Παρίσι, στη γειτονιά του Σεν Ζερμέν ντε Πρε. Στο μπαρ του ιστορικού ξενοδοχείου Lutetia, περιμένω το πρόσωπο-σύμβολο του Σεν Ζερμέν, την ηγερία της μεταπολεμικής γαλλικής τέχνης και διανόησης, τη μούσα των υπαρξιστών Ζυλιέτ Γκρεκό. Τη βλέπω να πλησιάζει χαμογελαστή, ντυμένη στα μαύρα. Τα μάτια της έντονα μακιγιαρισμένα, μαύρα επίσης, το πρόσωπό της ολόλευκο. Καθώς μιλάει, τα χέρια της φτερουγίζουν στο ημίφως, ενώ με τη χαρακτηριστική φωνή της πλάθει μία μία τις λέξεις και μου τις προσφέρει, για μία ακόμη φορά, με ιδιαίτερη ευφυΐα, παιχνιδιάρικη διάθεση, ελαφράδα και χιούμορ. Προσπαθώ να βρω κάτι πάνω της για να βάλω το μικροσκοπικό μικρόφωνο που θα καταγράψει τη συζήτησή μας. Γύρω από τον λαιμό της υπάρχει μια λεπτή χρυσή αλυσίδα. «Να το βάλω εδώ;» τη ρωτάω. «Βεβαίως!» μου απαντά. Και συνεχίζει: «Την αλυσίδα αυτή την πήρα πριν από σχεδόν 40 χρόνια στην Αθήνα, όπου είχα πάει για μια συναυλία. Δεν την αποχωρίζομαι ποτέ. Παράξενο δεν είναι;». Ετσι η συζήτησή μας άρχισε με την Ελλάδα για να συνεχιστεί συντροφιά με τη Μελίνα και τη Φρανσουάζ Σαγκάν, τον Σαρτρ και τον Μάιλς Ντέιβις, τον έρωτα και τη φιλία, την ποίηση και τη μουσική…

Ζυλιέτ, στην πρόσφατη αυτοβιογραφία σας υπάρχουν αρκετές αναφορές στην Ελλάδα. Μιλάτε για την πρώτη βραδιά της γνωριμίας σας με τον Μάιλς Ντέιβις στο Παρίσι, όπου πήγατε σε ένα ελληνικό εστιατόριο… «Ναι, στο Καρτιέ Λατέν. Θυμάμαι ακόμη το γαλανόλευκο περιβάλλον του…».

Μιλάτε επίσης για τη στράτευσή σας ενάντια στη Δικτατορία. Τι θυμάστε από εκείνη την περίοδο; «Eχω πολύ οδυνηρές αναμνήσεις από εκείνη την εποχή. Μάθαινα τι γίνεται στην Ελλάδα και θεωρούσα ότι ήταν χρέος μας να πολεμήσουμε στο πλευρό των Ελλήνων. Τελικά ο ελληνικός λαός βγήκε νικητής, ως συνήθως».

Είχατε μάλιστα ηχογραφήσει ένα τραγούδι… «Ναι. Το “Τραγούδα, γιε μου”… “Γι’ αυτούς που πολεμούν για τη ζωή, με μόνο όπλο τη ζωή… Γι’ αυτούς που δεν θα δουν ποτέ πια τον ήλιο του Μαγιού στον Πειραιά…”».

Το τραγούδι αυτό ήθελε να το τραγουδήσει και… «Η Μελίνα».

Τη θυμάστε; «Βεβαίως!».

