Η ιστορία αρχίζει όταν παντρεύεται η (ετεροθαλής) αδελφή μου. Ο γαμπρός μου, μαζί με τον αδελφό του, έχουν ένα μεγάλο οικόπεδο επάνω στη θάλασσα, στο Μάτι, στη θέση «Ζούγκλα» (δίπλα στην ομώνυμη ταβέρνα). Στο σπίτι που χτίστηκε εκεί, πέρασα τα εφηβικά και φοιτητικά μου καλοκαίρια, από το 1948 ως το 1960. Πριν από 70 χρόνια…
Τρία πράγματα σημάδευαν τότε εκείνη την περιοχή: η απόλυτη ερημιά (ένα σπίτι –παραθαλάσσιο –κάθε δύο χιλιόμετρα), το εντελώς «τροπικό» πυκνό πευκοδάσος (παιδιά, τρυπώναμε μέσα σαν εξερευνητές) και οι ανελέητοι βοριάδες που μαστίγωναν όλη την ακτή –από τον Αγιο Ανδρέα ως τη Ραφήνα. Μετακινούσαν ακόμα και βαριά έπιπλα στις βεράντες.
Αναμνήσεις: Χωματόδρομοι με λεπτό κοκκινόχωμα όπου άφηναν τα ίχνη τους τα λάστιχα του ποδηλάτου μου. Πρωινό ξύπνημα για ψάρεμα με πετονιά, ή (άκαρπο) κυνήγι στο δάσος. Βουτιές στο Κόκκινο Λιμανάκι και, τα βράδια, τραγούδι στα βραχάκια κάτω στη θάλασσα. Τα πρώτα πάρτι, οι πρώτες επαφές. Μουσικό μοτίβο: «Moonlight Serenade» (Glenn Miller). Στην αρχή με… γεννήτρια.
Πολλά χρόνια μετά έγραφα:
Τη λέγαμε αμμουδιά, αλλά δεν ήταν. Μικροί τόποι άμμου ανάμεσα σε βράχους. Ισα που χώραγε να καθίσει ένας άνθρωπος, με τα πόδια του μέσα στο νερό.
Οι πέτρες ήταν άσχημες. Δεν υπήρχαν ωραία βότσαλα γυαλισμένα από το κύμα. Παντού συμπαγή κοκκινωπά πετρώματα άμορφα, με ενσωματωμένους μέσα τους βράχους, κροκάλες, κοχύλια. Σκληρό τοπίο. Σαν τη βρεγμένη, γλιστερή ξέρα που πατούσες μπαίνοντας στη θάλασσα.
Ο βοριάς φύσαγε αδιάκοπα. Από τις εξήντα μέρες των διακοπών οι μισές ανήκαν στο μελτέμι. Ούτε να σταθείς δεν μπορούσες.

Οταν ξαναπήγα, μετά από χρόνια, δεν αναγνώρισα τίποτα. Ξαφνικά η ακτή είχε γίνει τείχος πολυκατοικίες. Από τον παράλιο δρόμο (άσφαλτος βέβαια πια) ούτε που υποψιαζόσουν τη θάλασσα. Την έβλεπες μόνο από το μπαλκόνι της τελευταίας παραθαλάσσιας σειράς. Ή αν έπαιρνες ένα από τα στενά μονοπάτια ανάμεσα στις πολυκατοικίες που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν την «πρόσβαση προς τη θάλασσα». Τα περισσότερα φραγμένα ή ασφαλισμένα.
Τον λαβύρινθο με τα αυθαίρετα μέσα στο δάσος, ανάμεσα στη λεωφόρο Μαραθώνος και στην ακτή, τον είδα με τα χρόνια να στήνει τις παγίδες του.
Το σπίτι όμως πάντα εκεί. Πήγαινα για προσκύνημα. Στάθηκε σημαντικό για μένα. Εζησα πολύ όμορφα καλοκαίρια κοντά στη θάλασσα –τα πιο ανέμελα και ξέγνοιαστα της ζωής μου.
Ανεμος πήρε τα σπίτια που αγάπησα. Το σπίτι στο Μάτι, πρώτα χωρίστηκε στα δύο σαν το Βερολίνο (όταν οι διαφορές δύο αδερφών αποδείχθηκαν αγεφύρωτες) και μετά πουλήθηκε. Τελευταία φορά το είδα πριν τρία χρόνια. Υπήρχε ακόμα, χαμηλό, λευκό, μονώροφο, ανάμεσα σε τεράστιες πολυκατοικίες, να κοιτάζει τη θάλασσα.

Δεν τολμάω να δω τώρα τι έχει απομείνει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