Στην αρχή σύσσωμο το Βερολίνο έπνεε μένεα κατά της ΕΚΤ για το πλουσιοπάροχο γεύμα ρευστότητας (ποσοτική χαλάρωση) που προσφέρει στις τράπεζες. Το θεωρούσε βόμβα στα θεμέλια του ευρώ. Να όμως που για πρώτη φορά εδώ και χρόνια εμφανίζονται σαφείς ενδείξεις ανάκαμψης. Οπότε και ο Σόιμπλε –την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος –κάνει στραβά μάτια στις «ατασθαλίες» του Ντράγκι. Οχι ότι έκανε καμιά κωλοτούμπα και άλλαξε άποψη. Κάθε άλλο. Το (επικείμενο) success story –λέει –δεν οφείλεται στην αμαρτωλή ποσοτική χαλάρωση αλλά στην ενάρετη… λιτότητα! Οπως πάντα!
Αλλά ο Ντράγκι δεν είναι αφελής. Δεν θα αφήσει κανέναν Σόιμπλε να του κλέψει τη δόξα. Διεκδικεί ευθέως και από θέση ισχύος την πατρότητα της υποτιθέμενης νίκης. Τι και αν μέχρι πρότινος προειδοποιούσε τους ευρωπαίους ηγέτες ότι δεν μπορεί μόνος του να βγάλει το κάρο από τη λάσπη. Οτι η ποσοτική χαλάρωση δεν αρκεί και χρειάζεται δημοσιονομική αρωγή. Τώρα πιστεύει στο «θαύμα». Αναρωτιέστε αν έλαβε κανένα –αόρατο –χέρι δημοσιονομικής βοήθειας; Πού τέτοια τύχη! Ενα επενδυτικό σχέδιο Γιούνκερ όλο κι όλο. Υποκατάστατο δημοσιονομικής επέκτασης. Θολό, ισχνό, δαιδαλώδες. Και στα σκαριά, αφού προς το παρόν παραμένει απλώς σχέδιο.
Η προσδοκώμενη ανάκαμψη οφείλεται σε συγκυριακούς λόγους. Στη δραστική μείωση της τιμής του πετρελαίου, που λειτουργεί ευεργετικά στους πολύπαθους οικογενειακούς προϋπολογισμούς ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων. Αλλά και στη δραστική υποτίμηση του ευρώ, που ευνοεί τις εξαγωγές και δυσκολεύει τις εισαγωγές. Βέβαια η υποτίμηση αυτή ήταν συνειδητός στόχος –παρότι έμμεσος και ανομολόγητος –της ποσοτικής χαλάρωσης. Οφείλεται όμως και στην ευνοϊκή συγκυρία. Η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας ανάγκασε τη Fed να τερματίσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και να βάλει πλώρη για βαθμιαία ανάκληση της ρευστότητας. Εξ ου και η ενίσχυση του δολαρίου. Το ερώτημα είναι αν οι Αμερικανοί είναι διατεθειμένοι να ανεχθούν τα διογκούμενα ευρωπαϊκά πλεονάσματα (ιδίως της Γερμανίας) και να συνεχίσουν την ίδια πολιτική. Η νομισματική ενίσχυση δεν είναι πανάκεια. Αυτό αποδείχθηκε ξεκάθαρα στην πιστωτική κρίση του 2008. Ο πρώην διοικητής της Fed Μπεν Μπερνάνκι την αντιμετώπισε με τη μονεταριστική συνταγή του μέντορά του Μίλτον Φρίντμαν, αυξάνοντας την προσφορά χρήματος με μηδενισμό επιτοκίου και εναλλακτικές εκδοχές ποσοτικής χαλάρωσης. Δυστυχώς όμως η αυξημένη ρευστότητα δεν φτάνει στην πραγματική οικονομία, γιατί όλοι (νοικοκυριά, επιχειρήσεις, τράπεζες) έχουν την τάση να παρακρατούν χρήματα και να μη δαπανούν. Κατά τον Κέινς, αυτή η «παγίδα ρευστότητας» (liquidity trap) αχρηστεύει τη νομισματική πολιτική, οπότε τη σκυτάλη πρέπει επειγόντως να πάρει η δημοσιονομική πολιτική, με αύξηση δημοσίων επενδύσεων και μείωση φόρων.
Η ποσοτική χαλάρωση χωρίς δημοσιονομική υποστήριξη ντοπάρει τους χρηματοοικονομικούς τίτλους, δεν καταπολεμά τον αποπληθωρισμό της πραγματικής οικονομίας. Μάλιστα το Γραφείο Χρηματοοικονομικής Ερευνας του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών προειδοποιεί ότι τα χρηματιστήρια κινούνται στον αστερισμό της χρηματοοικονομικής φούσκας, όπως το 2007. Αρα η πανευρωπαϊκή ευφορία που προκαλεί η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ είναι αβάσιμη, παραπλανητική και επικίνδυνη…
Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