Πώς γνωριστήκατε; «Την εποχή εκείνη στο Παρίσι βγαίναμε πολύ. Πηγαίναμε όλοι στα ίδια μπαρ, εγώ, η Φρανσουάζ Σαγκάν και πολλοί άλλοι φίλοι. Εκεί συναντούσαμε τη Μελίνα συχνά, πολύ συχνά. Την αγαπούσα πολύ. Ηταν λαμπερή, γενναιόδωρη, εκδηλωτική, όμορφη. Πολύ όμορφη. Με έναν τρόπο εντελώς προσωπικό και πρωτότυπο. Ηταν ο εαυτός της. Απέπνεε χαρά και ευτυχία, και ήταν πολύ άτακτη, όπως κι εμείς. Κάναμε πολύ θόρυβο, διασκεδάζαμε πολύ, γελούσαμε. Ηταν χρόνια ευτυχισμένα για όλους μας».

Ποιες είναι οι αναμνήσεις που έχετε από την Ελλάδα; «Τα πάντα έχουν ειπωθεί για την ομορφιά και το μεγαλείο της Ελλάδας, τι να πω εγώ; Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου. Αλλωστε με λένε Γκρεκό. Αυτό σημαίνει ότι σίγουρα έχω έλληνες προγόνους που κάποια στιγμή ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Κορσική, το νησί του πατέρα μου. Οι κάτοικοι της περιοχής έλεγαν για τους προγόνους μου: “Είναι ο Ελληνας, είναι ο Γκρέκο!”. Ετσι γεννήθηκε το όνομά μας. Και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος “Ο Ελληνας” δεν ήταν; Ετσι γίνεται. Δίνουν στους ανθρώπους το όνομα της χώρας τους. Κατάγομαι λοιπόν από την Ελλάδα, από την Κορσική, από τη Μεσόγειο…».

Η μεσογειακή καταγωγή σας με ποιον τρόπο επηρεάζει τον τρόπο σκέψης και τα συναισθήματά μας; «Εμείς οι άνθρωποι της Μεσογείου είμαστε ανοιχτοί στη θάλασσα, στον ορίζοντα, στο άπειρο. Εγώ νιώθω καλά μόνο μέσα σε αυτές τις μυρωδιές, αυτά τα χρώματα, αυτόν τον ήλιο. Στη Μεσόγειο είμαστε πιο τρελοί ή τουλάχιστον έχουμε μια τρέλα διαφορετική από τους ανθρώπους του Βορρά. Εχουμε μια γοητεία σαρκική, μια ελευθερία αισθησιακή, σεξουαλική, που δεν είναι συγκρατημένη ή άκαμπτη όπως στις βόρειες χώρες. Είμαστε βέβαια πολύ πιο διεφθαρμένοι και ύπουλοι από τους ανθρώπους του Βορρά. Αλλά έχουμε αυτή την πολύτιμη ελευθερία κίνησης, την ελευθερία του σώματος, την ελευθερία της σκέψης, αυτόν τον λυρισμό – χαρακτηριστικό σαφώς ελληνικό άλλωστε. Στην Ελλάδα όλα είναι εικόνα, όλα είναι άρωμα, όλα είναι σάρκα, όλα είναι τέχνη και ζωή. Εχει κανείς την εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι η μνήμη του κόσμου».

Μια μνήμη πάντα ζωντανή… «Και μάλιστα όλο και πιο θυμωμένη! Και δίκαια μάλιστα!».

Σας απασχολεί η σημερινή κατάσταση της χώρας; «Πάρα πολύ. Το ζήτημα όμως δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά ολόκληρο τον κόσμο. Πιστεύω ότι πρέπει να ξαναπάρουμε τα πράγματα από την αρχή και να ξαναχτίσουμε τον κόσμο μας πάνω σε νέες βάσεις, λιγότερο απάνθρωπες, λιγότερο αντιφατικές. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν από τη μία να προσπαθούμε να βρούμε τρόπους για να επιμηκύνουμε τη ζωή, να απαλύνουμε τον πόνο, να θεραπεύουμε τον άνθρωπο και να κάνουμε τη ζωή του καλύτερη, και από την άλλη να κατασκευάζουμε όλο και πιο αποτελεσματικά μέσα εξόντωσης. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε. Τη ζωή ή τον θάνατο; Δεν μπορώ πραγματικά να καταλάβω τις επιλογές αυτών που μας κυβερνούν».

