Ενα παλιό μπλε λεωφορείο φορτωμένο με μπαγκάζια προπορευόταν από τα σύνορα της Βολιβίας με το Περού. Αγκομαχώντας άνοιγε τον στενό δρόμο και εμείς ακολουθούσαμε ακριβώς από πίσω. Στο βάθος είχε ξεκινήσει ένα λαμπρό ηλιοβασίλεμα πίσω από τα χιονισμένα ψηλά βουνά του Αλτιπλάνο της Βολιβίας. Στα αριστερά και στα δεξιά του δρόμου το χορτάρι πρασίνιζε, ενώ χαμηλά συναντούσαμε μερικά σπιτάκια από κόκκινη λάσπη.
Την εικόνα συμπλήρωνε το μαβί του ουρανού σε όλες τις δυνατές αποχρώσεις. Κάπου-κάπου συναντούσαμε Ινδιάνες Κέτσουα και Αϊμάρα με τα απαραίτητα στρογγυλά τους καπέλα και τις σουρωτές φούστες σε έντονα χρώματα να σέρνουν κάποιο λάμα. Αυτό είναι το ταξίδι, σκέφτηκα. Ενα φορτωμένο λεωφορείο στη μέση του πουθενά. Το όνειρο κάθε ταξιδιώτη, το ξεκίνημα για το άγνωστο, η περιπέτεια της γνωριμίας με μια άγνωστη χώρα. Και όσο ανεβαίναμε τόσο οι ανάσες γίνονταν όλο και πιο δύσκολες, καθώς το οξυγόνο λιγόστευε στο υψόμετρο των 4.000 μέτρων. Δύο ώρες αργότερα το λεωφορείο χάθηκε από μπροστά μας.
Εκείνοι συνέχισαν το ταξίδι στα βουνά, ενώ εμείς κατευθυνθήκαμε προς την πρωτεύουσα Λα Παζ. Τώρα οι εικόνες ήταν πολλές και διαφορετικές: παραδοσιακές και μοντέρνες ανάκατα, μιας πόλης που ψάχνει να βρει νέα ταυτότητα απορρίπτοντας την καταγωγή της. Αυτή όμως η εικόνα με το παλιό λεωφορείο ήταν που ξεχώρισε στα δικά μου μάτια…
Η Βολιβία που χαρακτηρίζεται από το Αλτιπλάνο, θεωρείται το Θιβέτ της Αμερικής. Το μεγαλύτερο ποσοστό (60%) των κατοίκων της είναι Ινδιάνοι που μιλάνε Κέτσουα και Αϊμάρα, το υπόλοιπο 35% είναι μεστίσος που γεννήθηκαν από Ισπανούς και Ινδιάνες, ενώ το 1% καταλαμβάνουν οι Αφρικανοί σκλάβοι που τους έφεραν να δουλέψουν εργάτες στα ορυχεία.
Πρωτεύουσα είναι η Λα Παζ που βρίσκεται σε υψόμετρο 3.632 μ. και ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1548 από τον Αλφόνσο ντε Μεντόζα, που την ονόμασε «Η Πόλη της Κυρίας μας, της Ειρήνης». Οι περισσότεροι κάτοικοί της (που αγγίζουν το ένα εκατομμύριο), κατοικούν στα ψηλότερα προάστια, ενώ τα χαμηλότερα φιλοξενούν τις κατοικίες των πλουσίων όπου η διαβίωση λόγω του υψομέτρου είναι πιο άνετη.
Μια κεντρική λεωφόρος διασχίζει την πόλη που περιλαμβάνει κάποια όμορφα αποικιακά κτίσματα και έναν πολύ μεγάλο (αναλογικά) αριθμό μουσείων. Πολύχρωμη, συνδυάζει την παράδοση – που τηρείται από τους Ινδιάνους με τις παραδοσιακές τους φορεσιές -, με τους πανύψηλους ουρανοξύστες με τα γραφεία των πολυεθνικών εταιρειών και τα πολυτελή ξενοδοχεία με τους ευρωπαϊκά ντυμένους επιχειρηματίες, στρατιωτικούς και τουρίστες. Η καρδιά της πόλης όμως χτυπάει στις πολύβουες αγορές της. Εκεί συναντάς τους Ινδιάνους να μασούν συνεχώς τα φύλλα κόκας και να πωλούν τις χρωματιστές τους πραμάτειες.
Εκεί θα βρείτε και μαγικές προσφορές για την Πάτσαμαμα, τη Μητέρα Γη, που λατρεύεται ευλαβικά από όλους. Στα παράπλευρα δρομάκια πωλούνται ωραιότατα χειροτεχνήματα, πουλόβερ από αλπακά, υφαντά των οποίων η υφαντική τέχνη δεν έχει αλλάξει εδώ και 3.000 χρόνια, χαρακτηριστικές φορεσιές με τη σουρωτή φούστα των Ινδιάνων και τα παραδοσιακά τους καπέλα, τσάντες και κοσμήματα.
