Τις επιπτώσεις του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου στο Ηνωμένο Βασίλειο για την Ελλάδα και τις οικονομίες της Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, παρουσιάζει μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank.

Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελούνται οι οικονομολόγοι της Τράπεζας κ. κ. ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Ιωάννης Γκιώνης, Στυλιανός Γώγος, Άννα Δημητριάδου, Παρασκευή Πετροπούλου, Θεόδωρος Σταματίου και Γαλάτεια Φωκά, ενώ κάποια από τα κυριότερα συμπεράσματα της ανάλυσης παρουσιάζονται ακολούθως:
To αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου στο Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.) για έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), αναμένεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ίδια τη χώρα, τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και τον υπόλοιπο κόσμο, σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο.
Το εμπόριο, οι επενδύσεις, ο τραπεζικός και χρηματοοικονομικός τομέας, η αγορά εργασίας και τα δημόσια οικονομικά αποτελούν κάποιες από τις κύριες διόδους μετάδοσης των επιπτώσεων. Ωστόσο, το ακριβές μέγεθος απώλειας προϊόντος-εισοδήματος για κάθε χώρα εκτιμάται ότι θα διαφέρει ανάλογα με τους ιδιαίτερους δεσμούς που τη συνδέουν με το Η.Β., τη μορφή της μελλοντικής εμπορικής συνεργασίας Η.Β.-Ε.Ε καθώς και τις πρωτοβουλίες των αρμόδιων Αρχών προκειμένου να περιορίσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, οι επιπτώσεις του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος για αποχώρηση του Η.Β. από την Ε.Ε. θα μπορούσαν να αποδειχθούν σημαντικές. Καταρχήν, το Η.Β. είναι ένας από τους σημαντικότερους χρηματοδότες του κοινοτικού προϋπολογισμού. Συνεπώς, η αποχώρησή του από την Ε.Ε. δεν αποκλείεται να έχει άμεση επίπτωση στο μέγεθος του κοινοτικού προϋπολογισμού με αρνητικές συνέπειες για τα συνολικά κεφάλαια που είναι σήμερα διαθέσιμα για την Ελλάδα (περί τα €35 δις μέχρι το 2020). Δεύτερον, η παρατεταμένη αβεβαιότητα που σχετίζεται με τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και τη νέα εμπορική σχέση μεταξύ του Η.Β. και της Ε.Ε. ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, τόσο άμεσα μέσω του εμπορίου και του τουρισμού, όσο και έμμεσα μέσω της επιβράδυνσης της οικονομίας της Ευρωζώνης.

Μια τέτοιου είδους εξέλιξη ενδέχεται να οδηγήσει σε επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος, δυσχεραίνοντας την προσπάθεια σταθεροποίησης της εγχώριας οικονομίας. Παράλληλα, η ενδεχόμενη έξοδος του Η.Β. από την Ε.Ε. δεν αποκλείεται να οδηγήσει στην προσθήκη ενός επιπλέον ασφάλιστρου κινδύνου (risk premium) στα διαφορικά αποδόσεων των κυβερνητικών ομολόγων των χωρών της περιφέρειας και αυτών της Ελλάδας, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η χώρα μας είναι η μόνη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης που παραμένει σε πρόγραμμα προσαρμογής.

Σε κάθε περίπτωση, η όποια τέτοια επίδραση θα μπορούσε να αμβλυνθεί σε σημαντικό βαθμό από την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Όπως τονίζεται σε πρόσφατη μελέτη μας (Greece Macro Monitor, «Greece’s prospective inclusion in ECB’s QE programme: potential timing, purchasing volumes & market impact», June 2016), η συμμετοχή του (υπό διαπραγμάτευση) ελληνικού δημοσίου χρέους στο εν λόγω πρόγραμμα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί πριν το τέλος του έτους, υπό την προϋπόθεση ότι, πρώτον, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στην ανάλυσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους, θα αξιολογήσει θετικά την πρόοδο που έχει σημειωθεί και, δεύτερον, ότι δεν θα υπάρξουν σημαντικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής.

Η τελευταία προϋπόθεση αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα εάν δεν πραγματοποιηθεί καμία εξαγορά χρεογράφων και ομολόγων του ελληνικού δημοσίου πριν την έναρξη των επίσημων διαβουλεύσεων στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης που αναμένεται να ξεκινήσει στις αρχές Οκτωβρίου. Η συνολική εξαγορά ελληνικών τίτλων θα μπορούσε να φτάσει κατ’ ανώτατο όριο σε €4,2 δις, ποσό που θα μπορούσε να αυξηθεί σε €5 δις. ή και περισσότερο εάν το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ επεκταθεί πέραν του Μαρτίου 2017. Αυτό θα ισοδυναμούσε με ποσό μεγαλύτερο του ετήσιου εκτιμώμενου όγκου συναλλαγών σε ελληνικούς κυβερνητικούς τίτλους, ασκώντας έντονα πτωτική επίδραση στα ασφάλιστρα κινδύνου (risk premia) και συμβάλλοντας στη συμπίεση των διαφορών αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων κατά περισσότερες από 100 μονάδες βάσης.

