Αναπόφευκτη θεωρείται η σκλήρυνση της στάσης της ΕΚΤ, η οποία αποτελεί πλέον το βασικό εργαλείο άσκησης πίεσης στην Ελλάδα. Η θέση της ως αιχμή του δόρατος της πολιτικής που ακολουθούν οι Ευρωπαίοι έγινε ιδιαίτερα αισθητή την περασμένη εβδομάδα, με τον ευρωπαίο κεντρικό τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι να σταματά να κάνει δεκτά από τις 11 Φεβρουαρίου τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρο. Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν πλέον να αντλούν ρευστότητα από την ΕΚΤ, αλλά μόνο από τον έκτακτο μηχανισμό ELA της Τράπεζας της Ελλάδος. Εκτιμάται μάλιστα ότι η ΕΚΤ, σε μια προσπάθεια να αυξήσει την πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση, θα σκληρύνει τη στάση της το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, περιορίζοντας περαιτέρω τη ρευστότητα του συστήματος σε σημείο που να εκφράζονται ανησυχίες ότι θα επιβληθούν περιορισμοί στις αναλήψεις μετρητών από τις τράπεζες και στην κίνηση κεφαλαίων.
Η απόφαση της ΕΚΤ προβλέπει ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν πλέον να καταθέτουν ομόλογα και άλλους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου (εγγυήσεις κ.τ.λ.) ως ενέχυρα για να αντλούν ρευστότητα. Αντ’ αυτού τις παραπέμπει στον ELA. Με τις αγορές να είναι κλειστές, οι τράπεζες δεν έχουν άλλη πηγή για να χρηματοδοτούν τη διαφορά ύψους 100 δισ. ευρώ ανάμεσα στις χορηγήσεις (260 δισ. ευρώ) και στις καταθέσεις (160 δισ. ευρώ). Αν εξαιρεθούν τα ομόλογα EFSF ύψους 35 δισ. ευρώ που εξακολουθεί να κάνει δεκτά η ΕΚΤ, υπολογίζεται ότι η χρηματοδότηση από τον ELA θα ανέλθει σε 60-70 δισ. ευρώ.
Η ρευστότητα


Ωστόσο η χρηματοδότηση αυτή κοστίζει 1,5% ακριβότερα. Πηγές της Τράπεζας της Ελλάδος εκτιμούν ότι πέραν του αυξημένου κόστους δεν θα υπάρξει καμία επίπτωση στη ρευστότητα, καθώς η ρευστότητα που χάνεται αντικαθίσταται αναλόγως από τον ELA. Αλλωστε και το 2012 είχε συμβεί το ίδιο πράγμα, όταν η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών μέσω του έκτακτου μηχανισμού ξεπέρασε τα 130 δισ. ευρώ. Σήμερα όμως έχουν αλλάξει τα δεδομένα και η χρήση του ELA δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά απαιτείται σχετική έγκριση από την ΕΚΤ.
Σύμφωνα με τους υφιστάμενους κανόνες, ο ELA μπορεί να παρέχεται μόνο σε φερέγγυες τράπεζες που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας. Αυτό τόνισε σε δηλώσεις του την περασμένη εβδομάδα ο επικεφαλής της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν, προσθέτοντας ότι «είμαι της άποψης πως θα πρέπει να εφαρμόζουμε αυστηρά κριτήρια με τον ELA». Πράγμα που σημαίνει ότι είναι στη διακριτική ευχέρεια της ΕΚΤ το αν και πότε θα τραβήξει την πρίζα.
Η ΕΚΤ ανανεώνει τη χρήση του ELA κάθε δύο εβδομάδες, με την επόμενη αξιολόγηση να είναι στις 18 Φεβρουαρίου. «Αν αποφασίσει να περιορίσει το ποσό που γίνεται αποδεκτό, είναι πολύ πιθανό η Τράπεζα της Ελλάδος να επιβάλει περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, όπως όριο στις αναλήψεις μετρητών» εκτιμούν τραπεζικές πηγές. Για να ληφθεί σχετική απόφαση, χρειάζεται πλειοψηφία δύο τρίτων στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, που σημαίνει ότι μπορεί να μην είναι τόσο εύκολο να συγκεντρωθεί η απαραίτητη στήριξη.
Οι διαφωνίες