Ο χρυσός που βρέθηκε εκλάπη από τους Ισπανούς, ενώ τα περισσότερα κεραμικά ή πέτρινα αντικείμενα είτε πωλήθηκαν σε διάφορα μουσεία είτε καταστράφηκαν από φανατικούς χριστιανούς. Σύμφωνα με τους ινδιάνικους θρύλους, πρόκειται για την παλιά πρωτεύουσα του λευκού θεού Βιρακότσα. Ο αρχαιολογικός χώρος εκτείνεται σε απόσταση 2,6 χλμ., μόνο ένα μικρό κομμάτι όμως έχει ανασκαφεί.
Παρατηρήστε την τελετουργική πλατφόρμα Καλασασάγια με τους ογκώδεις λίθους από ψαμμόλιθο και ανδεσίτη και την πύλη Πουέρτα ντελ Σολ. Πρόκειται για τη μεγαλιθική Πύλη του Ηλίου κατασκευασμένη από ένα μόνο κομμάτι ανδεσίτη και είναι αφιερωμένη στην ηλιακή θεότητα. Κάθε χρόνο στο εαρινό ηλιοστάσιο στις 21 Ιουνίου, που συμπίπτει με τον νέο χρόνο των Αυμάρα, γίνονται ινδιάνικες τελετές όπου εκτός από Ινδιάνους συγκεντρώνονται και μυστικιστές από όλον τον κόσμο.
Αυθεντικά παραδοσιακά ξύλινα πνευστά θα αγοράσετε μόνο από καταστήματα μουσικών οργάνων. Οι Ινδιάνοι είναι καχύποπτοι στις φωτογραφίες και εκνευρίζονται γιατί πιστεύουν ότι αποτυπώνεται η ψυχή τους. Μη φωτογραφίζετε ποτέ κάποιον χωρίς την άδειά του, ειδικά στην αγορά αυτή, γιατί θα έχετε μπελάδες. Φυλάξτε διαβατήριο και χρήματα στο κουτί ασφαλείας του ξενοδοχείου σας και προσπαθήστε να μην τραβάει η εμφάνισή σας την προσοχή με κοσμήματα, έστω και ψεύτικα.
Πρόσβαση:
Στην ψηλότερη πρωτεύουσα του κόσμου, το αεροδρόμιο είναι επίσης το υψηλότερο του κόσμου, στα 4.100 μέτρα, και ονομάζεται Ελ Αλτο, δηλαδή «Το Ψηλό».
Αν ξεκινήσετε το ταξίδι σας από τη Βολιβία, σίγουρα θα είναι δύσκολη η άμεση προσαρμογή σε ένα τέτοιο υψόμετρο, γι’ αυτό και θα πρέπει να συμβουλευθείτε τον γιατρό σας.
Την περίοδο αυτή την καλύτερη τιμή προσφέρει η αεροπορική εταιρεία Iberia μέσω Μαδρίτης (αρκεί να κλείσετε τουλάχιστον έναν μήνα πριν), με διάρκεια πτήσης 29 ώρες και 25’.
Μέσα στην πόλη μετακινείστε άνετα με ταξί – αρκεί να παζαρέψετε τη διαδρομή. Τους αρχαιολογικούς χώρους έξω από την πόλη, για λόγους ασφαλείας, είναι καλύτερο – αν δεν έχετε έρθει οργανωμένοι – να επισκεφθείτε μέσω τοπικού τουριστικού γραφείου.
Διαμονή:
Στην κεντρική λεωφόρο Paseo del Prado βρίσκεται το «Plaza Hotel» (τηλ. +591-2- 2378311), από τα πολύ καλά ξενοδοχεία της πόλης.
Αρκετά δημοφιλές είναι και το «El Rey Palace» (Avenida 20 de Octubre 1947, τηλ. +591-2-393016).
Στη γωνία της βρίσκεται το «Gran Hotel Paris» (τηλ. +591-2-319170), με κομψότητα και στυλ.
Φαγητό:
Η θερμοκρασία στο Αλτιπλάνο της Βολιβίας είναι πολύ χαμηλή, καθώς το υψόμετρο κυμαίνεται από 3.000 ως 4.200 μέτρα. Μιμηθείτε τους ντόπιους και καταπολεμήστε τις ζαλάδες της έλλειψης οξυγόνου με το απαραίτητο τσάι κόκας ή μασήστε τα φύλλα της όπως όλοι οι ντόπιοι.
Οι Κέτσουα και Αϊμάρα, κάτοικοι της χώρας, συνηθίζουν να βάζουν πολύ καυτερό τσίλι στα φαγητά τους.
Περνώντας από τη λίμνη Τιτικάκα δοκιμάζουμε τρούτσα (πέστροφα), ενώ στα βουνά απολαμβάνουμε λιάμα (το γνωστό λάμα), καμπρίτο (κατσίκι), τσάιρο (αρνάκι με πατάτες) και σάχτα (κοτόπουλο με καυτερή σάλτσα πιπεριού), τα οποία συνοδεύονται βεβαίως με άφθονο καλαμπόκι που ευδοκιμεί σε πολλές ποικιλίες.
Ιδανική για να απαλύνει το κάψιμο της πιπεριάς, αλλά και αρκετά δυνατή, είναι η σπιτική μπίρα τσίτσα.
Για ψάρι θα δειπνήσετε στο «El Palacio de Pescado», ενώ για τυπική βολιβιανή κουζίνα στο «La Casa de los Pacenos».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