Ας είμαστε ειλικρινείς τουλάχιστον με αυτόν που αξίζει να είμαστε· με τον εαυτό μας: Ανάμεσά μας ζουν κάποιες χιλιάδες άνθρωποι, λίγο παραπάνω από μισό εκατομμύριο, που πιστεύουν πως η βία είναι γοητεία. Που βρίσκουν την εκφορά μισαλλόδοξου λόγου, υπό την επίδραση βαρβιτουρικών, ελκυστική. Που δεν είναι απλώς φοβισμένοι άνθρωποι οι οποίοι θέλουν να νιώσουν «ψηλότεροι» κοινωνικά. Που δεν είναι απόκληροι νέοι που βρήκαν μια παρέα για να μη νιώθουν μόνοι. Που δεν είναι αγανακτισμένοι πολίτες. Που δεν είναι γιαγιάδες που έψαχναν κάποιον να τους προστατεύει στο ΑΤΜ. Που δεν είναι παραπλανημένοι δημοκράτες. Που είναι απλώς φασίστες. Και μετά την ειλικρίνεια, ας περάσουμε στο επόμενο στάδιο του θρήνου, στην παραδοχή: πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό το εκλογικό 15%.
Εδώ και χρόνια, οι βολικές δικαιολογίες μιας χώρας που ζούσε με ψευδαισθήσεις μεγαλείου δημιουργούσαν αφηγήματα άρνησης. Αρνούμασταν να δούμε αυτή την Ελλάδα, να την ονοματίσουμε, να την εντοπίσουμε, να την αντιμετωπίσουμε. Προφανώς υπήρχε πάντα. Προ κρίσης, ψήφιζε συστημικά, τα κατώτερα ένστικτά της βολεύονταν κάτω από την ταμπέλα της δημοκρατίας, του διορισμού, της προγονολατρείας, ίσως και του σοσιαλισμού. Το Μνημόνιο, η κοινωνική παρακμή, η κρίση του συστημικού λόγου δεν τη γέννησαν, τη βοήθησαν μόνο να φανεί. Εβγαλαν τα ένστικτά της στην επιφάνεια.
Ποια είναι αυτή η Ελλάδα που ηδονίζεται με τον πόνο του άλλου; Είναι μια Ελλάδα με λιγότερες ευκαιρίες εκπαίδευσης; Με χαμηλή διάθεση αυτοκριτικής και αυτοσεβασμού; Εχει χαμηλά εισοδήματα και γι’ αυτό οργή; Ζει, δουλεύει και μεγαλώνει τα παιδιά της με ιδιοτέλεια; Διακρίνεται από έλλειψη κοινωνικών ευαισθησιών και θεωρεί πως αυτά είναι για τους βολεμένους; Εχει μνησικακία για οτιδήποτε διαφορετικό, επιτυχημένο, για οτιδήποτε διαφέρει; Φοβάται οτιδήποτε δεν της μοιάζει; Είναι ημιμαθής; Θεωρεί την καλλιέργεια, την παιδεία, την πρόοδο κακές λέξεις; Είναι άνθρωποι καταπιεσμένοι και προγραμματισμένοι από τους δυνάστες προγόνους τους να καταπιέσουν οτιδήποτε διαφέρει;
Προφανώς ένα από τα παραπάνω, ίσως και όλα μαζί, δημιουργούν την ξεκάθαρη εικόνα μιας Ελλάδας που οι περισσότεροι αρνούνται να αντιμετωπίσουν. Την οποία, ακόμη και την προηγούμενη εβδομάδα, κάποιοι προσπαθούσαν να εντάξουν στον «αντιμνημονιακό λόγο».
Είναι αρκετά αργά για υπεκφυγές όμως.
Στη χώρα που πριν από λίγες ημέρες έλαβε την πρώτη θέση σε ποσοστό αντισημιτισμού (69% έπειτα από έρευνα της Anti-Defamation League σε 102 χώρες), η Χρυσή Αυγή δεν παίρνει ψήφους επειδή γίναμε πιο φτωχοί. Τις παίρνει γιατί είχε πάντα ακροατήριο, απλώς δεν είχε τι να τους προσφέρει παλιότερα. Αυτό το ζήτημα το λύσαμε, όσο και να ενοχλεί. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί αν η Χρυσή Αυγή μακιγιαριστεί, αλλάξει όνομα, κρύψει τις σβάστικες, προσπαθήσει να μιλάει λιγότερο πρωτόγονα, πιο γλυκά;
Εδώ και καιρό πραγματοποιούνται επαφές της μη φυλακισμένης Χρυσής Αυγής με στελέχη ακροδεξιών σχηματισμών εκτός Ελλάδας. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Μαρίν Λεπέν, η οποία εξηγεί την ιδεολογία της στο σημερινό τεύχος του BHmagazino, η Χρυσή Αυγή ετοιμάζει μεθοδικά ένα ψεύτικο μακιγιάζ συνταγματικότητας. Ο υπαρχηγός της χρησιμοποιεί όσα έχει μάθει από το πανεπιστήμιο του δρόμου και όσα έχει ηχογραφήσει στα βουλευτικά γραφεία για να επιβιώσει, να αθωωθεί, να βγει καθαρότερος στην κοινωνία. Θα φοράει πιο σπάνια Τ-shirts, θα φαίνονται λιγότερο τα τατουάζ του, θα αγοράσει και ορισμένα κοστούμια επιπλέον και θα προσπαθήσει να καθιερωθεί σαν ένας μόνιμoς «αντισυστημικός» εφιάλτης.
Θα αφήσει τις επικλήσεις στον Χίτλερ και θα προσπαθεί συστηματικά να κερδίσει ψήφους ανθρώπων πιο «κανονικών». Το σενάριο είναι εφιαλτικό, αλλά και πραγματικό. Η προσπάθεια του Αρη Σπηλιωτόπουλου να πολώσει την κατάσταση στον Δήμο της Αθήνας με αναφορές στο τζαμί αποδείχθηκε πως δεν λειτουργεί διασπαστικά. Υπάρχει know how και στη μισαλλοδοξία. Στο ακροδεξιό μάρκετινγκ ο αυθεντικός πάντα κερδίζει από τις απομιμήσεις. Και οι απομιμήσεις το μόνο που καταφέρνουν είναι να νομιμοποιήσουν τον ρατσισμό, να τον κάνουν mainstream.
Ποια είναι η λύση; Σίγουρα δεν είναι δικαστική –αν εννοούμε κάτι παραπάνω από την εφαρμογή του νόμου. Δεν είναι οικονομική, ούτε επαφίεται στην καλοσύνη. Είναι πολιτική. Θέλει σύστημα, εκπαίδευση, ίσες ευκαιρίες και όχι πανικό. Και δεν μπορούμε να την εφαρμόσουμε –σίγουρα όχι για τις επόμενες γενιές –όσο η παιδεία είναι ένα παρεξηγημένο προϊόν, όσο οι δάσκαλοι αντιμετωπίζονται σαν υποτιμημένοι λειτουργοί, σαν κακοπληρωμένοι υπηρέτες.
Υπάρχει και αυτή η Ελλάδα. Το να μην αρνιόμαστε την ύπαρξή της είναι το πρώτο στάδιο. Το να την αντιμετωπίσουμε, το σημαντικότερο.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino τo Σάββατο 24 Μαΐου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



