Οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμετέχουν σε έναν ανεξέλεγκτο πόλεμο. Τους τελευταίους 19 μήνες οι αμερικανικές δυνάμεις έχουν εξαπολύσει περισσότερα από 8.800 χτυπήματα κατά του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στη Συρία, ενώ έχουν πλήξει και την αντίστοιχη οργάνωση στη Λιβύη. Οι ΗΠΑ συνεχίζουν τις αεροπορικές επιθέσεις κατά της Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου στην Υεμένη, καταδιώκουν μαχητές σε Αφγανιστάν και Πακιστάν και σκότωσαν περισσότερα από 150 μέλη της Αλ Σαμπάμπ στη Σομαλία, μόλις τον περασμένο μήνα. Αυτός ο πόλεμος δεν περιορίζεται σε χτυπήματα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη ή σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Περιλαμβάνει επιχειρήσεις των ειδικών δυνάμεων σε Ιράκ, Συρία και Αφγανιστάν –πιθανώς και αλλού. Πρόσφατα ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ανακοίνωσε την αποστολή επιπλέον 250 στρατιωτών στη Συρία.
Η νομιμοποίηση για αυτά τα χτυπήματα πηγάζει από την Εξουσιοδότηση για τη Χρήση Στρατιωτικής Ισχύος, που ψηφίστηκε πριν από περίπου 15 χρόνια. Λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο νεότερος ζήτησε μια «ανοιχτή» εξουσιοδότηση για την καταπολέμηση «όλων των μελλοντικών τρομοκρατικών ενεργειών». Σοφά, το Κογκρέσο απέρριψε την πρόταση του προέδρου αλλά τον εξουσιοδότησε να χρησιμοποιήσει στρατιωτική ισχύ ενάντια στους υπευθύνους των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, την Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν.
Το κακό προηγούμενο μιας ερμηνείας

Σήμερα οι Ταλιμπάν δεν βρίσκονται πια στην εξουσία στο Αφγανιστάν, ο Οσάμα μπιν Λάντεν και άλλοι «εγκέφαλοι» της 11ης Σεπτεμβρίου έχουν σκοτωθεί ή φυλακιστεί. Αλλά η εξουσιοδότηση βρίσκεται ακόμη σε ισχύ. Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει δώσει τη δική της ερμηνεία στην εξουσιοδότηση του 2001 και βασίζεται σε αυτή για να εξαπολύει επιθέσεις ενάντια σε οργανώσεις που δεν είχαν καμία σχέση με την 11η Σεπτεμβρίου ή που ούτε καν υπήρχαν τότε. Αυτή η ερμηνεία δημιουργεί ένα κακό προηγούμενο για τους μελλοντικούς προέδρους. Ο Ομπάμα αναγνωρίζει το πρόβλημα. Τον Μάιο του 2013 είπε ότι θα βελτίωνε και τελικά θα καταργούσε την εξουσιοδότηση του 2001.
Τον περασμένο Φεβρουάριο πρότεινε μια νέα εξουσιοδότηση, ειδικά σχεδιασμένη για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους. Αλλά η πρότασή του δέχθηκε επικρίσεις. Μεταξύ άλλων προβλημάτων, η πρόταση του Ομπάμα δεν ακύρωνε την εξουσιοδότηση του 2001 αλλά την εμπλούτιζε. Τα μέλη του Κογκρέσου απάντησαν με μια σειρά άλλων προτάσεων αλλά καμία δεν έγινε νόμος. Εχοντας εννέα μήνες ακόμη μπροστά της, η κυβέρνηση πρέπει να ξεκινήσει εκ νέου τις συζητήσεις.
Ο πρόεδρος Ομπάμα προειδοποιεί εδώ και καιρό για τους κινδύνους ενός πολέμου χωρίς όρια αλλά η προσέγγιση που ακολουθεί η κυβέρνησή του κάνει ακριβώς αυτό. Ενώ οι οργανώσεις ενάντια στις οποίες πολεμούν οι ΗΠΑ πρέπει να έχουν κάποια σχέση με την Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, τα όρια είναι θολά. Το Ισλαμικό Κράτος, διάδοχος της Αλ Κάιντα, θεωρείται ότι καλύπτεται από την εξουσιοδότηση του 2001. Αλλά τι θα γίνει με τους διαδόχους του Ισλαμικού Κράτους και μετά τους δικούς τους διαδόχους; Μελλοντικές κυβερνήσεις θα μπορούν να χρησιμοποιούν την ίδια εξουσιοδότηση. Θα μπορούν να επιλέξουν στόχους «χειρουργικά» ή να βομβαρδίσουν τους εχθρούς με σκοπό την εξουδετέρωσή τους, όπως πρότεινε ο Τεντ Κρουζ.

Δεν θα αλλάξουν τα δεδομένα στο έδαφος

Πρόκειται για μια ανησυχητική εξέλιξη. Υπάρχει λόγος που οι πατέρες του αμερικανικού έθνους έδωσαν την εξουσία στο Κογκρέσο να κηρύσσει πόλεμο και στον πρόεδρο να τον εξαπολύει. Η απόφαση να πάει κανείς σε πόλεμο –ακόμη και αν διεξάγεται από απόσταση και με ελάχιστο ρίσκο για τους Αμερικανούς –είναι πολύ σημαντική για να αφεθεί αποκλειστικά σε ένα σκέλος της κυβέρνησης. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, δεν φταίει μόνο ο Ομπάμα. Μια νέα εξουσιοδότηση δεν θα αλλάξει τα δεδομένα στο έδαφος. Οτιδήποτε και αν προτείνει ο νυν πρόεδρος, θα του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει το είδος της ισχύος που έχει ήδη κρίνει ως απαραίτητη. Αλλά έχει σημασία για λόγους καλής διακυβέρνησης, προστασίας της ισορροπίας ισχύος μεταξύ του Κογκρέσου και της εκτελεστικής εξουσίας και της διασφάλισης ότι ο πόλεμος διεξάγεται με λαϊκή συναίνεση. Είναι ένα θέμα πολιτικής κληρονομιάς που ο Ομπάμα πρέπει να διευθετήσει άμεσα.
* Η κυρία Jennifer Daskal είναι νομικός, σύμβουλος της οργάνωσης Human Rights Watch και συνεργάτις του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τρομοκρατίας.

HeliosPlus