Πέρα από το ανιστόρητο σκηνικό που στήθηκε στην Ιθάκη και τις προβλέψιμες καταγγελίες της αντιπολίτευσης, η λήξη του τρίτου μνημονίου έγινε δεκτή από τους πολίτες με ένα αίσθημα ανήσυχης ανακούφισης, πράγμα που θα έπρεπε να είχε ήδη διαμορφώσει μια νέα ατζέντα πολιτικής για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες και να κατευνάσει την αβεβαιότητα. Δεδομένου μάλιστα ότι τα μνημόνια εκλαμβάνονται ως μια επαχθής περίοδος, η σκέψη όλων και οι προσπάθειες όφειλαν να είναι πώς η χώρα θα θωρακιστεί ώστε να μην επανέλθουν. Θα περίμενε κανείς να εκδηλώνονται ταυτόχρονα ένας δημοσιονομικός ζήλος για να μην εμφανιστούν ξανά τα ελλείμματα του 2009, μια αναπτυξιακή σπουδή για να ισοφαρίσει τη μεγάλη ύφεση και ανεργία του 2010-2017, μια βαθιά προσήλωση στη σταθερότητα των θεσμών για να μην επανέλθει ο τυχοδιωκτισμός του 2015, και φυσικά μια γενικευμένη διάθεση συναίνεσης για να ξεχαστούν τα θλιβερά επεισόδια διχασμού και να απομονωθούν τα πολιτικά εκτρώματα που εξέθρεψαν.
Με μια ματιά όμως στην πολιτική επικαιρότητα, διαπιστώνει κανείς ότι όχι μόνο δεν συμβαίνει τίποτα από τα παραπάνω, αλλά σχεδόν όλοι βρίσκονται επί ποδός πολέμου για να επαναφέρουν ως τρόπαια όλες τις θλιβερές συμπεριφορές που επώασαν την κρίση και όξυναν τις συνέπειές της. Αυτό που βλέπουμε να κυριαρχεί είναι ένας επίμονος κομματικός αυτισμός που εμποδίζει μια θαρραλέα αναμέτρηση με τις ευθύνες του παρελθόντος και τις μελλοντικές ανάγκες της χώρας. Ενώ και στους τρεις κυριότερους πολιτικούς χώρους αναλογεί από ένα μνημόνιο, καθένας χωριστά θεωρεί ότι το δικό του υπήρξε σωτήριο, ενώ τα δύο άλλα ήταν καταστροφικά. Ο αυτισμός γίνεται οξύτερος, αν σκεφτεί κανείς ότι πριν από την επιβολή κάθε μνημονίου είχε μεσολαβήσει μια περίοδος αφελών υποσχέσεων για ακριβώς το αντίθετο: Από το πρώτο μνημόνιο που ήρθε στον απόηχο του «Λεφτά υπάρχουν», στο δεύτερο που θα μας γλίτωνε από το χρέος και την ύφεση, έως το τρίτο που υπεγράφη λίγο μετά που θα σκιζόταν. Ανάλογα σύνδρομα διακατέχουν και τις δημόσιες απόψεις των δανειστών, οι οποίοι από τη μια παραδέχονται ότι τα μνημόνια ήταν γεμάτα λάθη απειρίας ή εμπάθειας, πουθενά όμως δεν κατονομάζονται ποια είναι αυτά για να δούμε πώς διορθώνονται οι συνέπειές τους στο μέλλον.
Συνέπεια των παράλληλων μονολόγων είναι ότι απουσιάζει ένα πλαίσιο σοβαρού διαλόγου, υπεύθυνων θέσεων και συναινετικών δεσμεύσεων που θα μπορούσε να αποτρέψει την παλιννόστηση της αβεβαιότητας στο εγγύς μέλλον. Μακάρι αυτή η άμιλλα να εκδηλωθεί δυναμικά στις επικείμενες εκλογές, αν και τόσο το διχαστικό ύφος του διαγγέλματος όσο και οι αντιδράσεις που προκάλεσε προϊδεάζουν για το ακριβώς αντίθετο. Σε τέτοιες συνθήκες, το ελάχιστο που απαιτείται είναι η αλλαγή τριών κρίσιμων δεδομένων που σήμερα μπλοκάρουν την οικονομία και θα εμποδίσουν τη μελλοντική διακυβέρνηση να εφαρμόσει τις πολιτικές που θα προκρίνουν οι πολίτες στις επόμενες κάλπες. Χρειάζεται άμεσα να ξεκινήσουν διεργασίες στις εξής κατευθύνσεις:
1Αναστολή της εξόδου στις αγορές, γιατί απλώς θα προκαλέσει νέες αβεβαιότητες, χωρίς να είναι ικανή να πείσει για μια νέα δυναμική της οικονομίας. Οι πιθανοί επενδυτές δεν είναι ακόμη διατεθειμένοι να ρισκάρουν τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα επειδή γνωρίζουν ότι οι ανεπάρκειες είναι πολύ βαθύτερες και δεν θα αλλάξουν γνώμη από μια «ψιλοστημένη» δημοπρασία ομολόγων. Ούτε είναι πλέον η έξοδος αναγκαία για τη χρηματοδότηση του χρέους, επειδή οι σημαντικές εξοφλήσεις προς τον επίσημο τομέα έχουν μετατεθεί για την επόμενη δεκαετία. Οι ανάγκες τα επόμενα χρόνια μπορούν να καλυφθούν άνετα και φτηνά από το απομένον κεφάλαιο του ESM, χωρίς να χρειαστεί το υπέρογκο και πανάκριβο «μαξιλάρι» που έχει συσσωρεύσει η κυβέρνηση από φορολογικά έσοδα. Ο αντίλογος ότι κάτι τέτοιο θα ξαναφέρει την εποπτεία από το παράθυρο είναι υποκριτικός, γιατί οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί είναι ήδη βαριές και πολυετείς. Στην πραγματικότητα, η εποπτεία θα χαλαρώσει μόνο αν η οικονομία ανακάμψει και δείξει ότι μπορεί να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της, διαφορετικά η επιστροφή στις αγορές δεν θα γίνει ποτέ πειστική. Το μόνο που θα προσφέρει είναι το χτυποκάρδι που παθαίνουν οι όψιμοι οπαδοί των αγορών με τα δεκαδικά ψηφία του επιτοκίου, αλλά και πάλι έρχεται κάπως ακριβά ως μέθοδος ιδεολογικής ανάνηψης.
