Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα με έναν σιωπηλό, ταυτόχρονο –στα όρια της συνενοχής –τρόπο, οι άνθρωποι όλου του πλανήτη ξεπέρασαν μαζικά ένα χρόνιο ταμπού τους: Αποφάσισαν πως οι εποχές που έμοιαζε με κακή ιδέα το να αφήνεις τα πραγματικά ίχνη σου στην απεραντοσύνη του Ιnternet, έχουν περάσει.
Πρώτα οι πιο τολμηροί, έπειτα οι πιο εξαρτημένοι από τη μόδα, στη συνέχεια οι ακόλουθοι του συρμού και, τέλος, με μια δραματική καθυστέρηση, ακόμη και οι πιο αλλεργικοί απέναντι στις αλλαγές, ξεκίνησαν να δημιουργούν τον δεύτερο εαυτό τους, την ωραιοποιημένη εκδοχή της εικόνας τους.
Συνόδευσαν τον ιδανικό εαυτό τους με μια φωτογραφία με το καλό προφίλ τους, μέτρησαν (αφού πρώτα έχασαν) τα λόγια τους, έψαξαν τον κατάλληλο τρόπο για να λιμάρουν τις άγαρμπες γωνίες της προσωπικότητάς τους, διάλεξαν το φίλτρο φωτογραφίας και χαρακτήρα που τους ταιριάζει και δημιούργησαν τον ψηφιακό εαυτό τους.
Κάπως έτσι, μάλλον με καλύτερα λόγια, ο ιστορικός του μέλλοντος θα περιγράψει το ξεκίνημα μιας νέας εποχής, σε μια γενιά που θα απορεί πώς ακριβώς ζούσαν οι άνθρωποι πριν από το Ιnternet, με τον ίδιο τρόπο που απορούσαμε κάποτε πώς ζούσαν οι άνθρωποι χωρίς τρεχούμενο νερό. Οσοι είναι γεννημένοι πριν από το 1985 είναι η τελευταία γενιά που θυμάται τη ζωή χωρίς το Ιnternet ως καθημερινότητα. Είμαστε εμείς, που χωρίς την ανάγκη να αποδείξουμε πως κάτι ήταν καλύτερο «τότε», μπορούμε να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στο πριν και στο μετά –στο σήμερα και στην εποχή με λιγότερη επικοινωνία, λιγότερες ευκαιρίες αναψυχής, αλλά και λιγότερο άγχος, λιγότερη αδιακρισία, λιγότερες γνώμες ανθρώπων που δεν θα έπρεπε να λένε τη γνώμη τους, λιγότερο στρες πως κάτι σημαντικό συμβαίνει αλλά εσύ είσαι μακριά. Οπως έγραψε ο Μάικλ Χάρις στο βιβλίο του «Το τέλος της απουσίας: Ανακτώντας όσα χάσαμε στον κόσμο της διαρκούς σύνδεσης» για το οποίο διάβασα (στο Internet): «Είμαστε οι τελευταίοι άνθρωποι στην Ιστορία που ξέρουμε καλά να μιλούμε δύο γλώσσες. Είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να μεταφράσουμε με ευχέρεια τις γλώσσες τού πριν και του μετά».
Ολα αυτά δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, είναι περισσότερο εγκυκλοπαιδικές απόψεις, ιστορικές επισημάνσεις, σχεδόν αδιάφορες σε μια εποχή που δημιουργεί ιστορίες, εικόνες και σύμβολα και τις καταβροχθίζει με βουλιμία την επόμενη στιγμή (θυμάται κανείς όλα αυτά τα μπουγελώματα; Εχουν ήδη στεγνώσει καθώς μοιάζουν σαν να έγιναν πρόπερσι).
Η ιστορία της προηγούμενης εβδομάδας στο παγκόσμιο χωριό του Internet ήταν η διαρροή προσωπικών (καλύτερα: ερωτικών) selfies διάσημων ανθρώπων. Η Τζένιφερ Λόρενς, το μοντέλο Κέιτ Απτον και ένα σωρό άλλες celebrities εξ Αμερικής είδαν με φρίκη τις φωτογραφίες που είχαν αποθηκεύσει στο iPhone τους να υποκλέπτονται ενώ εκείνες κοιμούνταν ή έκαναν ό,τι κάνουν οι celebrities και, λίγο μετά, μέσω του iCloud, να βρίσκονται στην οθόνη κάθε ανθρώπου σε αυτόν τον περίεργο πλανήτη.
Η φρίκη ανήκε μόνο σε αυτές, για τους υπόλοιπους έμεινε το άγριο συναίσθημα του ξεψαχνίσματος κάθε ζωής που μοιάζει λαμπερή, το κυνήγι των ατελειών, το μοχθηρό κοίταγμα από την κλειδαρότρυπα, η ηδονή της παρακολούθησης. Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε για την ηθική τού να βλέπεις μια εικόνα που έχει κλαπεί τόσο ύπουλα –αυτό αφορά την προσωπική οπτική του καθενός. Αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίο με έναν παγκόσμιο τρόπο συνειδητοποιούμε διαρκώς πως τίποτα δεν είναι ασφαλές. Αν το κινητό ενός ανθρώπου με δεκάδες imagemakers και πέντε-έξι πραγματικούς αλλά ανήμπορους στο συγκεκριμένο θέμα σωματοφύλακες είναι διάτρητο, τότε το δικό μας τι είναι;
Πριν από λίγους μήνες, ο Λουκ Χάρντινγκ, ένας από τους δημοσιογράφους που αποκάλυψαν την υπόθεση των παρακολουθήσεων των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και συγγραφέας του αποκαλυπτικού «Φάκελος Σνόουντεν», δήλωνε στο «Βήμα της Κυριακής» πως «η ΝSA παρακολουθεί και την ελληνική κυβέρνηση». Δεν υπήρξε καν επίσημη αντίδραση. Γιατί, ας το παραδεχτούμε: Στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, με έναν σιωπηλό, ταυτόχρονο –στα όρια της συνενοχής –τρόπο, οι άνθρωποι όλου του πλανήτη συμφώνησαν: Κανένας δεν νοιάζεται ιδιαίτερα αν το κινητό ή το mail του βρίσκεται υπό παρακολούθηση. Η ζωή έχει γίνει πολύ βιαστική για τέτοιες αναχρονιστικές ευαισθησίες. Απλώς, από το μάθημα της επικαιρότητας της εβδομάδας –που θα ξεχαστεί σε λίγες ημέρες –ας θυμηθούμε τουλάχιστον το εξής για λόγους αξιοπρέπειας: ας προσέχουμε τι σώζουμε στο κινητό μας, αν κάποιος το θέλει, μπορεί να το αποκτήσει.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



