Ο Φαϊζάλ αλ Τζάρμπα αποφάσισε να δραπετεύσει από την πατρίδα του, τη Σαουδική Αραβία, στα τέλη του περασμένου έτους καθώς ο κίνδυνος πλησίαζε. Το αφεντικό του, ένας σαουδάραβας πρίγκιπας, συνελήφθη και ένας φίλος του που βρισκόταν υπό κράτηση πέθανε κάτω από περίεργες συνθήκες.
Ο 45χρονος ταξίδεψε ως την πρωτεύουσα της Ιορδανίας, το Αμμάν, όπου συνάντησε τους συγγενείς του. Ωστόσο ούτε αυτό τον γλίτωσε. Ιορδανοί μυστικοί πράκτορες περικύκλωσαν το σπίτι του ένα βράδυ του Ιουνίου και τον πήραν για ανάκριση, διαβεβαιώνονας την οικογένειά του ότι θα επιστρέψει σύντομα.
Λίγες ημέρες αργότερα ο άνδρας οδηγήθηκε στα σύνορα με τη Σαουδική Αραβία και εκεί τον παρέδωσαν στις Αρχές. Δεν του προσήψαν κατηγορίες, όμως στους πέντε μήνες από την ημέρα που τον συνέλαβαν μέχρι και σήμερα η οικογένειά του δεν έχει λάβει καμία απόδειξη ότι είναι ακόμη ζωντανός. Οσο για τις Αρχές της Ιορδανίας; «Είναι κάτι μεγαλύτερο από εμάς» ανέφεραν, μολονότι ο Αλ Τζάρμπα ήταν σεΐχης της φυλής Σαμάρ που διατηρεί ισχυρές σχέσεις με τη μοναρχία της μεσανατολικής χώρας.

Η επιστροφή των αντιφρονούντων

Η δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στην Κωνσταντινούπολη τον περασμένο μήνα από επίλεκτη ομάδα σαουδαράβων πρακτόρων υπενθύμισε στη διεθνή κοινότητα πως το βασίλειο κυνηγάει αντιφρονούντες και αποστάτες που έχουν διαφύγει στο εξωτερικό.
Η προσπάθειά του δε να θέτει σε σιγή φωνές Σαουδαράβων που δεν ζουν πλέον στη χώρα πάει πολλές δεκαετίες πίσω, πολύ προτού ο πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν αναλάβει τα ηνία και εφαρμόσει με αδίστακτο ζήλο την παραπάνω τακτική. Ο διάδοχος έχει αναγάγει την καταναγκαστική επιστροφή των αντιφρορούντων σε επίσημη πολιτική του κράτους και όπως αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ των «New York Times», συνήθως προσπαθεί να βρει τρόπους να τους παρασύρει να γυρίσουν πίσω.
Αλλοτε βάζει φιλικές γειτονικές χώρες να κάνουν τη «βρώμικη» δουλειά, να τους συλλάβουν δηλαδή, και άλλοτε δεν διστάζει να θέσει σε εφαρμογή με θρασύ τρόπο σχέδια απαγωγών στην Ευρώπη. Είναι αμέτρητα τα περιστατικά όπου σαουδάραβες υπήκοοι έχουν εξαφανιστεί από δωμάτια ξενοδοχείων και έχουν απαχθεί από αυτοκίνητα ή αεροσκάφη. Είναι γνωστή η ιστορία ενός αντιφρονούντος πρίγκιπα που του έκαναν ένεση στον λαιμό όταν βρισκόταν στη Γενεύη. Αφού τον αναισθητοποίησαν, τον έβαλαν σε ιδιωτικό τζετ και τον γύρισαν πίσω στη Σαουδική Αραβία. Χρόνια αργότερα, αφού κατάφερε να εγκαταλείψει το βασίλειο, εξαφανίστηκε ξανά και δεν τον είδε ποτέ κανένας έκτοτε.
«Γνωρίζουμε ότι μπορούν να σε σκοτώσουν, ότι μπορούν να καταστρέψουν την οικογένειά σου ή να τη χρησιμοποιήσουν εναντίον σου» αναφέρει ακτιβίστρια από τη Σαουδική Αραβία για τα δικαιώματα των γυναικών, η οποία υπέβαλε πέρυσι αίτηση ασύλου στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Ανέκαθεν ήταν τα πράγματα έτσι» λέει, προσθέτοντας ότι η επιθετική πολιτική του Μπιν Σαλμάν έχει επικεντρωθεί ακόμα περισσότερο στους σαουδάραβες ομογενείς στο εξωτερικό.