Οι λαοί πώς μπορούν να αντιδράσουν ενάντια σε όλα αυτά; «Να θυμώσουν! Να ορθώσουν το ανάστημά τους, να μιλήσουν. Εγώ ανησυχώ πολύ, γιατί φοβάμαι τη βία που βλέπω να έρχεται, τη βία που έχει ήδη αρχίσει να ξεσπά. Οι πόλεμοι των θρησκειών ξαναζωντανεύουν. Οπισθοδρομούμε με τρόπο θεαματικό. Είναι πολύ ανησυχητικό. Πολύ. Θεωρώ ότι είμαι πολύ τυχερή που έχω πια γεράσει…».

Πώς καταφέρατε να διατηρήσετε τον ιδεαλισμό σας στο πέρασμα του χρόνου; «Είναι στη φύση μου. Ετσι είμαι φτιαγμένη. Η αδελφή μου λέει: “Είσαι ο πιο θαρραλέος άνθρωπος που έχω γνωρίσει”. Εγώ δεν το καταλαβαίνω, αλλά μάλλον είμαι. Πολεμάω γι’ αυτό που θεωρώ σωστό. Δεν πολεμάω για μένα, αλλά για έναν κόσμο καλύτερο, για έναν κόσμο τουλάχιστον λιγότερο άδικο. Σήμερα τα χάσματα κάθε είδους ανάμεσα στους ανθρώπους μεγαλώνουν όλο και περισσότερο κατά τρόπο πολύ ανησυχητικό. Κι έπειτα δεν σεβόμαστε τη γη. Τη μετατρέπουμε σε έρημο, την καλύπτουμε με μπετόν, την καταστρέφουμε. Η γη όμως θέλει να αναπνέει, να κάνει χορτάρι και λουλούδια ή αγκάθια – δεν έχει σημασία. Είναι ήδη αρκετά αργά. Και όσο αργούμε να αντιδράσουμε τόσο πιο σκληρά θα πρέπει να δουλέψουμε για να διορθώσουμε την κατάσταση».

Η μαχητικότητα είναι κάτι που σας χαρακτήριζε ήδη ως παιδί. Πάντα είχατε έναν δικό σας τρόπο να αντιδράτε ενάντια στην αδικία ή ακόμη και στην έλλειψη αγάπης… «Ναι, από πολύ μικρή έβλεπα τα πράγματα καθαρά. Δεν έκρινα – δεν μου αρέσει να κρίνω, δεν με ενδιαφέρει και δεν έχω κανένα δικαίωμα να κρίνω –, αλλά καταλάβαινα πώς ήταν τα πράγματα και επαναστατούσα. Ο καθένας υιοθετεί μια στάση απέναντι στα πράγματα και στη ζωή. Αυτή ήταν η δική μου στάση…».

Η επανάσταση; «Ναι!».

Αυτό σας απομάκρυνε από τον κόσμο ή σας έφερε πιο κοντά του; «Με έφερε πολύ κοντά του. Ξέρετε, αγαπώ πολύ τους ανθρώπους. Τους χρειάζομαι. Εχω ανάγκη να τους ακούω, να τους κοιτάζω, να τους καταλαβαίνω. Ο “άλλος” είναι κάτι συναρπαστικό. Αυτός είναι ο πραγματικός Θεός και όχι εκείνος που προβάλλουν οι θρησκείες. Ο “ανώτερος” Θεός που κάθεται στο σύννεφό του, όπως πολλοί τον φαντάζονται, είναι μία εικόνα πολύ όμορφη και διασκεδαστική, μία εικόνα που εμπνέει τη θρησκεία και την τέχνη, αλλά εγώ πιστεύω ότι πρώτα πρέπει να ασχοληθούμε με τον άνθρωπο».

