Εχουμε εισέλθει πλέον σε μια περίοδο όπου η απομάκρυνση του κινδύνου εξόδου της χώρας από το ευρώ, σε συνδυασμό µε τις αποφάσεις για τη διαχείριση της κρίσης χρέους σε διεθνές επίπεδο, προσφέρει σαφείς ενδείξεις ότι η οικονομία εξισορροπεί και ότι αντιστρέφεται η υφεσιακή τάση. Η πρόκληση που καλούμαστε τώρα να αντιμετωπίσουμε είναι να συνεχιστεί η βελτίωση αυτή, να ολοκληρωθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να αποκατασταθούν ομαλές συνθήκες ρευστότητας στις επιχειρήσεις που θα επιτρέψουν την επιστροφή σε ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης. Με δεδομένες αυτές τις συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη την απομόχλευση που βρίσκεται σε εξέλιξη, στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις, σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι κομβικής σημασίας να βρεθούν και να αξιοποιηθούν εναλλακτικοί τρόποι χρηματοδότησης της οικονομίας και των επιχειρήσεων με επενδυτικά κεφάλαια μακροπρόθεσμου ορίζοντα. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο ελληνικό ή ευρωπαϊκό, γι’ αυτό και βλέπουμε τα χρηματιστήρια διεθνώς να προσπαθούν να ενισχύσουν τον βασικό τους ρόλο, δηλαδή τη λειτουργία τους ως μηχανισμού προσέλκυσης και άντλησης κεφαλαίων από την παγκόσμια επενδυτική κοινότητα. Ειδικά το τελευταίο διάστημα υπάρχει στην Ευρώπη έντονη κινητοποίηση για την εξεύρεση λύσης στην άντληση κεφαλαίων από τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και η Ελλάδα συμμετέχει και, τολμώ να πω, πρωτοστατεί σε αυτήν. Παράλληλα υπάρχει πρόσθετο ενδιαφέρον και από «νέους» ξένους επενδυτές, λόγω της ταυτόχρονης κατάταξης από τους οίκους αξιολόγησης τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις ανεπτυγμένες αγορές –μεταφορά από τον οίκο MSCI, χωρίς ταυτόχρονη ανακατάταξη από τον οίκο FTSE -, οι οποίοι διαπιστώνουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και αντιμετωπίζουν θετικά μια αγορά που λειτουργεί στη ζώνη του ευρώ, με απόλυτη αξιοπιστία και θεσμοθετημένη Εταιρική Διακυβέρνηση. Η ελληνική κεφαλαιαγορά διαθέτει σημαντικές αντοχές και δυνατότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ κατά τη διάρκεια της κρίσης η ύφεση οδήγησε στην κάμψη της κεφαλαιοποίησης και κατά συνέπεια στον περιορισμό του τζίρου ποτέ δεν περιορίστηκε η ρευστότητα της αγοράς σε όρους συναλλασσόμενων τεμαχίων.
Το 2013 δε ανετράπη η τάση εκροής κεφαλαίων από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα και η συμμετοχή των ξένων θεσμικών επενδυτών στο Χρηματιστήριο Αθηνών ενισχύθηκε με εισροές που ξεπέρασαν τα 2,3 δισ. ευρώ. Μετά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών άρχισε να διαμορφώνεται η αντίληψη ότι, μέσω της κεφαλαιαγοράς, είναι δυνατόν να βρεθούν τα κεφάλαια που μπορούν να υποστηρίξουν τις ελληνικές επιχειρήσεις, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι επενδυτικές προτάσεις τηρούν τους κανόνες παρουσίασης που η διεθνής επενδυτική κοινότητα έχει μάθει να αναγνωρίζει.
Τη χρονιά που έρχεται λοιπόν είναι κρίσιμο να αξιοποιήσουμε αυτή τη σημαντική ευκαιρία που έχουμε στα χέρια μας και να επιτύχουμε τη στοχευμένη παρουσίαση των επενδυτικών ευκαιριών στην πραγματική οικονομία, ειδικά στους κλάδους που έχουν ήδη αναγνωριστεί ως ενδιαφέροντες και ελκυστικοί αλλά και στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, και τη χρηματοδότηση νέων επιχειρηματικών ιδεών.
Η αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων που έγινε το 2013 είναι ένα σημαντικό βήμα για να αποκτήσουν πρόσβαση οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις στα παγκόσμια επενδυτικά κεφάλαια. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο για τη διαχείριση και ανάπτυξη ακινήτων και υποδομών. Το 2014 το στοίχημα είναι η συνεργασία όλων και η αξιοποίηση της κεφαλαιαγοράς για να αντλήσουν μέσω μετοχών ή και ομολόγων οι ελληνικές επιχειρήσεις την απαραίτητη ρευστότητα για την ανάπτυξή τους.
Ο κ. Σωκράτης Λαζαρίδης είναι πρόεδρος του χρηματιστηρίου της Αθήνας και διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικά Χρηματιστήρια αε.



