Τα γέλια ηχούν πιο δυνατά καθώς διαπερνούν τους τοίχους των λυόμενων αιθουσών. Αντανακλούν στον τσίγκο και στο πλαστικό και επιστρέφουν σε μεγαλύτερη ένταση στη μισοάδεια αίθουσα. Και το πρωί της Παρασκευής 28 Ιανουαρίου τα γέλια ακούγονταν δυνατά. Στη δεύτερη, από τις συνολικά έξι, συνεδρίαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθήνας, στα βάθη των δικαστηρίων της Ευελπίδων, εκεί όπου είναι στημένες οι πρόχειρες λυόμενες κατασκευές που χρησιμεύουν ως δικαστήρια, υπήρχε κέφι.

Η δίκη για μια μακρινή αλλά όχι ξεχασμένη υπόθεση, η διερεύνηση των συνθηκών για το τροχαίο του Κωνσταντίνου Κεντέρη και της Κατερίνας Θάνου στις 12 Αυγούστου 2004 είχε διακοπεί από την αυθόρμητη προσέλευση μιας απρόσκλητης μάρτυρος. Μια μεσόκοπη κυρία από την Πάτρα είχε φτάσει αυθημερόν στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω την άρρωστη μητέρα της, όπως διευκρίνισε, είχε δώσει θρησκευτικό όρκο και ήταν έτοιμη να «βοηθήσει στη λύση του μυστηρίου».

Δεν το έκανε: «Εκείνη την ημέρα ήμουν στη Γλυφάδα. Είδα ένα μηχανάκι πεσμένο και κάτι τύπους εκεί γύρω. Δεν ξέρω ποιος λέει ότι δεν έχει γίνει τροχαίο, αλλά εγώ το είδα, ήμουν εκεί σάς λέω» είπε σπαρακτικά, αφήνοντας έκπληκτους ακόμη και τους δικηγόρους υπεράσπισης του Κεντέρη και της Θάνου. Δύο διευκρινιστικές ερωτήσεις αργότερα έγινε σαφές ότι η αυθόρμητη υπερασπίστρια των δύο ολυμπιονικών αναφερόταν σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα μια άλλη ημέρα, σε ένα άλλο σημείο, σε ένα άλλο ατύχημα. Ολοι την ευχαρίστησαν, όλοι γέλασαν, την κατευόδωσαν και επέστρεψαν στη δουλειά τους: Το δύσκολο κυνήγι της αλήθειας για μια ομιχλώδη και πολυσυζητημένη ιστορία που συνέβη 2.390 ημέρες πριν. Ζόρικη δουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει και, κυρίως, έπρεπε κάποτε να γίνει.

Η ιστορία είναι γνωστή. Το απόγευμα της 12ης Αυγούστου του 2004 η καθαρή, περιποιημένη, αγνώριστη Αθήνα, ενώ ετοιμαζόταν για την τελετή έναρξης, δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα για τον εθνικό εγωισμό της. Ο Κωνσταντίνος Κεντέρης, ως εκείνο το βράδυ τελευταίος λαμπαδηδρόμος της φλόγας των Αγώνων, και η Κατερίνα Θάνου εισήχθησαν στο ΚΑΤ έπειτα από τροχαίο ατύχημα που συνέβη σε έναν δρόμο όπου εκτελούνταν έργα («Γίνονταν έργα εκείνες τις ημέρες;» αναρωτήθηκε κάποια στιγμή ο πρόεδρος της έδρας) κάπου στη Γλυφάδα. Οι γιατροί τούς περιέθαλψαν, ο τότε υπουργός Υγείας Νικήτας Κακλαμάνης έκανε δηλώσεις για τα τραύματά τους, ο έλεγχος ντόπινγκ δεν έγινε ποτέ, λίγες ημέρες μετά στο Hilton παρέδωσαν τις διαπιστεύσεις τους στη ΔΟΕ και στη συνέχεια κατηγορήθηκαν από την ελληνική Δικαιοσύνη για ψευδή αναφορά προς τις αρχές και ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Μαζί τους κατηγορήθηκε και ο Χρήστος Τζέκος για προμήθεια, εισαγωγή και κατοχή απαγορευμένων ουσιών, αλλά και επτά γιατροί του ΚΑΤ που βαρύνονται με τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος και της ψευδούς βεβαίωσης. Κάποια στιγμή ο στρουθοκαμηλισμός έπρεπε να τελειώσει και η δίκη να ξεκινήσει.

