Τα τεκμήρια «δαγκώνουν» κάθε χρόνο χιλιάδες φορολογουμένους και απειλούν όσους προχωρούν στην αγορά ενός καινούργιου ή ακόμη και μεταχειρισμένου αυτοκινήτου.
Και αυτό γιατί, στο τεκμήριο διαβίωσης το οποίο προσδιορίζεται ανάλογα με τα κυβικά εκατοστά και την παλαιότητα του αυτοκινήτου, έρχεται να προστεθεί και το ποσό που διέθεσε ο φορολογούμενος για να αποκτήσει το ΙΧ, το οποίο αποτελεί τεκμήριο απόκτησης περιουσιακού στοιχείου, ανεβάζοντας το συνολικό ύψος του τεκμαρτού εισοδήματος.
Εάν μάλιστα το αυτοκίνητο είναι μεγάλου κυβισμού, 1.929 κ.εκ. και άνω, τότε ο ιδιοκτήτης του καλείται να πληρώσει και φόρο πολυτελούς διαβίωσης.
Για παράδειγμα, φορολογούμενος αγόρασε στις 10 Ιανουαρίου 2017 αυτοκίνητο 1.400 κ.εκ. ηλικίας 4 ετών στην τιμή των 8.800 ευρώ. Το τεκμήριο διαβίωσης ανέρχεται σε 5.200 ευρώ ενώ το ποσό των 8.800 ευρώ αποτελεί τεκμήριο απόκτησης περιουσιακού στοιχείου.
Ετσι, το συνολικό τεκμαρτό ανέρχεται σε 14.000 ευρώ, ποσό στο οποίο όταν προστεθεί το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης που ανέρχεται σε 3.000 ευρώ για τον άγαμο και 5.000 ευρώ για τον έγγαμο και το τεκμήριο της κατοικίας φουσκώνει ακόμη περισσότερο.
Πώς φορολογείται
Στην περίπτωση που το συνολικό δηλωθέν εισόδημα του φορολογουμένου είναι μικρότερο από το συνολικό τεκμαρτό εισόδημα, το οποίο θα έχει προσδιοριστεί από το άθροισμα των τεκμηρίων διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, τότε η πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει φορολογείται:
– Ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, εφόσον τουλάχιστον το 50,01% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος προέρχεται από επιχειρηματική δραστηριότητα, ακίνητη περιουσία ή και κινητές αξίες. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, η πρόσθετη διαφορά εισοδήματος θα φορολογείται με συντελεστές 22% μέχρι τα 20.000 ευρώ, 29% από τα 20.001 έως τα 30.000 ευρώ, 37% από τα 30.001 έως τα 40.000 ευρώ και 45% πάνω από τα 40.000 ευρώ. Επιπλέον, θα επιβάλλεται και προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους, η οποία θα υπολογίζεται με συντελεστή 100% επί του κύριου φόρου εισοδήματος.
– Ως εισόδημα από γεωργική δραστηριότητα, εφόσον τουλάχιστον το 50,01% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος προέρχεται από γεωργική δραστηριότητα. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, η πρόσθετη διαφορά εισοδήματος θα φορολογείται με συντελεστές 22% μέχρι τα 20.000 ευρώ, 29% από τα 20.001 έως τα 30.000 ευρώ, 37% από τα 30.001 έως τα 40.000 ευρώ και 45% πάνω από τα 40.000 ευρώ. Επιπλέον, θα επιβάλλεται και προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους, η οποία θα υπολογίζεται με συντελεστή 100% επί του κύριου φόρου εισοδήματος.
– Ως εισόδημα από μισθωτή εργασία, με αφορολόγητο όριο από 8.636 έως 9.545 ευρώ, εφόσον ο φορολογούμενος:
α) Εχει αποκτήσει εισόδημα που προέρχεται είτε αποκλειστικά ή κατά ποσοστό άνω του 50% από μισθούς ή συντάξεις ή δεν έχει εισόδημα από καμία κατηγορία ή είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ.
β) Εχει εισόδημα μόνο από κεφάλαιο (από τόκους, ακίνητα κ.λπ.) ή και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό του εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ.
γ) Εχει πραγματικό εισόδημα έως 6.000 ευρώ και το τεκμαρτό εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ και εφόσον ο φορολογούμενος δεν είναι επιτηδευματίας.
Αναλυτικό ρεπορτάζ για τα τεκμήρια μπορείτε να διαβάσετε στην έντυπη έκδοση των ΝΕΩΝ