Γιατί υπάρχει τότε αυτός ο «ανώτερος» Θεός; «Γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη το όνειρο και αρνείται να πιστέψει ότι υπάρχει ο θάνατος. Είναι ωραία η επινόηση ότι αν κάνουμε κάτι κακό στην επίγεια ζωή θα το πληρώσουμε στην κόλαση και αν είμαστε καλοί θα πάμε στον παράδεισο. Ασε που αν ισχύει αυτό, όλοι στην κόλαση θα πάμε. Ο παράδεισος θα είναι σίγουρα άδειος ή θα έχει ελάχιστους ανθρώπους. Η πίστη λοιπόν εκφράζει μια ανθρώπινη ανάγκη. Εξάλλου όσο πιο φτωχή και εξαθλιωμένη είναι μια χώρα τόσο περισσότερο θρησκευόμενη είναι, γιατί μόνο αυτό της έχει απομείνει».

Πού βρίσκεται λοιπόν ο παράδεισος; «Στη ζωή! Ο παράδεισος είναι να αγαπάς, ο παράδεισος είναι να ζεις. Να αγαπάς, να σε αγαπούν, να δίνεις, να σου δίνουν. Ο παράδεισος είναι να κάνουμε ό,τι αγαπάμε. Ο παράδεισος είναι να μπορούμε να ακούμε μουσική, να γνωρίζουμε μοναδικούς ανθρώπους… Υπάρχουν πολλοί παράδεισοι στη Γη. Πρέπει να ξέρουμε να τους αναγνωρίζουμε και να μην τους καταστρέφουμε».

Ο δικός σας παράδεισος είναι… «Είναι κάποιες φορές. Κάποιες στιγμές. Αλλά υπάρχει».

Και η κόλαση; «Είναι συχνά. Ο Σαρτρ έλεγε ότι “Η κόλαση είναι οι άλλοι”, αλλά οι άλλοι είναι επίσης ο παράδεισος… Πρέπει να κάνουμε επιλογές, να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας, να πολεμάμε, να ξέρουμε να ακούμε, να ενδιαφερόμαστε για τα πράγματα…».

Οι «άλλοι» για τους οποίους μιλάτε έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην πορεία σας… «Ναι. Είχα την τύχη να συναντήσω έξοχους ανθρώπους που μου άνοιξαν τα μάτια, που με εκπαίδευσαν, που μου έμαθαν τι σημαίνει “άλλος” και ότι πρέπει να τον σεβόμαστε. Οπως όλοι οι νέοι, χρειαζόμουν απαντήσεις στα ερωτήματά μου. Και αυτοί οι άνθρωποι μού απάντησαν. Ημουν πολύ τυχερή. Πολύ…».

Τι είναι τύχη; «Είναι να συναντάς τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη στιγμή. Εγώ έζησα σημαντικές στιγμές της Ιστορίας της Γαλλίας, όταν ξαφνικά μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς οι πάντες κατέφθασαν σε αυτό το μικρό χωριό που το έλεγαν Σεν Ζερμέν ντε Πρε. Ηταν όλοι τους ζωγράφοι, γλύπτες… Ολες οι τέχνες ήταν εκεί: η λογοτεχνία, το θέατρο, ο κινηματογράφος, η μουσική… Κι όλα αυτά ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή. Οι πιο μεγάλοι καλλιτέχνες ήταν εκεί. Ηταν κάτι εκπληκτικό. Εβλεπες στον ίδιο χώρο τον Πικάσο, τον Θεοδωράκη, τον Μάιλς Ντέιβις, τον Τσάρλι Πάρκερ, τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Σαρτρ…».

Ο οποίος μάλιστα σας ώθησε να ασχοληθείτε με το τραγούδι… «Ναι, ήταν εξαιρετικός μουσικός και έπαιζε πολύ καλό πιάνο. Μου πρότεινε να τραγουδήσω το τραγούδι “Η οδός Μπλαν Μαντό” που είχε συνθέσει για την παράσταση “Κεκλεισμένων των θυρών”, πράγμα το οποίο έκανα, αλλά τελικά σε μουσική του Ζοζέφ Κοσμά, γιατί ο Σαρτρ δεν ήταν ικανοποιημένος με τη μουσική που είχε γράψει ο ίδιος».