Η Παρασκευή 21 Ιανουαρίου του 2011 ήταν η ημέρα της πρώτης ορκωμοσίας μάρτυρα για την υπόθεση. Οι δύο βασικοί κατηγορούμενοι, ο Κώστας Κεντέρης και η Κατερίνα Θάνου, δεν εμφανίστηκαν ούτε στην «πρεμιέρα» ούτε στις επόμενες πέντε συνεδριάσεις. Οταν ο πρόεδρος τους υποχρέωσε να προσέλθουν, επικαλέστηκαν ανειλημμένες οικογενειακές υποχρεώσεις και ταξίδια στο εξωτερικό. Ο Χρήστος Τζέκος ήταν εκεί, όλες τις ημέρες, όλο και πιο νευρικός μέσα στο κοστούμι του, όλο και πιο ανυπόμονος να αθωωθεί γιατί «δεν πάει άλλο». Οταν τον ρωτούσαν γιατί οι (πρώην) αθλητές του δεν έρχονται στο δικαστήριο, ακούστηκε να λέει ότι «έχουν κριθεί από τα αθλητικά δικαστήρια, δεν χρειάζεται όλο αυτό το πράγμα». Ο πρόεδρος έχει άλλη άποψη και το επόμενο στάδιο θα είναι να ζητήσει τη βίαιη προσαγωγή τους.
{{{ moto }}}
Αν οι μόνες δίκες που έχεις παρακολουθήσει είναι αυτές στις αμερικανικές τηλεοπτικές ιστορίες, με ενόρκους, απόλυτη ησυχία, δρύινα έδρανα, δικηγόρους με ιταλικά κοστούμια, δικαστή με σφυράκι και κατηγορουμένους που φωνάζουν με παραμορφωμένο από απόγνωση πρόσωπο «Δεν αντέχετε την αλήθεια», θα απογοητευτείς από αυτήν στην Ευελπίδων. Τα λυόμενα δεν προδιαθέτουν για λάμψη, ούτε το χαλασμένο κλιματιστικό, που μάταια προσπαθούσε ένας αστυνομικός να φτιάξει στην τέταρτη συνεδρίαση της δίκης. Οι θεατές είναι ελάχιστοι και όσο περνάει ο καιρός γνωρίζονται μεταξύ τους: Πέντε-έξι δημοσιογράφοι, ορισμένοι ασκούμενοι δικηγόροι, κάποιοι αφηρημένοι αστυνομικοί και οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης: Δικηγόροι, κατηγορούμενοι, μάρτυρες και το προεδρείο. Εκεί αρχίζουν οι ολέθριες σχέσεις.

Είναι ίσως αναμενόμενο ότι σε μια τέτοια δίκη, όπου η παλιά, υπερήφανη Ελλάδα που λαίμαργα κατακτούσε μετάλλια συγκρούεται με την απονομή Δικαιοσύνης ενός διαφορετικού πλέον κράτους, το ελληνικό DNA θα έπαιζε τον ρόλο του. Οχι μόνο στις αναφορές της υπεράσπισης των αθλητών για το πόσο μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι επιτυχίες τους στην ψυχική ανάταση της Ελλάδας, ούτε στις επικλήσεις των δικηγόρων για σεβασμό σε παλιούς ήρωες. Η επικαιρότητα έρχεται να βάλει το λιθαράκι της σε όλη αυτή την ιστορία, με τον δικηγόρο υπεράσπισης του Κεντέρη, Μιχάλη Δημητρακόπουλο, να φωνάζει αναψοκοκκινισμένος προς τον πρόεδρο του δικαστηρίου: «Καλύτερα να είχαμε τούρκο δικαστή, ναι Τούρκο».

Η κατάληψη της Νομικής από μετανάστες απεργούς πείνας εκείνες τις ημέρες ενέπνευσε την υπεράσπιση που σχολίασε με θλιμμένο ύφος ότι «Ε, βέβαια, δεν είναι Αφγανοί ο Κεντέρης και η Θάνου για να τους φερθεί σωστά το ελληνικό κράτος». Το δόγμα της παγκόσμιας συνωμοσίας ενάντια στην ανυπεράσπιστη Ελλάδα ασφαλώς και έπεσε στο έδρανο, και πάλι από τον Μιχάλη Δημητρακόπουλο, ο οποίος αναρωτήθηκε ρητορικά «αν θα τους άφηναν να κερδίσουν τα αμερικανάκια». Ακόμη και ανδρισμός του Κολοκοτρώνη συζητήθηκε – αναμενόμενο ίσως, αφού η περίπτωσή του περιλαμβάνει ένα μείγμα τεστοστερόνης και εθνικής αλήθειας –, με τον συνήγορο υπεράσπισης των γιατρών να κραυγάζει ότι «σε αυτήν τη χώρα όχι μόνο κατηγορούμε επιστήμονες, αλλά και τον Κολοκοτρώνη λέμε ομοφυλόφιλο. Μακάρι να φύγω από αυτήν τη χώρα». Δεν έφυγε, σε κάθε συνεδρίαση εκεί είναι.