2Αμεση διαπραγμάτευση για να χαμηλώσουν τα υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα 3,50% του ΑΕΠ κατά την επόμενη πενταετία και να τεθούν ίσα με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, κοντά δηλαδή στο 1%-1,50% του ΑΕΠ. Οι πόροι που εξοικονομούνται καλό θα είναι να διατεθούν για ενίσχυση επενδύσεων και εξαγωγικών επιχειρήσεων, μείωση φορολογικών συντελεστών για όλους και λιγότερες ασφαλιστικές εισφορές, ώστε οι νέοι να έχουν περισσότερα κίνητρα να μείνουν στη χώρα και να εργαστούν νόμιμα. Αν μάλιστα η ελάφρυνση συνδυαστεί με τη χρήση του ESM για αποπληρωμές δανείων, ένα σημαντικό μέρος από το «μαξιλάρι» θα απελευθερωθεί άμεσα και θα κατευθυνθεί στη χρηματοδότηση ενός κύματος νέων επενδύσεων που σε σύντομο χρόνο θα ξεκολλήσουν την οικονομία από το μακροχρόνιο τέλμα.
3Αμεση κατάργηση της δυνατότητας του Υπερταμείου να εκποιεί αυτόματα εθνική περιουσία στους δανειστές όταν οι αποπληρωμές χρέους δεν καταβάλλονται εγκαίρως. Ακόμα και όταν η διάταξη αυτή δεν ενεργοποιείται, η ύπαρξή της οδηγεί σε περαιτέρω απαξίωση του υποθηκευμένου εθνικού πλούτου επειδή οι κυβερνήσεις θα αποφεύγουν να επενδύσουν στις δημόσιες επιχειρήσεις για να μην αυξάνεται το ποσόν που μπορεί να εκποιηθεί στο μέλλον. Η αξία των ΔΕΚΟ έτσι θα μειώνεται διαρκώς και θα πωλούνται σε όλο και ευτελέστερο τίμημα, με αποτέλεσμα οι ιδιωτικοποιήσεις όχι μόνο να μη συμβάλλουν στην ανάπτυξη, αλλά να την υποσκάπτουν κιόλας.
Κατά σύμπτωση, όλα τα παραπάνω επιβλήθηκαν ως τείχος προστασίας των δανειστών για να προφυλαχθούν από νέα τυχοδιωκτικά σχέδια όπως αυτά του 2015. Κατά συνέπεια, η άρση τους θα όφειλε να ήταν η μοναδική μέριμνα της σημερινής κυβέρνησης μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, το οποίο η ίδια από μόνη της προκάλεσε και με δική της αποκλειστική ευθύνη διαχειρίστηκε. Μόνο έτσι θα μπορούσε πράγματι η λήξη του να αποτελέσει σταθμό στην πορεία της χώρας με νέες πρωτοβουλίες ανάπτυξης, σοβαρές επενδυτικές προοπτικές και ένα περιβάλλον σταθερών κανόνων και θεσμών. Δυστυχώς το πιθανότερο είναι η επικαιρότητα να γεμίσει με κομματικά πανηγύρια και επιδοματικές υποσχέσεις προς επιρρεπείς ψηφοφόρους, μέχρι να τελειώσουν τα πυροτεχνήματα και να επανέλθουμε στη μόνιμη πλέον αβεβαιότητα και καθήλωση. Οπως άλλωστε τόσο συμβολικά μάς υπενθύμισε το μπλακάουτ της Αθήνας, λίγες ώρες μετά την αερομεταφερόμενη απαγγελία της Ιθάκης.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