Σε ότι αφορά την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους του επίσημου τομέα για την εφαρμογή του υφιστάμενου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας φαίνεται να υπάρχουν διιστάμενες απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, τα όποια περιθώρια ελαστικότητας των πιστωτών στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις δεν αποκλείεται να αυξηθούν προκειμένου να αποφευχθεί μια νέα κρίση. Σύμφωνα με την δεύτερη άποψη, η ψήφος του Η.Β. υπέρ του Brexit ενδέχεται να περιορίσει σημαντικά τα περιθώρια διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης με τους επίσημους πιστωτές για την εφαρμογή των προαπαιτούμενων δράσεων που συνδέονται με την καταβολή της 2ης υπο-δόσης των €2,3 δις το Σεπτέμβριο και της 2η αξιολόγησης τον Οκτώβριο του 2016. Το κυριότερο επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής σχετίζεται με την αύξηση του ευρώ-σκεπτικισμού σε χώρες της Ευρωζώνης μετά το δημοψήφισμα στο Η.Β.
Αναφορικά με τους εμπορικούς δεσμούς μεταξύ Ελλάδας και Η.Β, βάσει των πλέον πρόσφατων στοιχείων, οικονομικοί φορείς του ΗΒ πραγματοποίησαν το 2014 δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες που παρήχθησαν στην Ελλάδα της τάξης του 3,4% του ΑΕΠ. Το εν λόγω μέγεθος αποτελεί μια προσέγγιση της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας –σε όρους εξαγωγών –από εκείνη του Η.Β. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ελληνική οικονομία παρουσίασε εμπορικό πλεόνασμα €2,8 δις ή 1,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ από συναλλαγές που πραγματοποίησε (για αγαθά και υπηρεσίες) με το Η.Β το 2014. Στο μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα, οι αρνητικές συνέπειες του Brexit εστιάζονται σε μια πιθανή μείωση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προς το Η.Β (π.χ. λόγω υποτίμησης της στερλίνας έναντι του ευρώ ) και προς τους υπόλοιπους εμπορικούς εταίρους της ΕΕ-28 (π.χ. λόγω πιθανής εξασθένισης της οικονομικής δραστηριότητας στο σύνολο της ΕΕ-28). Σημειώνουμε ότι υπάρχει ισχυρή θετική συσχέτιση ανάμεσα στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης του Η.Β και στον αντίστοιχο της ΕΕ-28. Επιπλέον, το γεγονός ότι σήμερα η ελληνική οικονομία είναι περισσότερο «ανοικτή» (trade openness) σε σχέση με το παρελθόν (π.χ. πριν από την κρίση) την καθιστά περισσότερο ευάλωτη σε πιθανές αρνητικές διαταραχές των διεθνών εμπορικών της σχέσεων. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στοιχεία (και υποθέτοντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς), μια μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προς το Η.Β κατά 1,0% θα οδηγούσε σε μείωση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης κατά 0,03 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπρόσθετα, μια μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προς το σύνολο της Ε.Ε. εκτός του Η.Β κατά 1% θα οδηγούσε σε μείωση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης έως και 0,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για τις αναμενόμενες επιπτώσεις του Brexit στην ελληνική ναυτιλία και τον τουρισμό. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της UNCTAD (2015), με βάσει τη χωρητικότητα (dead weight tons) ανά χώρα προέλευσης του κύριου μετόχου, ο ελληνικός εμπορικός στόλος κατατάσσεται στην 1η θέση μεταξύ 165 χωρών ενώ μόλις το 0,03% του ελληνικού στόλου είναι υπό την εθνική σημαία του Η.Β. Συνεπώς οποιαδήποτε αλλαγή στις εμπορικές σχέσεις του Η.Β. με την Ε.Ε και τον υπόλοιπο κόσμο θα έχει περιορισμένες επιπτώσεις στην ελληνική ναυτιλία. Από την άλλη μεριά, μεγάλο μέρος της διαχείρισης του ελληνικού εμπορικού στόλου γίνεται αυτή την στιγμή από το Λονδίνο συνεπώς έξοδος του Η.Β από την Ε.