Την περασμένη Τετάρτη πάντως η απόφαση δεν ήταν ομόφωνη. Το διοικητικό συμβούλιο διχάστηκε, καθώς, σύμφωνα με ρεπορτάζ των «Financial Times», πολλοί κεντρικοί τραπεζίτες διαφώνησαν με την απόφαση, επιχειρηματολογώντας ότι η ΕΚΤ παρεμβαίνει στις πολιτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και της ευρωζώνης. Ωστόσο στο τέλος συγκεντρώθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων. Το 25μελές διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ εμφανίστηκε προβληματισμένο για το αν θα έπρεπε να υπάρξει πρόωρη διακοπή της χρηματοδότησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ή να περιμένει η ΕΚΤ την τυπική λήξη του ελληνικού προγράμματος στις 28 Φεβρουαρίου. Αιτιολογώντας την απόφασή της, η ΕΚΤ επικαλείται την αδυναμία ολοκλήρωσης της πέμπτης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος στήριξης το οποίο λήγει στο τέλος Φεβρουαρίου. Με την ελληνική κυβέρνηση να μην έχει ζητήσει παράταση ως σήμερα, η ΕΚΤ έκρινε ότι δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια, αφού η έγκριση της παράτασης απαιτεί σχετική απόφαση από τα κοινοβούλια ορισμένων χωρών, μια διαδικασία που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί ως το τέλος Φεβρουαρίου.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στην προχθεσινή συνεδρίαση και για το πρώτο τρίμηνο του έτους δεν έχουν δικαίωμα ψήφου οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Κύπρου και της Ιρλανδίας εξαιτίας του συστήματος εκ περιτροπής ψηφοφορίας που εφαρμόζει από την 1η Ιανουαρίου η ΕΚΤ.
Τα έντοκα


Από την ΕΚΤ εξαρτάται και η χρηματοδότηση της χώρας. Και τούτο διότι το Δημόσιο καλύπτει σήμερα τις ανάγκες του μέσω της έκδοσης εντόκων γραμματίων, τα οποία αγοράζουν μόνον οι ελληνικές τράπεζες. Οι τράπεζες όμως έχουν λάβει εντολή από την ΕΚΤ να επενδύουν μόνο σε «άμεσα ρευστοποιήσιμους τίτλους». Και τα ελληνικά έντοκα στην παρούσα συγκυρία δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες η ΕΚΤ δεν θα επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες όσο η χώρα είναι εκτός προγράμματος να αγοράσουν επιπλέον έντοκα γραμμάτια. Θα μπορούν να ανανεώνουν αυτά που λήγουν, όχι όμως να «φορτώνονται» νέα. Με τις ξένες τράπεζες να απέχουν από τις δημοπρασίες θα υπάρχει εξαιρετική δυσκολία για το Δημόσιο να καλύψει το ποσό των εντόκων που κατέχουν οι ξένες τράπεζες και λήγει.
Για παράδειγμα, στις 11 Φεβρουαρίου, την ημέρα που η ΕΚΤ στέλνει τις ελληνικές τράπεζες στον ELA, λήγουν έντοκα ύψους 1,4 δισ. ευρώ και έχει σημάνει συναγερμός για την ανανέωσή τους. Την ίδια ημέρα το Eurogroup θα κληθεί να αποφασίσει αν θα επιστρέψει στην Ελλάδα ή όχι να εγκρίνει την έκδοση πρόσθετων εντόκων γραμματίων ύψους 10 δισ. ευρώ για να καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας όσο διαρκεί η διαπραγμάτευση για την επόμενη ημέρα και το χρέος που επιδιώκει η κυβέρνηση. Πληροφορίες αναφέρουν ότι το αίτημα δεν θα γίνει δεκτό.

Εντείνουν τις πιέσεις οι Ευρωπαίοι
Είναι σαφές ότι με όλα αυτά οι Ευρωπαίοι επιχειρούν να ασκήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πίεση στην κυβέρνηση για να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την τρόικα, συνεχίζοντας εκεί από όπου είχε σταματήσει η προηγούμενη, και χρησιμοποιούν την ΕΚΤ. Σύμφωνα με κοινοτικές πηγές ο Μάριο Ντράγκι, ο οποίος έχει ήδη συγκρουστεί σκληρά με το Βερολίνο για την ποσοτική χαλάρωση, δεν είναι διατεθειμένος να αντιπαρατεθεί εν νέου με τους Γερμανούς, τη φορά αυτή για την Ελλάδα.
Κατ’ άλλους, όπως ο Πολ Κρούγκμαν, η απόφαση της ΕΚΤ να παραπέμψει τις τράπεζες στον ELA δεν είναι τίποτε άλλο «παρά ένα καμπανάκι αφύπνισης για τη Γερμανία». «Και τι θα συμβεί αν οι Γερμανοί δεν ξυπνήσουν;» αναρωτιέται ο νομπελίστας οικονομολόγος σε άρθρο του. «Σε αυτή την περίπτωση» απαντά «μπορούμε να ελπίζουμε ότι η ΕΚΤ θα πατήσει πόδι και θα διακηρύξει πως ρόλος της είναι να κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να διαφυλάξει την οικονομία της Ευρώπης και τους δημοκρατικούς θεσμούς της –και όχι να λειτουργεί ως ο εισπράκτορας χρέους της Γερμανίας». Μένει λοιπόν να αποδειχθεί αν ο Μάριο Ντράγκι θα λειτουργήσει τελικά ως κεντρικός τραπεζίτης ή ως πολιτικός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