Πώς ήταν ο Σαρτρ στην καθημερινή ζωή; «Υπέροχος! Χαρούμενος. Πάρα πολύ αστείος. Τρελαινόταν για φάρσες. Δεν σταματούσε να λέει βλακείες, να κάνει βλακείες. Ηταν απολαυστικός. Στην παρέα μας δεν βαριόμασταν ποτέ. Μαθαίναμε. Εγώ ό,τι ξέρω εκεί το έμαθα. Μου άρεσε να μαθαίνω και εξακολουθεί να μου αρέσει».

Ας μιλήσουμε λίγο για τον Μάιλς Ντέιβις… «Ο Μάιλς είναι καλά. Είναι αιώνιος. Τον ακούμε παντού. Είναι μια αναφορά, ένα παράδειγμα, μια μεγαλοφυΐα. Τα δύσκολα στοιχεία του χαρακτήρα του έχουν πια ξεχαστεί…».

Ποια ήταν αυτά; «Η έλλειψη ανοχής… Ηταν αρκετά ρατσιστής ο Μάιλς. Οταν συναντηθήκαμε – ήμουν τότε πολύ νέα – μου είπε: “Μια μέρα θα έχω μια λευκή Ρολς και έναν λευκό σοφέρ”. Ηταν πολύ σκληρό. Και εγώ όμως λευκή ήμουν. Αγάπησε λοιπόν μια λευκή γυναίκα».

Η λευκή γυναίκα τον αγάπησε; «Βέβαια! Η λευκή γυναίκα δεν είχε καν δει ότι ήταν μαύρος. Η λευκή γυναίκα είδε ότι ήταν ωραίος. Είδε ότι ήταν έξυπνος, ότι ήταν καταπληκτικός. Κα-τα-πλη-κτι-κός! Είδε ότι ήταν η ενσάρκωση της μουσικής, της δικής του μουσικής, της δικής μας μουσικής. Ηταν ένα σπάνιο πλάσμα».

Ποια από τις στιγμές που ζήσατε μαζί του ή χάρη σε αυτόν έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη σας; «Ηταν ένα βράδυ που τον κάλεσα για δείπνο στο “Μπέρκλεϊ”, ένα πολύ κομψό παρισινό εστιατόριο όπου πήγαινα πολύ συχνά. Οταν φτάσαμε, ρώτησα τον υπεύθυνο – που γνώριζα πολύ καλά – αν υπήρχε τραπέζι. Βλέπω το βλέμμα του να καρφώνεται στον Μάιλς. Εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω ότι βλέπει “έναν νέγρο”. Ξαφνικά αλλάζει έκφραση και μου λέει: “Λυπάμαι πολύ, κυρία Γκρεκό, δεν υπάρχει τραπέζι”. Του λέω: “Κρίμα. Δώστε μου το χέρι σας”. Μου το δίνει, κοιτάζοντας απορημένος. Το παίρνω, φτύνω μέσα στην παλάμη του, το ξανακλείνω, τον χαιρετάω και φεύγω. Εκτοτε δεν ξαναπάτησα ποτέ σε εκείνο το εστιατόριο».

Ο Μάιλς τι είπε; «Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Ούτε λέξη… Η σκηνή όμως ήταν πολύ οδυνηρή για αυτόν. Τέλος πάντων. Ας μιλήσουμε καλύτερα για την απίστευτη ομορφιά του. Ο Μάιλς ήταν φοβερά όμορφος. Δεν ήταν καθόλου νεγροειδής. Είχε αιγυπτιακά χαρακτηριστικά…».