Ε θα μπορούσε να επιβαρύνει κάποιες από τις ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες με κόστος μετεγκατάστασης. Αν και δε μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης μέρους των συγκεκριμένων εταιρειών στην Ελλάδα (Αθήνα/Πειραιάς) οι σχετικές προσδοκίες είναι συγκρατημένες δεδομένου ότι η εγχώρια αγορά υστερεί σημαντικά ως προς τις δυνατότητες προσέλκυσης τέτοιου είδους επιχειρήσεων (φορολογικά κίνητρα, πρόσβαση σε διεθνείς τράπεζες, περιβάλλον φιλικό προς τις επενδύσεις, εγκαταστάσεις κτλ). Τέλος, οι όποιες αρνητικές επιπτώσεις στη ναυτιλία λόγω πιθανής εξόδου του Η.Β από την Ε.Ε θα επιβαρύνουν περαιτέρω τις προοπτικές του κλάδου που ήδη υφίσταται σημαντικές πιέσεις από παράγοντες όπως η υπερβάλλουσα μεταφορική ικανότητα του παγκόσμιου εμπορικού στόλου, η επιβράδυνση του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης και οι ανησυχίες για τις προοπτικές της οικονομίας της Κίνας.
Όσον αφορά τον ελληνικό τουρισμό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αναμένεται να έχει αρνητική επίδραση τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Σύμφωνα με πρόσφατη εμπειρική μελέτη του Τομέα Οικονομικής Ανάλυσης της Eurobank η αποδυνάμωση της στερλίνας έναντι του ευρώ αλλά και η πιθανή μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος στο Η.Β θα επηρεάσουν αρνητικά τόσο τις τουριστικές εισπράξεις ανά ταξιδιώτη όσο και τις συνολικές εισπράξεις από Βρετανούς τουρίστες. Αντίστοιχους προβληματισμούς διατυπώνει και ο ΣΕΤΕ σύμφωνα με τον οποίο ένα μεγάλο μέρος των ταξιδιωτών πραγματοποιεί τις κρατήσεις του την τελευταία στιγμή οπότε ενδέχεται φέτος να μην επιλέξει τελικά την Ελλάδα.
Αν και η έκβαση του δημοψηφίσματος υπέρ του Brexit συντάραξε τις χρηματοοικονομικές αγορές της περιοχής, τα οικονομικά θεμελιώδη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είναι σήμερα σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το 2008. Η ψήφος υπέρ του Brexit αποτελεί αρνητική εξέλιξη για την πραγματική οικονομία και τις αγορές της ευρύτερης περιοχής. Παρόλα αυτά, υπό την προϋπόθεση ενός γρήγορου και «βελούδινου» διαζυγίου του Η.Β από την Ε.Ε, οι όποιες επιπτώσεις θεωρούνται διαχειρίσιμες. Με τους δεσμούς της περιοχής με το Η.Β σε όρους εμπορικών συναλλαγών, στον τραπεζικό τομέα και στις άμεσες ξένες επενδύσεις να είναι σχετικά περιορισμένοι, η προσοχή στρέφεται στις δευτερογενείς επιπτώσεις του Brexit μέσω της επιβράδυνσης της Ευρωζώνης, η οποία είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και αγωγός σημαντικών κεφαλαιακών ροών. Ταυτοχρόνως, οι μεσοπρόθεσμες πολιτικοοικονομικές συνέπειες αναφορικά με τη διαδικασία διεύρυνσης της Ε.Ε και την άνοδο του ευρώ-σκεπτικισμού στην περιοχή πιθανόν να αποδειχθούν πιο σημαντικές.
Όσον αφορά τις επιπτώσεις του δημοψηφίσματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές της περιοχής, ύστερα από τις βίαιες κινήσεις των πρώτων ημερών οι περισσότερες εξ αυτών παρουσιάζουν σταθεροποιητικές τάσεις έχοντας καλύψει ένα σημαντικό μέρος των απωλειών τους εν μέσω αισιοδοξίας για διατήρηση χαλαρής νομισματικής πολιτικής για μεγάλο χρονικό διάστημα από τις Κεντρικές Τράπεζες παγκοσμίως προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις από το Brexit. Η αποφασιστικότητα των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε στις 27/28 Ιουνίου για διατήρηση της ενότητας των 27 κρατών-μελών καθώς και οι διαβεβαιώσεις από τις τέσσερις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες (Fed, ECB, BoJ, BoE) ότι είναι έτοιμες να παρέμβουν για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συνέβαλαν επίσης στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος. Εντούτοις, με την αβεβαιότητα για το χρονοδιάγραμμα εξόδου της Η.Β μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου να παραμένει αμείωτη, οι επενδυτές αναμένεται να παραμείνουν επιφυλακτικοί τις προσεχείς εβδομάδες παρακολουθώντας με ιδιαίτερη προσοχή τις εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό του Η.Β. και την έναρξη των διαπραγματεύσεων για τις νέες εμπορικές σχέσεις με την Ε.Ε.