Είναι κακό πράγμα οι χωρισμοί. Επώδυνο, κοπιαστικό, άσχημο. Αλλά έρχονται και οι στιγμές που δεν πάει άλλο, που δεν υπάρχει άλλος τρόπος, που η νομοτέλεια σου χτυπάει την πόρτα. Που ο καθένας πρέπει να διαλέξει τον δρόμο του. Ειδικά αν η στιγμή, το timing που λένε και στο Eurogroup, είναι ιδανικό. Τότε, είναι η μόνη λύση.
Αυτή η στιγμή μοιάζει να έχει φτάσει, ακόμη και αν τα τελευταία δείγματα είναι αποθαρρυντικά: Πριν από κάποιους μήνες, όταν οι ψευδαισθήσεις ήταν περισσότερες και η ζωή πιο ανέμελη, η επίσημη διατύπωση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πως οδηγούμαστε σε «πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας – κράτους». Για την ακρίβεια, γραφόταν πως «είναι πάγια θέση μας πως για μια σύγχρονη και δημοκρατική πολιτεία είναι αναγκαίος ο διαχωρισμός κράτους – Εκκλησίας και σε συνταγματικό επίπεδο». Πριν από δύο μήνες, μετά την επίσκεψη του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα στο Αγιον Ορος, η έκφραση εξομαλύνθηκε σε «εξορθολογισμός των σχέσεων του κράτους με την Εκκλησία, που μπορεί να προκύψει από έναν ουσιαστικό διάλογο». Και εδώ και λίγο καιρό η γλυκιά σιωπή έχει σκεπάσει τα πάντα.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Την 1η Οκτωβρίου του 1945, σχεδόν έναν χρόνο μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, η τότε κυβέρνηση αποφάσισε (Ν. 536/1945) η μισθοδοσία των κληρικών να γίνεται από το κράτος –καθώς και να της αποδίδεται η εισφορά 25% επί των εισπράξεων των ναών (που έγινε 35% επί χούντας και εξαφανίστηκε το 2004). Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1952, με βασιλικό διάταγμα, υπογράφηκε η «Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων». Με αυτή τη σύμβαση επήλθε μια ανταλλαγή μέρους αγροτικής περιουσίας της Εκκλησίας με αντάλλαγμα ένα μεγάλο μέρος ακινήτων στο κέντρο της Αθήνας και επιπλέον 45 εκατομμύρια δραχμές. Επίσης, επαναδιατυπώθηκε πως «η μισθοδοσία των κληρικών θα επιβαρύνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό».
Μέχρι το 2011, ένα ιδιόμορφο καθεστώς φορολογικής ασυλίας άφηνε την Εκκλησία ουσιαστικά ελεύθερη να έχει δοσοληψίες χωρίς να καταθέτει εισφορές στο (οριακά χρεοκοπημένο) κράτος. Το 2010, αποφασίστηκε πως από το διάσημο χαράτσι εξαιρούνται «οι χώροι που επιτελείται λατρευτικό έργο». Ηταν η εποχή που έρευνα της «Washington Post» αποκάλυπτε πως η αλλαγή του καθεστώτος και η πληρωμή των κληρικών από την Εκκλησία και όχι από το κράτος θα απέφερε κάτι περισσότερο από 300 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο στον προϋπολογισμό. Θα ήταν μια καλή ιδέα να σταλεί ως προσχέδιο περικοπών στους θεσμούς της τρόικας· αλλά μάλλον δεν είναι καιρός για καλές ιδέες.
Εχουν περάσει 63 χρόνια από την τελευταία διευθέτηση –μια ολόκληρη ζωή αν είσαι τυχερός να ζήσεις τόσο. Και ενώ η Ελλάδα, η Ευρώπη, ο κόσμος αλλάζει, καμία κυβέρνηση δεν έχει τολμήσει να θέσει –με σεβασμό και όχι με εκδικητικότητα, με νηφαλιότητα και όχι με αφορισμούς, με πρακτικό πνεύμα και όχι με τσαπατσούλικες μεθόδους –το θέμα.
Για να μην παρεξηγηθούμε, δεν μιλάμε για επιθετική στάση προς την Εκκλησία. Δεν χρειάζεται να θιχτούν τα δικαιώματα της πίστης, ούτε να επιβληθεί μια αθεϊστική πραγματικότητα που περνιέται για πρωτοπορία. Αλλά εδώ μιλάμε για μπίζνες, όχι για πίστη. Για αριθμούς, όχι για μεταφυσική.
Οσοι δεν είχαν καμία ψευδαίσθηση για σκίσιμο Μνημονίων και κρητικό χορό των αγορών περιμένουν από τον ΣΥΡΙΖΑ μια πιο προοδευτική αντίληψη στα κοινωνικά θέματα –τα οποία είχαν φτάσει σε επίπεδο ασφυξίας με την προηγούμενη κυβέρνηση. Η κουβέντα πρέπει να ανοίξει, ακόμη και αν ο συγκυβερνήτης Πάνος Καμμένος απειλήσει πως «θα το κάνει Κούγκι». Ας κάνει Κούγκι την παλιά Ελλάδα.
Τα πράγματα είναι απλά: Πρέπει η Εκκλησία να μεταβληθεί σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, πρέπει να επιστραφεί το σύνολο της περιουσίας που της έχει αφαιρεθεί από το Δημόσιο και πρέπει (για λογιστικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς και δημοσιονομικούς λόγους) να αναλάβει η ίδια τη μισθοδοσία των κληρικών της.
Αν όχι τώρα, πότε; Αν δεν το κάνει ο –έστω και προσγειωμένος στο κοσμοδρόμιο της άβολης πραγματικότητας –ΣΥΡΙΖΑ, τότε ποιος;
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 01 Μαρτίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