Και πρόσωπο αινιγματικό… «Πολύ. Ηταν ένας άνθρωπος παράξενος, εξαιρετικά έξυπνος και καλλιεργημένος. Αλλά ήταν πολύ σκληρός, καθόλου ανεκτικός. Εγώ γλίτωσα από την περιφρόνηση που έτρεφε για τις γυναίκες. Είμαι η μόνη γυναίκα, από ό,τι φαίνεται στα απομνημονεύματά του, που περιέργως βγαίνει άθικτη και προστατευμένη. Η μόνη γυναίκα που αγάπησε. Και εγώ θα τον αγαπώ πάντα. Υπάρχει στη ζωή μου. Υπάρχει στη μνήμη μου. Υπάρχει στο προσωπικό μου θησαυροφυλάκιο, στην καρδιά μου. Κάποιους ανθρώπους τους έχω μέσα μου, στο σώμα μου. Μερικοί από αυτούς είναι πιο κοντά στο τζάκι από άλλους. Τους έχω στη ζεστασιά και τους μιλάω».

Ποιοι άλλοι είναι γύρω από το τζάκι; «Είναι περισσότεροι φίλοι, παρά εραστές. Για τους εραστές υπάρχει το κουτάκι “Εραστές”. Αλλά και εκεί δεν υπάρχουν όλοι… Ο αληθινός έρωτας είναι έρωτας και φιλία μαζί. Ερωτας, σεβασμός, θαυμασμός. Ο άλλος έρωτας, με τα φτερά, το τόξο και τα βέλη, ήταν αρκετά σπάνιος στη ζωή μου».

Δεν ερωτευτήκατε; «Πολύ λίγους ανθρώπους. Η φιλία όμως κατέχει μεγάλο μέρος στη ζωή μου. Κι έπειτα υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους με συνέδεε μια ερωτική φιλία, όπως με τον Μπορίς Βιαν. Πρέπει να ήμουν ερωτευμένη με τον Μπορίς και εκείνος το ίδιο. Η σχέση μας ήταν αδελφική, αλλά λίγο αιμομικτική, όπως είναι συχνά η σχέση ανάμεσα στα αδέλφια. Οταν υπάρχει μεγάλη οικειότητα με κάποιον, τα όρια γίνονται δυσδιάκριτα».

Είχατε πιο πολλούς φίλους άνδρες απ’ ό,τι γυναίκες… «Ναι, τα πάω πολύ καλά με τους άνδρες. Καταλαβαινόμαστε πολύ καλά. Αυτό συνέβη και με κάποιες γυναίκες, αλλά τα κριτήρια ήταν διαφορετικά. Εμένα μου αρέσουν οι δραστήριες γυναίκες, οι γυναίκες συγγραφείς, για παράδειγμα. Μου αρέσουν οι γυναίκες που σκέφτονται, οι γυναίκες που επιλέγουν, που ζουν, οι γυναίκες που αποφασίζουν για τη ζωή τους…».

Οπως η Φρανσουάζ Σαγκάν; «Είναι το πιο ωραίο παράδειγμα».

Της αφιερώσατε το προτελευταίο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας σας. Το τελευταίο είναι αφιερωμένο στην κόρη σας… «Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κάποιος για τους ανθρώπους που αγαπά. Είναι δύσκολο για μένα να μιλάω για την κόρη μου, για τη Φρανσουάζ ή για τον Μάιλς. Υπάρχουν πράγματα που αφορούν τον Μάιλς και για τα οποία δεν μιλώ ποτέ».

Η Μαργκερίτ Ντυράς; «Η Μαργκερίτ ήταν ένας θαυμάσιος δάσκαλος του κομμουνισμού. Εγώ όμως ήμουν κακή μαθήτρια…».

