Σύμφωνα με τη γκραμσιανή αντίληψη, «το παλιό πεθαίνει, αλλά το καινούργιο δεν έχει ακόμα προλάβει να γεννηθεί». Ισχύει αυτό για τη Ν.Δ. που βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας της; Ουδείς μπορεί να απαντήσει με πειστικό τρόπο και υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις.

Ένα είναι όμως σίγουρο, η ισορροπία και σε πολιτικό επίπεδο πρέπει να αποκατασταθεί με ότι αυτό σημαίνει για την πορεία της συντηρητικής παράταξης, από τη στιγμή που υπάρχει η κυριαρχία της αριστεράς υπό τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η Ν.Δ. αυτή τη στιγμή καλείται να βρει όχι απλά βηματισμό, αλλά στίγμα και προσανατολισμό για την πορεία των επόμενων χρόνων. Η διαδικασία αυτή δεν είναι απλή, όταν οδεύει σε μια εκλογή, χωρίς να συζητά πολιτικά και τα στελέχη της να μην υπεισέρχονται σε ουσιώδη ζητήματα για την ιδεολογική φυσιογνωμία της και τον προσανατολισμό της.

Ένα άλλο κεντρικό ζήτημα, αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα αλλάξει η καθεστωτική Ν.Δ. που εξακολουθεί και έχει δομές άλλων δεκαετιών και ένα σύστημα οργάνωσης και λειτουργίας, κατά τα λενινιστικά πρότυπα, καθώς αντέγραψε το μοντέλο διοίκησης του ΠαΣοΚ.

Ένα κρίσιμο στοίχημα για τη νέα ηγεσία της συντηρητικής παράταξης, όρος που δεν αρέσει σε πολλούς στη Ν.Δ. αρνούμενοι ουσιαστικά τον ίδιο τους τον πολιτικό εαυτό, είναι να συνθέσουν τα όποια πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα στο εσωτερικό της, ώστε να υπάρξει μια ευκρινή πολιτική ταυτότητα.

Η Ν.Δ. οφείλει, εάν θέλει να επιβιώσει πολιτικά και να ανακάμψει, να περάσει από τον φεουδαρχικό τύπο συγκρότησης, σε ένα ανοικτό κόμμα, όπου τα προνόμια της κομματικής νομενκλατούρας (στελεχών-βαρόνων) θα σαρωθούν, τα φέουδα, τα τζάκια και οι οικογένειες θα μείνουν στην άκρη για ένα μεγάλο διάστημα.

Εάν δεν γίνουν αυτά, ανεξαρτήτως ποιος θα ηγηθεί τελικά του κόμματος, απλά θα επικυρωθεί το στρατηγικό αδιέξοδό της. Νομοτελειακά θα χάνει συνεχώς δυνάμεις και θα κυριαρχεί το ερώτημα που πας Ν.Δ. (quo vadis N.D.) ή στη χειρότερη εκδοχή η Ν.Δ. θα οδεύει στο πολιτικό της τέλος!