτίων εξαγωγής, καθόσον δεν αποτελούν λαθρεμπόρευμα» – ακόμη και στην περίπτωση που ο κάτοχος χρυσού δεν κατέχει τα προβλεπόμενα φορολογικά στοιχεία για τη νόμιμη κατοχή του προϊόντος, στοιχειοθετείται φορολογική παράβαση και όχι λαθρεμπορία», υπογραμμίζει.

Βασικό επιχείρημα για τη θέση του αυτή, είναι ότι τα εμπορεύματα που βρίσκονται στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τεκμαίρεται ότι έχουν κοινοτικό χαρακτήρα, ως εκ τούτου ο κάτοχος χρυσού στην Ελλάδα, δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι έχει εισαγάγει νόμιμα το χρυσό στην Ελλάδα.

Επισημαίνει, δε, ότι δεν υφίσταται θέμα ζημίας του Δημοσίου. «Πλέον όμως με τα ως άνω έγγραφα καθίσταται αναμφισβήτητο ότι το Ελληνικό Δημόσιο που φέρεται ως παθόν στην υπόθεση, επίσημα δήλωσε ότι δεν έχει απαίτηση δασμών και φόρων από την αποδιδόμενη στους κατηγορουμένους πράξη λαθρεμπορίας, διότι δεν πρόκειται περί λαθρεμπορίας αλλά περί απλής τελωνειακής παράβασης, άρα το Ελληνικό Δημόσιο δεν είναι παθόν και συνεπώς δεν υπάρχει ούτε ποινικό αδίκημα ούτε κάποιο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη συνέχιση της ταλαιπωρίας όσων άδικα προφυλακίστηκαν», τονίζει.

Επιμένοντας στα κενά και παραλείψεις της δικογραφίας, με κύρια και σημαντικότερα τα έγγραφα της ΑΑΔΕ που εκ των υστέρων έφθασαν στα χέρια της ανακρίτριας, ο γνωστός ενεχυροδανειστής εξαπολύει βέλη και πάλι στο Τμήμα Ασφαλείας Αμαρουσίου, που εκτιμά ότι έχει ως προανακριτική αρχή την «πρωταρχική ευθύνη», και «το οποίο όφειλε και μπορούσε να τα αναζητήσει, προτού ξεκινήσει αυτή την τεράστια κινητοποίηση και την ταλαιπωρία δεκάδων ανθρώπων χωρίς καν να υπάρχει αξιόποινη πράξη».

Ο Ριχάρδος, πάντα δια της υπεράσπισής του, εκτιμά ότι «Η νέα τοποθέτηση της κας Ανακρίτριας είναι απολύτως ορθή νομικά και ουσιαστικά και θα έπρεπε να υλοποιηθεί χωρίς χρονοτριβή προς αποκατάσταση του κύρους της Δικαιοσύνης και προς ανακούφιση εμού και όσων άλλων αδίκως στερήθηκαν την ελευθερία τους χωρίς νόμιμο λόγο.

Δυστυχώς, η ενημέρωσή μου είναι ότι ο Εισαγγελέας υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών της 4/12/2018 δεν συμφώνησε στο αίτημα αυτό, χωρίς όμως να γνωρίζω για ποιους ειδικότερους λόγους, με αποτέλεσμα η προσωρινή μου κράτηση να συνεχίζεται».

Η προσφυγή της εργαζόμενης

Η υπεράσπιση της εργαζόμενης στην επιχείρηση του ενεχυροδανειστή τονίζει στην προσφυγή της ότι – μετά και τον επαναπροσδιορισμό της στάσης της ανακρίτριας – «ΔΕΝ ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΝ ΠΛΕΟΝ ΟΙ ΛΟΓΟΙ για τους οποίους επιβλήθηκαν οι ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ», για να χαρακτηρίσει ως «άκρα αδικία» το γεγονός ότι δεν έχει αφεθεί ελεύθερη.
«Ως εκ τούτου συνιστά άκρα αδικία η εξακολούθηση της προσωρινής κρατήσεώς της κατηγορουμένης – εντολέως μου, μολονότι μητέρας δύο (2) ανήλικων τέκνων εν όψει μάλιστα και των εξελίξεων της 3.12.2018, οπότε, λόγω των ανωτέρω Δημοσίων εγγράφων, όλοι οι απολογηθέντες (συγ) κατηγορούμενοι αφέθησαν ελεύθεροι», σημειώνει.
«Aλλωστε απεδείχθη ότι η προσφεύγουσα κατηγορουμένη ήταν υπάλληλος γραφείου, εργαζόμενη στην εταιρεία του Δημητρίου – Ριχάρδου Μυλωνά, αμειβόμενη με μηνιαίο μισθό και παρέχουσα τις απολύτως νόμιμες υπηρεσίες της, με τους απαιτούμενους νόμιμους τύπους, σε νόμιμες δραστηριότητες κατά τη λειτουργία της επιχείρησης αυτής, πάντοτε υπό τις εντολές και οδηγίες του άνω εργοδότη της, πάντοτε με την έκδοση των νομίμων παραστατικών, χωρίς να έχει διαπιστώσει ή αντιληφθεί κάποια δήθεν «μη νόμιμη» δραστηριότητα, ούσα τελείως άμεμπτος».