Γιατί; «Γιατί είμαι πάρα πολύ ανεξάρτητη και ανυπάκουη. Πολύ ανυπάκουη. Οταν ήμουν μικρή, δεν έλεγα καν “όχι”. Κουνούσα απλώς το κεφάλι αρνητικά. Ημουν τρομερή – και τώρα άλλωστε δεν έχω αλλάξει ιδιαίτερα… Οταν η δασκάλα στην τάξη μού έλεγε: “Γκρεκό, ξέρεις το μάθημά σου;”, εγώ κουνούσα απλώς αρνητικά το κεφάλι. Ετσι κατάφερνα να με διώχνουν από τα μέρη που με δυσαρεστούσαν. Η γιαγιά μου έλεγε: “Αυτή η μικρή προτάσσει τη δύναμη της αδράνειας”».

Η σιωπή δηλαδή ήταν το όπλο σας… «Ναι. Η σιωπή είναι τρομερό όπλο. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να την πολεμήσεις. Κανένας δεν μπορεί να σε υποχρεώσει να μιλήσεις. Εγώ ήμουν εντελώς αρνητική, απροσπέλαστη. Ηταν ο δικός μου τρόπος να τους πω ότι κάτι δεν με ενδιαφέρει. Ηταν σαν να τους έλεγα: “Αφήστε με ήσυχη”. Ενάντια σε αυτό, δεν έπιανε καμιά τιμωρία. Ακόμη κι όταν με έκλειναν στη σκοτεινή σκάλα του υπογείου, εγώ έπαιρνα μαζί μου το αρκουδάκι μου και ήμουν ευτυχισμένη. Καθόμουν εκεί μαζί του ήρεμα, το χάιδευα και του μιλούσα. Σε αυτό, ναι, μιλούσα…».

Αυτό σας μιλούσε; «Μα και βέβαια! Τα παιδιά ακούνε πράγματα που οι ενήλικοι δεν ακούν… Ευτυχώς!».

Ξέρω ότι και σήμερα έχετε ιδιαίτερη σχέση με τα αρκουδάκια… «Ναι. Εχω πάρα πολλά. Τα πιο σημαντικά όμως ήταν η Ουρσίν, το αρκουδάκι που είχα όταν ήμουν μικρή, κι ένα άλλο που μου χάρισε ένα κοριτσάκι από την Ανατολική Γερμανία, όταν πήγα για τουρνέ στην κατεστραμμένη Δρέσδη, αμέσως μετά τον πόλεμο. Στο διάλειμμα έρχεται το κοριτσάκι αυτό με ένα αρκουδάκι στην αγκαλιά του και μου λέει: “Δεν έχω τίποτ’ άλλο. Σας το δίνω”. Από τότε το έχω πάντα μαζί μου…».

Πώς το λένε; «Δεν το λένε… Είναι απλώς το αρκουδάκι μου…».

Το αγαπημένο σας λουλούδι ποιο είναι; «Το τεμπέρι. Η ευωδιά του με μεθάει».

Το αγαπημένο σας ελληνικό φαγητό; «Δεν ξέρω καλά την ελληνική κουζίνα… Η ρετσίνα όμως μου αρέσει πάρα πολύ».

Αν σας πω «Μίκης Θεοδωράκης», τι θα πείτε; «Τεράστιος συνθέτης. Τον θαυμάζω πάρα πολύ».

Γιάννης Σπανός; «Πραγματικός ποιητής της μουσικής και φίλος. Τον αγαπώ τόσο πολύ».

Κοκτό; «Μαγικός».

Μάιλς; «Μάιλς…».

Πρεβέρ; «Καθαρή ποίηση…».

Σερζ Γκενζμπούργκ; «Δεν έχω γνωρίσει ποτέ άνθρωπο με τόσα ταλέντα».

Ορσον Γουέλς; «Υπέροχο, ιερό τέρας…».

Φρανσουάζ Σαγκάν; «Κομψότητα, ελαφράδα, ταλέντο, τέχνη της ζωής».

Σαρτρ; «Ενα βιβλίο».

Ζυλιέτ Γκρεκό; «Δεν με ενδιαφέρει πολύ».

Εμένα, ναι… «Λέει πάντα την αλήθεια. Και αυτό θέλει πολύ θάρρος…».

* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino την 1 Απριλίου 2012