Η ουσία όμως δεν είναι η ελληνική ψυχή. Η ουσία είναι η ανακάλυψη της αλήθειας. Τελικά έγινε ή δεν έγινε τροχαίο ατύχημα; Οι γιατροί τήρησαν τον όρκο του Ιπποκράτη ή έκαναν τα στραβά μάτια; Οι δύο αθλητές μπήκαν τρομαγμένοι και αιματοβαμμένοι στο ΚΑΤ ή ήθελαν απλώς να αποφύγουν τον έλεγχο ντόπινγκ; Είχαν υπογλυκαιμία ή κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις; Τους χορηγήθηκε Depon ή κάποιο άλλο φάρμακο; Η Κατερίνα Θάνου φορούσε φούστα ή παντελόνι εκείνη την ημέρα; Οι απαντήσεις για αυτήν την περίεργη ιστορία εκκρεμούν τόσα χρόνια, ώστε ακόμη και όταν εξετάζονται βασικοί μάρτυρες δυσκολεύονται να θυμηθούν λεπτομέρειες. Αυτό άλλοτε είναι καλό, άλλοτε κακό.

Οταν ο υπεύθυνος ασφαλείας του ΚΑΤ έπεσε σε μια αντίφαση από την αρχική του κατάθεση, αλλάζοντας το «δεν τους είδα, απλώς άκουσα ότι μπήκαν στο νοσοκομείο» που είχε πει το 2004 στο «ήταν τρομαγμένοι και ο Κεντέρης γεμάτος αίματα», το 2011, ο πρόεδρος του δικαστηρίου σημείωσε την αντίφαση. Οταν ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσάφτης ανέτρεψε την αρχική του έκθεση, αυτήν του 2004 που έλεγε ότι οι γιατροί δεν έπραξαν σωστά, καταθέτοντας τελικά πως «δεν μπορώ να βεβαιώσω αν έγινε ή δεν έγινε ατύχημα», οι δικηγόροι της υπεράσπισης έσπευσαν να τον αγκαλιάσουν έξω από το λυόμενο.

Δεν έλειψε ούτε η διάθεση για φιλοσοφικό στοχασμό: «Να ξέρετε ότι οι δίκες μοιάζουν με το γήπεδο μερικές φορές. Οποιος φωνάζει πιο δυνατά συνήθως κερδίζει» έλεγε ένας προβεβλημένος δικηγόρος, προφανώς για να απαντήσει στις απορίες ή ίσως και στον τρόμο των θεατών που έβλεπαν έκπληκτοι δικηγόρους να κραδαίνουν εξώφυλλα του «Time» με αμερικανούς αθλητές «που μας κλέβουν το ψωμί μας», γιατρούς να μιλάνε επί τέσσερις ώρες για τη σημασία της προληπτικής θεραπείας στις κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, τον γιατρό Λάκη Νικολάου να λέει «αν ψάχνετε ενόχους, μην κοιτάτε προς τους γιατρούς, αλλά προς άλλη κατεύθυνση» τον δημοσιογράφο Φίλιππο Συρίγο να αρνείται να αποκαλύψει τη δημοσιογραφική πηγή που τον είχε ενημερώσει από το απόγευμα για το επικείμενο τροχαίο, αλλά να εξηγεί ότι «Ο κ. Τζέκος οργάνωσε το ατύχημα» για να δεχθεί στη συνέχεια μιντιακή επίθεση έξω από τα δικαστήρια από τον προπονητή. Μόλις άνοιξαν οι κάμερες, ο κ. Τζέκος πλησίασε τον δημοσιογράφο και του επιτέθηκε λέγοντάς του ότι «πέρασαν οι εποχές που μπορούσες να λες ότι θέλεις». Αν κρίνει κανείς απ’ όσα έχουν ακουστεί στις περίπου 18 ώρες εκδίκασης της υπόθεσης, αυτή η εποχή δεν έχει περάσει ακόμη για πολύ κόσμο.

Τι σημασία έχει πια; Σε μια Ελλάδα που είναι πλέον μια χώρα διαφορετική από αυτή του 2004 και έχει πιο σημαντικά ζητήματα να ασχοληθεί, μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι, όσοι έχουν εμμονή με την ιστορία, οι επαγγελματίες υπερασπιστές και – από την απόσταση που έχουν οι ίδιοι πάρει από το κοινό – οι πρώην αθλητές ενδιαφέρονται για την απόφαση. Οταν τελικά βγει, η κοινή γνώμη θα την σχολιάσει για λίγα λεπτά, λίγο περισσότερο ίσως απ’ ό,τι διαρκούσε άλλοτε μια μέτρια κούρσα τους, αλλά και πάλι μόνο για λίγο. Επειτα θα επιστρέψει στα νέα της προβλήματα, έχοντας τακτοποιήσει τουλάχιστον μια ενοχλητική εκκρεμότητα μαζικής ψύχωσης, ψευδαίσθησης και απογοήτευσης. Δεν είναι και λίγο.

* Αυτό το άρθρο, δημοσιεύτηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2011.