Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέκυψε σε πιέσεις να παραχωρήσει στα εθνικά κοινοβούλια των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δικαίωμα να επικυρώσουν τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τον Καναδά -απόφαση που έχει σκοπό να κατευνάσει ανησυχίες της κοινής γνώμης (ειδικά με την αρκετά μεγαλύτερη συμφωνία TTIP) και μάλιστα στη συγκυρία μετά το βρετανικό δημοψήφισμα.

Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ υποχώρησε από τη θέση του ότι το σύμφωνο αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ θα χρειαστεί μόνο της υποστήριξη των κυβερνήσεων των χωρών-μελών της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να προχωρήσει.

«Έχω εξετάσει τα νομικά επιχειρήματα και έχω ακούσει τους ηγέτες των κρατών ή κυβερνήσεων και τα εθνικά κοινοβούλια» είπε ο Γιούνκερ σε δήλωσή του. «Διακυβεύεται το κύρος της εμπορικής πολιτικής της Ευρώπης» είπε.

Το κείμενο των 1.600 σελίδων, που επεκτείνεται πέρα των δασμών και φτάνει μέχρι τον περιορισμό υπερατλαντικών εμποδίων για επιχειρήσεις, θα σταλεί τώρα σε κάθε κοινοβούλιο των 28 κρατών-μελών της ΕΕ, και, σε ορισμένες περιπτώσεις όπως αυτή του Βελγίου, σε τοπικά κοινοβούλια επίσης.

Με την απαίτηση επικύρωσης από εθνικά κοινοβούλια, όπως είχε σχεδιαστεί το 2009, εγείρεται ο κίνδυνος να μην υιοθετηθεί ποτέ.

Οι υποστηρικτές της συμφωνίας ισχυρίζονται ότι μπορεί να αυξήσει το διμερές εμπόριο κατά ένα πέμπτο, σε 26 δισ. ευρώ. Ωστόσο, τμήμα των ευρωπαίων ψηφοφόρων βλέπει όλο και πιο επιφυλακτικά το ελεύθερο εμπόριο μετά την παγκόσμια κρίση, φοβούμενο πως η παραχώρηση σε πολυεθνικές της απόλυτης ελευθερίας πρόσβασης σε ευρωπαϊκές αγορές θα καταστρέψει θέσεις εργασίας.

Ο υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης της Ιταλίας Κάρλο Καλέντα προειδοποίησε ότι η συμφωνία με τον Καναδά και η κατά πολύ μεγαλύτερη συμφωνία TTIP (Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων) με τις Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν, και άσκησε δριμεία κριτική κατά της υποχώρησης της Κομισιόν.

Ο Καλέντα, ο οποίος ήταν ο ανώτατος αντιπρόσωπος της Ιταλίας στις Βρυξέλλες μέχρι την ανάληψη του υπουργείου τον Μάιο, είπε ότι οι συνομιλίες και για τις δύο συμφωνίες είχαν κρατήσει ήδη πάρα πολύ μεγάλο διάστημα. Η συμφωνία με τον Καναδά, πρόσθεσε, είναι «η καλύτερη που έχει ποτέ υπογράψει η ΕΕ» αλλά τώρα μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να επικυρωθεί και θα μπορούσε να εμποδιστεί από ένα μόνο κοινοβούλιο.

«Θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς μπορεί η Ευρώπη να θεωρείται αξιόπιστος διαπραγματευτικός εταίρος» είπε σε δήλωσή του, προσθέτοντας, «είναι πραγματικά ανησυχητικό σημάδι το ότι η Κομισιόν αναδιπλώνεται σε πίεση από κράτη-μέλη, αποποιούμενη τα ίδια τα δικαιώματά της».

Η Κομισιόν είπε ότι ήλπιζε ακόμα πως η συμφωνία με τον Καναδά θα μπορούσε να υπογραφεί στη σύνοδο κορυφής των ηγετών ΕΕ-Καναδά τον Οκτώβριο, το οποίο θα της επιτρέψει να μπει σε άμεση εφαρμογή.

Η συμφωνία με τον Καναδά, η πιο φιλόδοξη εμπορική συμφωνία που έχει διαπραγματευτεί έως τώρα η ΕΕ, συμπεριλαμβάνει τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τη ναυτιλία, την αειφόρο ανάπτυξη και πρόσβαση σε κρατικές συμβάσεις, καθώς και το εμπόριο τροφίμων και βιομηχανικών προϊόντων.

Όμως, η Επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ Σεσίλια Μάλμστρομ παραδέχθηκε πως η συμφωνία έχει πέσει θύμα των γενικότερων ανησυχιών για την επίπτωση της παγκοσμιοποίησης και για το αν οι ξένες εταιρείες έχουν αποκτήσει υπερβολική δύναμη. Επέρριψε στις κυβερνήσεις των μελών της ΕΕ την ευθύνη για την αποτυχία τους να υποστηρίξουν τις εμπορικές συμφωνίες που οι ίδιες είχαν συναινέσει ότι θα διαπραγματευόταν εκ μέρους των η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

«Ο κίνδυνος για την εμπορική στρατηγική της ΕΕ είναι ότι τα κράτη-μέλη διαφθείρουν τη συζήτηση αυτή με το να συγχέουν το περιεχόμενο της συμφωνίας με τη γενική παθογένεια και τα συναισθήματα εναντίον της παγκοσμιοποίησης» είπε σε συνέντευξη τύπου η Μάλμστρομ. «Αντί να απευθυνθούμε σε αυτό, τα ερωτηματικά και οι ανησυχίες των υπηκόων χρησιμοποιούνται για να ενισχύσουν αυτά τα συναισθήματα» δήλωσε.