Η πρώτη απαγωγή στη Βηρυτό το 1979

Ο Τζάρμπα δεν ήταν αντιφρονών, είχε όμως σχέση με μια ομάδα της βασιλικής οικογένειας που είχε εκπέσει της χάρης της σαουδαραβικής ηγεσίας, όπως αναφέρουν δύο άνθρωποι που γνωρίζουν τις συνθήκες σύλληψής του. Ηταν παλιός φίλος και έμπιστος του πρίγκιπα Τούρκι μπιν Αμπντάλα, ενός από τους γιους του βασιλιά Αμπντάλα. Ο Τούρκι συνελήφθη τον περασμένο Νοέμβριο μαζί με εκατοντάδες άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας, ανώτατους αξιωματούχους και στελέχη επιχειρήσεων και κρατήθηκαν στη χρυσή φυλακή του Ritz Carlton στη Ριάντ σε μια επιχείρηση κατά της διαφθοράς, όπως είχε ονομαστεί από το βασίλειο.
Η πρώτη περίπτωση κρατικής απαγωγής από τη Σαουδική Αραβία πραγματοποιήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 1979, όταν εξαφανίστηκε από τη Βηρυτό ο Νασέρ αλ Σαΐντ, εξέχον πρόσωπο της αντιπολίτευσης. Ο Αλ Σαΐντ εγκατέλειψε τη χώρα αφότου πέρασε αρκετό χρόνο στη φυλακή με την κατηγορία της οργάνωσης απεργιών και εξεγέρσεων εργαζομένων. Συνέχισε να ασκεί κριτική στη διάρκεια της εξορίας του ενώ επιδοκίμασε την απόπειρα πολυεθνικής ομάδας εξτρεμιστών μουσουλμάνων στο Μεγάλο Τέμενος της Μέκκας το 1979, η οποία είχε απώτερο στόχο να εκθρονίσει τη δυναστεία των Σαούντ. Ο Σαλμάν εξαφανίστηκε και η Σαουδική Αραβία την οποία κυβερνούσε ο Χαλίντ μπιν Αμπντουλαζίζ εκείνη την περίοδο δήλωσε ότι η πληροφορία πως ο άνδρας είχε απαχθεί ήταν αβάσιμη, ενώ τον χαρακτήριζε κάποιον ασήμαντο.

Η μοναδική προσφυγή σε δικαστήριο της Γενεύης

Σε αντίθεση με όλους όσοι εξαφανίστηκαν από προσώπου γης, ο πρίγκιπας Σουλτάνος μπιν Τουρκί μπιν Αμπντουλαζίζ, εγγονός του ιδρυτή της Σαουδικής Αραβίας, κατάφερε να κάνει γνωστή την απαγωγή του και κινήθηκε δικαστικά εναντίον ανώτερων αξιωματούχων της χώρας σε δικαστήριο της Γενεύης το 2014. Η καταγγελία περιελάμβανε λεπτομέρειες ενός τολμηρού σχεδίου απαγωγής του το 2003 επί βασιλείας του βασιλιά Φαχντ, στο σπίτι του τελευταίου στα περίχωρα της Γενεύης, και κατονόμαζε τον γιο του Αμπντουλαζίζ μπιν Φαχντ και τον υπουργό Ισλαμικών Υποθέσεων Σαλέχ μπιν Αμπντουλαζίζ αλ Σεΐχ ως ενορχηστρωτές της συνωμοσίας. Την ίδια εποχή άλλοι δύο πρίγκιπες που είχαν την έδρα τους στην Ευρώπη, ο πρίγκιπας Τουρκί μπιν Μπαντάρ και ο Σαούντ μπιν Σαΐφ αλ Νασρ, επίσης χάθηκαν χωρίς να δώσουν ποτέ σημεία ζωής.
Λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του ο Κασόγκι έκανε ευρύτερα γνωστή την υπόθεση της Λουτζαΐν αλ Χαθλούλ, μιας ακτιβίστιρας για τα δικαιώματα των γυναικών από τη Σαουδική Αραβία. Η νεαρή γυναίκα συνελήφθη στο Αμπου Ντάμπι και μεταφέρθηκε στη Σαουδική Αραβία, όπου της συνέστησαν να σταματήσει τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο λίγους μήνες αργότερα συνελήφθη, φυλακίστηκε, κατηγορήθηκε από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης για προδοσία και ταυτόχρονα ο άνδρας της απήχθη από το δωμάτιο ξενοδοχείου στην Ιορδανία. «Πρόκειται για εκφοβισμό» έγραφε ο Κασόγκι. «Θέλουν να κάνουν τους ανθρώπους να φοβούνται».