Η κυβέρνηση κατέθεσε στους δανειστές την πρότασή της για το ασφαλιστικό. Προβλέπει αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων και την επιβολή ενός φόρου επί των τραπεζικών συναλλαγών (ύψους 0,1%).Με την ελπίδα, ότι έτσι θα αποτραπεί, υποτίθεται, οποιαδήποτε περικοπή των συντάξεων.

Οι κυβερνητικές προτάσεις αμφισβητούνται έντονα ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Κατ’ αρχάς σε ό,τι αφορά την αύξηση των εισφορών: Διατυπώνονται φόβοι ότι αυτή θα λειτουργήσει υφεσιακά, τροφοδοτώντας έτσι περαιτέρω την ανεργία ή, εν πάση περιπτώσει, εμποδίζοντας τη μείωσή της. Συγχρόνως θα αυξήσει το κίνητρο για την ήδη ανεξέλεγκτη εισφοροδιαφυγή. Άρα με δύο διαφορετικούς τρόπους κινδυνεύει να χαθεί μεγάλο μέρος από το δημοσιονομικό όφελος που το μέτρο αυτό εκ πρώτης όψεως υπόσχεται. Η επιβολή φόρου επί των τραπεζικών συναλλαγών, πάλι, αυξάνει έτι περαιτέρω το ήδη υψηλό κόστος του χρήματος τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους ιδιώτες. Γιατί, βέβαια, εκτός από τους τόκους δανεισμού, στην εποχή των capital controls καταβάλλονται πλέον και αυξημένες τραπεζικές προμήθειες λόγω της εν πολλοίς αναγκαστικής χρήσης πλαστικού χρήματος.

Η μεγαλύτερη αδυναμία όμως των κυβερνητικών προτάσεων είναι ο αποσπασματικός και, ως εκ τούτου, βραχύβιος χαρακτήρας τους. Το ότι, εν ολίγοις, όχι απλώς αδυνατούν αλλά ούτε καν στοχεύουν στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος σε μεσοπρόθεσμη βάση. Πρόκειται για έναν επικίνδυνο «στρουθοκαμηλισμό αναβλητικότητας», που εν πολλοίς χαρακτηρίζει ολόκληρο το πολιτικό μας σύστημα. Με άλλα λόγια, και αν ακόμη πετύχαινε η κυβέρνηση να μη μειωθούν προς το παρόν οι συντάξεις, δεν μας είπαν: για πόσες βδομάδες ή μήνες; Σε λίγο θα συζητούμε και πάλι για το ίδιο πρόβλημα με χειρότερους, όμως, όρους αυτή τη φορά..

Η κυβέρνηση, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις της που απορρέουν από το Γ’ Μνημόνιο και αφορούν προς το παρόν απλώς στην κάλυψη του βραχυπρόθεσμου δημοσιονομικού κενού που προκαλεί το ασφαλιστικό, οφείλει – παίρνοντας σοβαρά υπόψη της και τις πρόσφατες προτάσεις της επιτροπής σοφών – να ανοίξει άμεσα έναν εθνικό διάλογο για τη μεσοπρόθεσμη αντιμετώπιση των προβλημάτων του ασφαλιστικού συστήματος. Και τούτο μπορεί να γίνει μόνο με κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων και όχι με επικοινωνιακά τεχνάσματα, όπως η πρόσφατη σύγκληση του Συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, που απλώς αυξάνουν την καχυποψία στο πολιτικό σύστημα και, ως εκ τούτου, απομακρύνουν το ενδεχόμενο διακομματικής σύγκλισης απόψεων. Ένας τέτοιος διάλογος, βέβαια, απαιτεί και από την αντιπολίτευση όπως και από τους κοινωνικούς φορείς την υποβολή τυχόν αντιπροτάσεων που και αυτές θα πρέπει επίσης να είναι συγκεκριμένες, τεκμηριωμένες και ικανές να δώσουν μια μεσοπρόθεσμη ανάσα στο ασφαλιστικό. Εννοείται ότι οι εν λόγω προτάσεις, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, θα πρέπει ως μεσοπρόθεσμης εμβέλειας να έχουν ως αφετηρία την αναμενόμενη – με βάση τις προβλέψεις αξιόπιστων ευρωπαϊκών και διεθνών θεσμών – βελτίωση του μακροοικονομικού κλίματος και την συνακόλουθη βαθμιαία μείωση της ανεργίας κατά τα επόμενα χρόνια στη χώρα μας όπως και τις δυνατότητες αξιοποίησης της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων.

Οι ευεργετικές συνέπειες ενός τέτοιου γόνιμου εθνικού διαλόγου θα ήταν προφανείς, ενόψει της μεγάλης συμβολής που έχει το ασφαλιστικό στο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας. Εάν δημιουργούνταν διεθνώς η προσδοκία ότι μεριμνούμε για τη μεσοπρόθεσμη και διακομματικά αποδεκτή τιθάσευση του εν λόγω ζητήματος, αφενός θα επιταχυνόταν η έξοδός μας στις αγορές, αφετέρου δε το κόστος δανεισμού της χώρας θα συρρικνωνόταν άμεσα. Άρα θα ερχόταν αναπάντεχα πιο κοντά η προοπτική για μια δυναμική (και όχι αναιμική) ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά της είναι η μόνη (μαζί με τη βελτίωση των δημογραφικών δεδομένων) που θα μπορούσε να εγγυηθεί αποτελεσματικά τη διατηρήσιμη καταβολή εύλογων συνταξιοδοτικών παροχών στο μέλλον.

Αντιθέτως, όσο δεν αναλαμβάνονται τέτοιες πρωτοβουλίες μεγάλης πνοής και αρκούμαστε, κάθε φορά, σε λήψη μέτρων απλώς εμβαλωματικού και πρόσκαιρου χαρακτήρα, αναβάλλουμε τη λύση ενός μεγάλου και συνεχώς επιτεινόμενου προβλήματος, που εκτός από τη δημοσιονομική σταθερότητα και την ανάπτυξη, απειλεί και τον ίδιο τον κοινωνικό χαρακτήρα του κράτους. Και τούτο, γιατί το κόστος από την τυχόν κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος θα το επωμίζονταν οι κοινωνικά ασθενέστεροι, μεταξύ αυτών και οι νέοι. Τέτοιας εθνικής εμβέλειας θέματα, όμως, είναι εγκληματικό να τα διαχειριζόμαστε απλώς επικοινωνιακά και με κύριο γνώμονα την αποφυγή πολιτικού κόστους: Γιατί είναι σαν να κληροδοτούμε στη νέα γενιά μια ήδη ενεργοποιημένη ωρολογιακή βόμβα. Και μετά θα θρηνούμε στις στάχτες μιας άλλης “μεταρρύθμισης Γιαννίτση” που μπορούσε και έπρεπε, αλλά δυστυχώς δεν έλαβε χώρα εγκαίρως..

O Nίκος Τέλλης είναι Καθηγητής στη Νομική Σχολή Α.Π.Θ.